Η απόφαση του πρωθυπουργού για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερα κριτική διάθεση από το σύνολο του πολιτικού συστήματος και τη μεγάλη πλειονότητα των σχολιαστών, γράφει ο Μ. Χατζηκωνσταντίνου.
Από την έντυπη έκδοση
Του Μ. Χατζηκωνσταντίνου
[email protected]
Η απόφαση του πρωθυπουργού για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερα κριτική διάθεση από το σύνολο του πολιτικού συστήματος και τη μεγάλη πλειονότητα των σχολιαστών.
Η αντιπολίτευση κάνει λόγο για υπονόμευση της οικονομίας, οι στήλες των εφημερίδων σχολιάζουν δηκτικά τις επαναλαμβανόμενες εκλογικές αναμετρήσεις και τα δελτία ειδήσεων προειδοποιούν για τον κίνδυνο της αστάθειας.
Ακόμη και ένα τμήμα της συμπολίτευσης, η Αριστερή Πλατφόρμα του Παναγιώτη Λαφαζάνη, ομνύει κατά των εκλογών-εξπρές και κατηγορεί την κυβέρνηση ότι τις χρησιμοποιεί ως άλλοθι.
Οι κοινότοπες αυτές παρατηρήσεις δείχνουν εύλογες, αλλά στην ουσία παραγνωρίζουν ότι αυτό που προσπαθούν να ξορκίσουν έχει επέλθει ήδη.
Η οικονομία είναι καθημαγμένη, το κυβερνητικό έργο έχει παγώσει και το κοινοβούλιο εμφανίζει εικόνα παρακμής. Με άλλα λόγια, το μόνο που δεν απειλεί τη χώρα αυτή τη στιγμή είναι οι εκλογές. Ισα-ίσα που δεν αποκλείεται να αποβούν γόνιμες και να αποτελέσουν, επιτέλους, το ορόσημο τερματισμού μιας μακράς περιόδου καρκινοβασίας, που άρχισε στις ευρωεκλογές του 2014 και οδήγησε την οικονομία σε ασφυξία.
Οπως ανέφερε χθες στη Βουλή και ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, οι εκλογές αυτές δεν απειλούν τη χώρα με πολιτική αστάθεια όπως έγινε στο παρελθόν.
Τουναντίον, οι πρόωρες εκλογές αποτελούν πιθανότατα το μοναδικό τρόπο υπέρβασης των βασικών αρνητικών φαινομένων που βυθίζουν τη χώρα σε αδράνεια: α) του κυβερνητικού αδιεξόδου, β) του κοινοβουλευτικού παραδόξου της οιονεί απώλειας της δεδηλωμένης και γ) της εσωκομματικής αντιπαράθεσης στον ΣΥΡΙΖΑ.
Ως προς το κυβερνητικό ζήτημα είναι προφανές ότι υπό τις παρούσες συνθήκες αβεβαιότητας δεν μπορεί να υπάρξει μακροπρόθεσμος σχεδιασμός για την υλοποίηση και κυρίως για την εφαρμογή του οικονομικού προγράμματος.
Μόνον οι εκλογές μπορούν να αναδείξουν μια κυβέρνηση (αυτοδύναμη ή συνασπισμού) η οποία θα χαράξει επιτέλους έναν μακρόπνοο οδικό χάρτη για τη χώρα.
Στα κοινοβουλευτικά η εικόνα είναι ακόμη πιο ξεκάθαρη. Η κυβέρνηση έχει ουσιαστικά απολέσει τη δεδηλωμένη σε αλλεπάλληλες ψηφοφορίες και απλώς διατηρεί «το κεφάλι πάνω από το νερό» βασιζόμενη στις ψήφους της αντιπολίτευσης, χωρίς καμία προγραμματική δέσμευση ή έστω μια δημόσια πολιτική συμφωνία. Και σε αυτή την περίπτωση οι κάλπες είναι οι μόνες που θα επαναφέρουν την κοινοβουλευτική λειτουργία στην κανονικότητα και θα βοηθήσουν να τρέξει το κυβερνητικό έργο.
Ο τρίτος αρνητικός παράγοντας, ήτοι το εσωκομματικό πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ, είναι προφανές ότι δεν θα έπρεπε να επιλυθεί μέσω εκλογών.
Από τη στιγμή, όμως, που καμία από τις αντιμαχόμενες πλευρές δεν αναλαμβάνει το βάρος της ρήξης, είναι προτιμότερο να επιλυθεί μέσω εκλογών παρά να μετατραπεί σε άχθος για ολόκληρη τη χώρα.