Περιβάλλον
Σάββατο, 29 Αυγούστου 2015 11:26

Οι αναπτυσσόμενες χώρες χρειάζονται 100 δισ. ευρώ ετησίως για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής

Ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ προειδοποίησε ότι μια κλιματική συμφωνία εντός του τρέχοντος έτους δεν είναι δυνατή εάν δεν υπάρξει οικονομική στήριξη προς τις αναπτυσσόμενες χώρες.

Ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ προειδοποίησε ότι μια κλιματική συμφωνία εντός του τρέχοντος έτους δεν είναι δυνατή εάν δεν υπάρξει οικονομική στήριξη προς τις αναπτυσσόμενες χώρες.

Ο πρόεδρος Ολάντ πρόσθεσε ότι η διεθνής διάσκεψη για το κλίμα στο Παρίσι στο τέλος του έτους θα καταλήξει σε συμφωνία, μόνο αν οι εκβιομηχανισμένες χώρες καταβάλλουν τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως που απαιτούνται για τη χρηματοδότηση της μετάβασης των αναπτυσσομένων χωρών σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

«Εάν θέλουμε να επιτύχουμε στο Παρίσι απαιτείται όχι μόνο πολιτική δέσμευση, αλλά και χρηματοδότηση», δήλωσε ο Γάλλος πρόεδρος σε ομιλία του στους γάλλους πρέσβεις στο Παρίσι.

«Η δέσμευση του 2009 για αύξηση του ποσού των χρημάτων κάθε χρόνο έως το 2020 ήδη δεν τηρήθηκε», πρόσθεσε.

Σύμφωνα με τον Ολάντ το ποσό είναι απαραίτητο για να μπορέσουν τα φτωχότερα κράτη να αντιμετωπίσουν τις ακραίες καιρικές συνθήκες και την άνοδο της στάθμης των ωκεανών, καθώς και να αναπτύξουν τις οικονομίες τους με «πράσινα» κριτήρια.

Οι ηγέτες των G7 δέχτηκαν κριτική τον περασμένο Ιούνιο για την αποτυχία τους να ορίσουν μια σαφή πορεία για την αύξηση της κλιματικής βοήθειας έως το 2020, από το σημερινό επίπεδο των περίπου 30 δις ευρώ ετησίως.

Εξάλλου, αντιπρόσωποι από 195 έθνη αναμένεται να συμμετάσχουν στη σύνοδο κορυφής υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών στο Παρίσι, από τις 30 Νοεμβρίου έως τις 11 Δεκεμβρίου.

Οι συμμετέχουσες χώρες έχουν προθεσμία μέχρι την 1η Οκτωβρίου να υποβάλουν τις δεσμεύσεις τους για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, άλλα μόνο  55 χώρες το έχουν πράξει έως τώρα.

Το συνέδριο θεωρείται ως μία από τις τελευταίες ευκαιρίες για παγκόσμια συμφωνία για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και τη διατήρηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη κάτω από δύο βαθμούς Κελσίου σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα.