Υπάρχει η πεποίθηση ότι η υψηλή τιμή του πετρελαίου είναι θετική για τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας, καθώς τις καθιστά περισσότερο ανταγωνιστικές σε σχέση με το πετρέλαιο. Είναι όμως αυτό αληθές; Σύμφωνα με έρευνες εταιρειών επενδύσεων, η κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου είναι ένα σημείο από τα πολλά που υποδεικνύουν ότι μια παγκόσμια ενεργειακή μετάβαση είναι σε εξέλιξη, γράφει ο Χάρης Δούκας.
Από την έντυπη έκδοση
Του επίκουρου Καθηγητή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ),
Χάρη Δούκα
Υπάρχει η πεποίθηση ότι η υψηλή τιμή του πετρελαίου είναι θετική για τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας, καθώς τις καθιστά περισσότερο ανταγωνιστικές σε σχέση με το πετρέλαιο. Είναι όμως αυτό αληθές; Σύμφωνα με έρευνες εταιρειών επενδύσεων, η κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου είναι ένα σημείο από τα πολλά που υποδεικνύουν ότι μια παγκόσμια ενεργειακή μετάβαση είναι σε εξέλιξη.
Μία πρόσφατη έκθεση της HSBC καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, όσο αντιφατικό κι αν φαίνεται, η χαμηλή τιμή του πετρελαίου ωθεί τη μετάβαση προς τις εναλλακτικές πηγές. Αυτό συμβαίνει κυρίως επειδή στα έργα που είναι σχετικά με το πετρέλαιο εισρέουν λιγότερα κεφάλαια και τα πιο ακριβά από αυτά -τα οποία είναι συνήθως και τα πιο ρυπογόνα- ακυρώνονται.
Για τις διεθνείς εταιρείες πετρελαίου το πιο ανησυχητικό σημείο για την τιμή του πετρελαίου δεν είναι τόσο η χαμηλή τιμή, αλλά πολύ περισσότερο ότι είναι ασταθής και απρόβλεπτη.
Χαρακτηριστικό είναι ότι πρόσφατα η Royal Dutch Shell ανακοίνωσε την περικοπή 6.500 θέσεων εργασίας για το 2015 και τη μείωση των κεφαλαιουχικών επενδύσεων κατά 7 δισ. $, εκτιμώντας ότι οι χαμηλές τιμές του πετρελαίου μπορεί να διατηρηθούν για αρκετά χρόνια και επομένως ο όμιλος προετοιμάζεται για μια παρατεταμένη ύφεση.
Αρκετοί μάλιστα αναλυτές υποστηρίζουν πως η Σαουδική Αραβία αρνείται να μειώσει την παραγωγή, και συνεπαγόμενα να ωθήσει σε αύξηση την τιμή του πετρελαίου, όχι μόνο για να ταρακουνήσει τους ανταγωνιστές της (δηλαδή το σχιστολιθικό αέριο των ΗΠΑ) και να ανταγωνιστεί το Ιράν και τη Ρωσία.
Συμβαίνει και επειδή εκτιμά ότι ένα μεγάλο μέρος των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου μπορεί να μην παραχθεί ποτέ.
Υπενθυμίζω την περίφημη δήλωση που έγινε από τον πρώην υπουργό Πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας S. Yamani, ήδη το 2000: «Σε τριάντα χρόνια από τώρα θα υπάρχει μία τεράστια ποσότητα πετρελαίου - και όχι αγοραστές. Το πετρέλαιο θα ξεμείνει στο έδαφος. Οπως η Εποχή του Λίθου έφτασε στο τέλος της, όχι επειδή υπήρχε έλλειψη λίθων, έτσι και η Εποχή του Πετρελαίου θα φτάσει σε ένα τέλος, όχι επειδή θα έχουμε έλλειψη πετρελαίου».
Η αντιμετώπιση των διεθνών προκλήσεων, όπως η κλιματική αλλαγή, που κατ’ εξοχήν συνδέεται με το πετρέλαιο, καθιστά αναγκαία την αλλαγή προτύπου ανάπτυξης. Αναζητούνται πολιτικές μετάβασης από την «εποχή του άνθρακα» στη βιώσιμη ανάπτυξη.
Σχετικές μελέτες, όπως η ανασκόπηση του N. Stern το 2007, επιβεβαιώνουν το τεράστιο κόστος της απραξίας στην προοπτική αυτή, το οποίο εκτιμάται ότι μπορεί να φτάσει και το 20% του παγκόσμιου ΑΕΠ και θα επιβαρύνει ιδίως τους φτωχούς.
Αντίθετα, η επένδυση σε μια οικονομία χαμηλού άνθρακα εκτιμάται ότι θα απαιτήσει περίπου το 0,5% του συνολικού παγκόσμιου ΑΕΠ στη διάρκεια της περιόδου μέχρι το 2030.
Στην προσπάθεια αυτή, η Ευρωπαϊκή Ενωση (Ε.Ε.) έχει αναλάβει ένα ρόλο πρωτοπόρου.
Οι νέοι ενεργειακοί της στόχοι για το 2030 τοποθετούν τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) και την ενεργειακή αποδοτικότητα στην καρδιά της ενεργειακής της πολιτικής. Επιπλέον, το νέο φιλόδοξο σχέδιο της Ε.Ε., η Ενεργειακή Ενωση που προωθείται, κινείται στην κατεύθυνση αυτής της μετάβασης.
Ο κεντρικός στόχος είναι η κατάργηση των ενεργειακών συνόρων και η απρόσκοπτη ροή ενέργειας διαμέσου των κρατών-μελών της. Με αυτό τον τρόπο θα ενισχυθεί τόσο η απεξάρτηση της Ε.Ε. από τα ορυκτά καύσιμα όσο και η διαπραγματευτική της ισχύς έναντι των κρατών παραγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου (όπως η Ρωσία).
Η χρηματοπιστωτική κρίση απέδειξε πόσο επικίνδυνο είναι να αγνοούνται σαφή προειδοποιητικά σημάδια. Η Ελλάδα καλείται να δράσει τώρα, ακολουθώντας τις διεθνείς και ευρωπαϊκές εξελίξεις.
Να διαμορφώσει, δηλαδή, σύγχρονες ενεργειακές πολιτικές προώθησης των ΑΠΕ και της ενεργειακής αποδοτικότητας, αξιοποιώντας το πλούσιο φυσικό δυναμικό και την τεχνογνωσία που διαθέτει.
Σε διαφορετική περίπτωση το κόστος της απραξίας θα είναι πολλαπλάσιο και οι κλιματικές / περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες τις επόμενες δεκαετίες ίσως είναι μη αντιστρεπτές.