Πίσω από τις υποτιμήσεις του κινεζικού νομίσματος υπάρχει μία πολιτική και οικονομική πραγματικότητα που είναι πολύ πιο επικίνδυνη απ’ όσο φαίνεται, γράφει ο Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλος.
Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Πίσω από τις υποτιμήσεις του κινεζικού νομίσματος υπάρχει μία πολιτική και οικονομική πραγματικότητα που είναι πολύ πιο επικίνδυνη απ’ όσο φαίνεται. Το βιβλίο του Γάλλου οικονομολόγου Daniel Cohen με τίτλο «La prosperite du vice» (Η ευημερία του κακού) κυκλοφόρησε το 2009 στη Γαλλία και το 2010 στην Ελλάδα, μεταφρασμένο από τον καθηγητή Οικονομίας και πρώην υπουργό Τάσο Γιαννίτση (εκδ. Πόλις).
Στο βιβλίο αυτό ο Γάλλος καθηγητής και γνωστός συγγραφέας τονίζει, μεταξύ άλλων, ότι ο γενναίος νέος κόσμος μας είναι αβέβαιος, δεδομένου ότι νέοι παίκτες, όπως η Ινδία και η Κίνα, στη σκακιέρα του παγκόσμιου καπιταλισμού θα ήθελαν να πετύχουν ένα ρουά-ματ.
Από την άλλη πλευρά, όμως, επισημαίνει ο Daniel Cohen, στις μέρες μας βιώνουμε μία κρίση η οποία είναι διαμορφωμένη από έναν και μοναδικό πολιτισμό, τον δυτικό. Κατά συνέπεια, εκτιμά ο συγγραφέας, η δυτικοποίηση αυτή εμπεριέχει και συγκρουσιακά στοιχεία που οδήγησαν σε παγκόσμιες πολεμικές συρράξεις, οι οποίες θα μπορούσαν να επαναληφθούν αν οι σημερινές «κοινωνίες της μεγέθυνσης» δεν εκλογικευτούν.
Στο πλαίσιο αυτό, αναφερόμενος στην Κίνα, ο Daniel Cohen γράφει:
«Η μεταμαοϊκή Κίνα, στον βαθμό που ενσωματώνεται στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, είναι σίγουρα μία οικονομική δύναμη που φιλοδοξεί να έχει πρωτεύοντα ρόλο στο σημερινό παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Και από την άποψη αυτή διαθέτει σοβαρά ατού, όπως η υψηλή αποταμίευση των νοικοκυριών της, το προωθημένο εκπαιδευτικό της σύστημα και το σχετικά υποτιμημένο νόμισμά της που ντοπάρει τις εξαγωγές της.
Ωστόσο, η χώρα αντιμετωπίζει τρία προβλήματα που θα μπορούσαν να γίνουν εκρηκτικά. Το πρώτο είναι ο έντονος ανταγωνισμός ανάμεσα στην κεντρική εξουσία και τις εξαιρετικά αυτόνομες περιφέρειες της χώρας. Δεύτερον, εξ αυτού του λόγου είναι επικίνδυνο και το σκιώδες τραπεζικό σύστημα που αναπτύσσεται και που δημιουργεί ισχυρές εντάσεις.
Τρίτον, στην Κίνα, όπως παλαιότερα είχε γράψει και ο Φερνάν Μπροντέλ, η ανθρώπινη ζωή δεν έχει την ίδια αξία που της αναγνωρίζουν στη Δύση… Ολα αυτά σημαίνουν ότι η αχανής αυτή χώρα των 1,3 δισεκατομμυρίων ανθρώπων μπορεί να γίνει παράγοντας αποσταθεροποίησης, για τους ίδιους περίπου λόγους που η αναπτυσσόμενη Ευρώπη των αρχών του 20ού αιώνα προκάλεσε δύο παγκόσμιους πολέμους μέσα σε λιγότερα από τριάντα χρόνια».
