Καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «τα δύο μνημόνια έχουν αποτύχει στο να ανακτήσουν τη φερεγγυότητα του ελληνικού δημόσιου τομέα αλλά και στο να απεγκλωβίσουν την οικονομία από την κρίση χρέους» αλλά και εκτιμώντας ότι «το 3ο μνημόνιο δεν θα επιτρέψει στη χώρα να απεγκλωβιστεί από την ύφεση τα αμέσως επόμενα χρόνια» το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ παρουσίασε την ετήσια έκθεσή του για την ελληνική οικονομία.
Καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «τα δύο μνημόνια έχουν αποτύχει στο να ανακτήσουν τη φερεγγυότητα του ελληνικού δημόσιου τομέα αλλά και στο να απεγκλωβίσουν την οικονομία από την κρίση χρέους» αλλά και εκτιμώντας ότι «το τρίτο μνημόνιο δεν θα επιτρέψει στη χώρα να απεγκλωβιστεί από την ύφεση τα αμέσως επόμενα χρόνια» το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ παρουσίασε την ετήσια έκθεσή του για την ελληνική οικονομία.
Παράλληλα, κατέθεσε τρεις προτάσεις για την έξοδο από την κρίση:
1. Προτείνει συνταγή παραγωγής «βιώσιμου πρωτογενούς πλεονάσματος». Ουσιαστικά, προτείνει ο βασικός δημοσιονομικός στόχος να μην καθορίζεται αυθαίρετα όπως τώρα με μοναδικό γνώμονα τη βιωσιμότητα του χρέους αλλά με βάση τις πραγματικές αναπτυξιακές και κοινωνικές δυνατότητες της Ελλάδας.
Αυτό επιτυγχάνεται αν συνδεθεί ο στόχος του πλεονάσματος, με την αύξηση του ΑΕΠ, την παραγωγική αναδιάρθρωση των δημοσίων δαπανών, την αναδόμηση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού αλλά και την ουσιαστική αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής.
2. Για την επανεκκίνηση της οικονομίας προτείνει ενεργοποίηση της εγχώριας ζήτησης. Με ποιο τρόπο; Να θεσπιστεί «ρήτρα επανεπένδυσης των τόκων» που θα εξοικονομηθούν από την προωθούμενη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.
Δηλαδή, τόκοι που δεν θα καταβάλει το δημόσιο αν αυξηθεί η διάρκεια αποπληρωμής του δημοσίου χρέους ή αν συμφωνηθούν χαμηλότερα επιτόκια με τους δανειστές, να κατευθυνθούν για τη χρηματοδότηση επενδύσεων. Για την αύξηση της εγχώριας κατανάλωσης, προτείνεται επίσης η θεσμοθέτηση «προγραμμάτων εγγυημένης απασχόλησης»
3. Η πρόταση, αφορά στην εκ νέου ρύθμιση της αγοράς εργασίας μέσα από την αποκατάσταση της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης και την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 756 ευρώ, την επαναφορά της μετενέργειας για το σύνολο των όρων εργασίας (με διάρκεια τουλάχιστον έξι μηνών) αλλά και την κατάργησης της ρήτρας βάσει της οποίας οι επιχειρησιακές συμβάσεις μπορούν να υπερισχύουν έναντι των κλαδικών ή των ομοιοεπαγγελματικών.
Κατά την παρουσίαση της έκθεσης η οποία έγινε στη Θεσσαλονίκη ο επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ Γιώργος Αργείτης στάθηκε ιδιαίτερα στο γεγονός ότι τα δύο μνημόνια συνετέλεσαν στην «απόδομηση της αγοράς εργασίας και του συστήματος κοινωνικής προστασίας».
Όπως αναφέρθηκε:
Ο κ. Αργείτης, μίλησε επίσης για τρεις παγίδες στις οποίες έχει εγκλωβιστεί η ελληνική οικονομία:
1. Στην παγίδα του δημοσίου χρέους η οποία «κρατά την οικονομία συνεχώς στο χείλος της χρεοκοπίας και επιτρέπει στους δανειστές να ασκούν ασφυκτικές πιέσεις σε βάρος της εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας
2. Στην παγίδα λιτότητας η οποία καθιστά το τραπεζικό σύστημα εύθραυστο και τη χώρα αφερέγγυα όσον αφορά στη δυνατότητα αποπληρωμής του χρέους της και
3. Στην παγίδα ρευστότητας που δημιουργεί σημαντικές αρνητικές επιδράσεις στο βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων.
Με βάση τα στοιχεία της έκθεσης, την περίοδο από το 2010 έως το 2014, επήλθε σοβαρότατη «αποκέντρωση» του επιπέδου συλλογικής διαπραγμάτευσης.
Οι κλαδικές συμβάσεις, από 65 το 2010, μειώθηκαν σε σε 14 το 2014 ενώ οι επιχειρησιακές από 227 το 2010 εκτοξεύτηκαν σε 976 το 2012.
Σε τι οδήγησε αυτή τη αποκέντρωση; Μείωση των αποδοχών από 10-40% αναφέρει η έκθεση ενώ επισημαίνει επίσης η μείωση της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού κατά 24,9% την περίοδο 2010-2014 (ή 34,5% για τους νέους).