Την αντίδραση της Ιεράς Συνόδου προκάλεσε η «ατυχής», όπως τη χαρακτηρίζει, αναφορά που φέρεται να έκανε προχθές ο υπουργός Οικονομίας Ν. Χριστοδουλάκης σχετικά με την έλλειψη τόλμης των κυβερνήσεων της χώρας να φορολογήσουν την Εκκλησία.
Την αντίδραση της Ιεράς Συνόδου προκάλεσε η «ατυχής», όπως τη χαρακτηρίζει, αναφορά που φέρεται να έκανε προχθές ο υπουργός Οικονομίας Ν. Χριστοδουλάκης σχετικά με την έλλειψη τόλμης των κυβερνήσεων της χώρας να φορολογήσουν την Εκκλησία.
Όπως αναφέρει η Ιερά Σύνοδος σε σχετική ανακοίνωσή της «σε ομιλία του στην Θεσσαλονίκη ο υπουργός Οικονομίας κ. Νίκος Χριστοδουλάκης, απαντώντας στην ερώτηση του επιχώριου Σεβ. Μητροπολίτη κ. Ανθίμου «πού πάνε οι φόροι που εισπράττει το κράτος», φέρεται να προέβη, αντί απαντήσεως επί της ουσίας, σε μια ad hominem υπόδειξη προς τον Σεβ. Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης ότι δεν χρειάζεται να ανησυχεί, γιατί μέχρι τώρα καμία κυβέρνηση δεν τόλμησε να φορολογήσει την Εκκλησία».
Η Ιερά Σύνοδος τονίζει ότι «προκαλεί απορία η αναπαραγωγή του αστικού μύθου ότι «η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν φορολογείται ή έχει φορολογικά προνόμια από τον ίδιο τον υπουργό Οικονομίας της χώρας».
Στη συνέχεια μάλιστα απαριθμεί τους φόρους που πληρώνουν τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα:
α. Φόρος Εισοδήματος με συντελεστή 26% για τα έσοδά τους, τα οποία μάλιστα θεωρούνται κατά νόμον ως «έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα», και προκαταβολή Φόρου Εισοδήματος επομένου έτους με συντελεστή 55% (άρθρα 44, 45 περ. γ', 47 παρ. 2, 58, 71 παρ. 1 του Ν. 4172/2013).
β. Φόρος Δωρεών και Κληρονομιών με συντελεστή 0,5%, όπως προβλέπεται για τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και τους ΟΤΑ (άρθρα 25 παρ. 3, 29 παρ. 5 43 Κεφ. Β' περ. α' Ν. 2960/2001, 25 παρ. 9, 14, 16 Ν. 3842/2010).
γ. Φόρος Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) με τους ίδιους συντελεστές, οι οποίοι γενικώς ισχύουν για παραδόσεις αγαθών και παροχή υπηρεσιών, που αποτελούν εμπορική δραστηριότητα (Ν. 2859/2000).
δ. Ενιαίος Φόρος Ακίνητης Ιδιοκτησίας (ΕΝΦΙΑ), κύριος και συμπληρωματικός, για όλα τα ακίνητά τους (άρθρα 5 παρ. 3 Ν. 4223/2013, δέκατο όγδοο παρ. 1.β Ν. 4286/2014). Απαλλάσσονται μόνο οι λατρευτικοί χώροι και οι κοινωφελείς χώροι (π.χ. γηροκομεία, αίθουσες συσσιτίων) που ιδιοχρησιμοποιούνται. Η εν λόγω απαλλαγή ισχύει όχι μόνο για την Εκκλησία της Ελλάδος, αλλά και για όλους τους νόμιμα υφισταμένους λατρευτικούς χώρους ή ακίνητα κοινωφελούς χρήσεως που χρησιμοποιούνται από όλες τις γνωστές θρησκείες και όλα τα μη κερδοσκοπικά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (σωματεία, ιδρύματα κ.λπ.) (άρθρο 3 παρ. 1 περ. δ', ε', στ'.α) Ν. 4223/2013).
Επιπλέον παρακρατούνται και αποδίδονται από τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα φόροι για παροχή μισθωτών ή ανεξάρτητων υπηρεσιών (άρθρο 61, 62, 64 παρ. 1δ Ν. 4172/2013) και καταβάλλονται τέλη χαρτοσήμου (κωδ. Π.Δ. της 28.7.1931) και όλες οι κρατήσεις (π.χ. ΟΓΑ) επί της αξίας συναλλαγών, που ισχύουν γενικώς για τα υπόλοιπα νομικά πρόσωπα.
Όπως σημειώνει τέλος η ανακοίνωση, «η οποιαδήποτε ανησυχία της Εκκλησίας, την οποία διασκέδασε ο κ. υπουργός κατά τον ανωτέρω ατυχή τρόπο, σε σχέση με την υπερφορολόγηση των πολιτών και την αποτελεσματική διαχείριση από το κράτος των φορολογικών εσόδων, προέρχεται από την ζωντανή εμπειρία μέσα από τις ενορίες, τα εκκλησιαστικά ιδρύματα και τα φιλόπτωχα ταμεία, που παρέχουν ηθική και υλική συμπαράσταση στη διαρκώς αυξανόμενη ανθρώπινη ανάγκη, φτωχοποίηση και έλλειψη ελπίδας των κατοίκων αυτής της χώρας, γεγονός που συνεπάγεται ότι η Εκκλησία δικαιούται και υποχρεούται ‘διά να ομιλεί’ για τα θέματα αυτά, ελευθέρως και ακωλύτως, στην πολιτική ηγεσία της πατρίδας».