Υπό αυτή την έννοια έχει τεράστια σημασία πλέον να παρακολουθεί κανείς πώς χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία θα πορεύονται σε έναν κόσμο όπου κυριαρχεί αυτό το σύστημα το οποίο αποκαλείται «δημοκρατία της αγοράς». Μία δημοκρατία της αγοράς στους κόλπους της οποίας η κούρσα για την αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος δεν αντιστοιχεί πάντα και με ανάλογη αύξηση της αντίστοιχης ευτυχίας. Αρα, στο επίπεδο αυτό υπάρχουν συγκρουσιακοί όροι που κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει ως πιθανό σενάριο, υποστηρίζει ο D. Cohen.
Θέτει δε σαφώς ένα ερώτημα που αξίζει προσοχής, ιδιαίτερα σήμερα που το χρέος της Κίνας ανεβαίνει επικίνδυνα την ανηφόρα και συνιστά σοβαρή απειλή για τη χώρα, τονίζει ο καθηγητής Οικονομικών του Yale Ζίχαν Τσεν. Κατά την άποψή του, η Κίνα συσσωρεύει χρέος το οποίο έχει ήδη φθάσει στο 285% του ΑΕΠ της και αποτελεί ρεκόρ για την παγκόσμια οικονομία. Κύρια δε πηγή του χρέους αυτού είναι, όπως είχε επισημάνει και ο D. Cohen, οι τοπικές οικονομίες της χώρας, οι οποίες βρίσκονται και σε μόνιμη αντιπαράθεση με το Πεκίνο.
Ωστόσο, στην άνοδο του χρέους αυτού πολύ μεγάλος είναι ο ρόλος της κινεζικής αγοράς ακινήτων. Μία αγορά που τα τελευταία δέκα χρόνια αναπτύσσεται ραγδαία και παρέχει τη δυνατότητα στις τοπικές κυβερνήσεις να πραγματοποιούν τεράστιες επενδύσεις, όχι πάντα παραγωγικές.
Ομως, τα τεράστια κεφάλαια που επενδύονται από τις τοπικές κυβερνήσεις προέρχονται από δάνεια που έχουν εξασφαλίσει μέσω εταιρειών κελυφών ή, όπως ονομάζονται, Χρηματοδοτικών Οχημάτων Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Local Government Financing Vehicles -LGFVs), χρησιμοποιώντας τη δημόσια γη ως εγγύηση. Από το 1998 οι τοπικές κυβερνήσεις, μέσω της φούσκας ακινήτων, έχουν κινητοποιήσει απίθανα κεφάλαια και έχουν προχωρήσει στην κατασκευή αυτοκινητόδρομων, σιδηρόδρομων υψηλής ταχύτητας, αεροδρομίων, μετρό, χυτηρίων χάλυβα, συγκροτημάτων γραφείων, κ.ο.κ.
Ετσι, υποστηρίζει ο καθηγητής Τσεν, αυτή η εξάρτηση στο υποστηριζόμενο από τη γη χρέος σήμαινε ότι, παρά τις προσπάθειες της κεντρικής κυβέρνησης να σταθεροποιήσει τις τιμές των κατοικιών και να αποφύγει μία επιζήμια φούσκα στην αγορά ακινήτων, οι τοπικές κυβερνήσεις είχαν έννομο συμφέρον να διατηρήσουν ψηλά τις τιμές της στέγασης (και κατά συνέπεια της γης), δεδομένου ότι κάτι τέτοιο τους επέτρεπε να εξασφαλίζουν μεγαλύτερα δάνεια.
Για τον λόγο αυτό οι τοπικές αρχές πωλούσαν ένα μικρό κομμάτι γης κάθε φορά, που ξεπερνούσε τις οριακές τιμές της γης και βοηθούσε στην υπερτίμηση της αξίας των πολύ μεγαλύτερων εκτάσεων γης που απέμεναν, αυξάνοντας έτσι την ικανότητα των τοπικών κυβερνήσεων να δανείζονται. Η στρατηγική σε μεγάλο βαθμό λειτούργησε: οι αξίες απογειώθηκαν και η πίστωση έρρεε ευρέως.
Καθώς η κινεζική νομοθεσία απαγορεύει στις τοπικές κυβερνήσεις να δανείζονται άμεσα, οι περισσότερες μετέφεραν τίτλους ιδιοκτησίας γης σε LGFVs, που θα μπορούσαν να δανειστούν ελεύθερα.
Οι φορείς αυτοί είχαν τόσο μεγάλη επιτυχία στην καταστρατήγηση των απαγορεύσεων του Πεκίνου κατά του δανεισμού των τοπικών κυβερνήσεων -στα χαρτιά μοιάζουν ακριβώς όπως οι άλλες κρατικές επιχειρήσεις- που κανείς, ούτε καν το υπουργείο Οικονομικών, δεν ξέρει πόσα χρωστούν οι τοπικές κυβερνήσεις. Αυτή η ασάφεια κατέστησε αδύνατη την εκτίμηση του πραγματικού δημόσιου χρέους της Κίνας, αν και οι εικασίες κυμαίνονται οπουδήποτε, από 5 τρισεκατομμύρια δολάρια μέχρι 7 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Εως σήμερα η κατάσταση αυτή ήταν ελεγχόμενη από την κεντρική κυβέρνηση και το Πεκίνο, σε μία πλήρως κρατικοποιημένη τραπεζική οικονομία, διέθετε αρκετά κεφάλαια για να επανακεφαλαιοποιήσει τις τράπεζες που αντιμετώπιζαν δυσκολίες. Σήμερα, όμως, το τοπίο αλλάζει γιατί οι τιμές της γης πέφτουν.
Πράγματι, η αρχή του 2015 αποτέλεσε σημείο καμπής για την αγορά ακινήτων της Κίνας. Οι πωλήσεις γης, τόσο σε όγκο όσο και σε έσοδα, υποχώρησαν κατά 30% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Ο λόγος ήταν διττός. Ο πρώτος ήταν μία πτώση στην ποιότητα και ο δεύτερος μία μείωση της ζήτησης, λόγω τροφοδοσίας με αποταμίευση της φούσκας του χρηματιστηρίου.
Στην παρούσα λοιπόν φάση, τονίζει ο καθηγητής Τσεν, οι τοπικές κυβερνήσεις ήδη αγωνίζονται απέναντι στην πτώση της αγοράς ακινήτων και χρησιμοποιούν όλο και περισσότερες επιχειρήσεις κελύφη για να ανεβάσουν τις τιμές και να διατηρήσουν τις αποτιμήσεις της γης σε υψηλά επίπεδα.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του επικεφαλής οικονομολόγου της Deutsche Bank για την Κίνα, Zhang Zhiwei, οι επιχειρήσεις κελύφη της τοπικής αυτοδιοίκησης πιθανώς κέρδισαν το 43% των πλειστηριασμών γης, ξεκινώντας από αμελητέα επίπεδα κατά τα προηγούμενα έτη. Οταν μία τοπική κυβέρνηση πωλεί κάποιο ακίνητο σε έναν από τους δικούς της φορείς, ισοδυναμεί με αυτοσυμφωνία. Με άλλα λόγια, η πώληση είναι ψεύτικη.
Το ότι η πρακτική αυτή έχει γίνει όλο και περισσότερο συνήθης υποδηλώνει μία αίσθηση απελπισίας: Οι τοπικοί αξιωματούχοι γνωρίζουν ότι εάν οι τιμές της γης πέσουν ελλείψει ζήτησης στην αγορά, ο δανεισμός θα γίνει πιο δύσκολος και τα απλήρωτα χρέη δυσκολότερο να διευθετηθούν.
Με αφετηρία τις φούσκες έχει, λοιπόν, προκύψει και σοβαρό πολιτικό πρόβλημα στη σημερινή Κίνα - και ίσως τελικά αυτό να είναι μία επικίνδυνη ωρολογιακή βόμβα.