Έναν εναλλακτικό τρόπο προτείνουν επιστήμονες από αμερικανικά πανεπιστήμια, με σκοπό τον εντοπισμό της σκοτεινής ύλης. Πιο συγκεκριμένα, οι επιστήμονες υποστηρίζουν πως τα σωματίδια από τα οποία αποτελείται η σκοτεινή ύλη αλληλοεξουδετερώνονται, όταν συγκρουστούν. Έτσι, αντί για την ανίχνευση των ίδιων των σωματιδίων, οι ίδιοι προκρίνουν την προσπάθεια ανίχνευσης της ακτινοβολίας που εκπέμπεται από τις συγκρούσεις.
Έναν εναλλακτικό τρόπο προτείνουν επιστήμονες από αμερικανικά πανεπιστήμια, με σκοπό τον εντοπισμό της σκοτεινής ύλης. Πιο συγκεκριμένα, οι επιστήμονες υποστηρίζουν πως τα σωματίδια από τα οποία αποτελείται η σκοτεινή ύλη αλληλοεξουδετερώνονται, όταν συγκρουστούν. Έτσι, αντί για την ανίχνευση των ίδιων των σωματιδίων, οι ίδιοι προκρίνουν την προσπάθεια ανίχνευσης της ακτινοβολίας που εκπέμπεται από τις συγκρούσεις.
Παρόλο που δεν υπάρχει καμία πειραματικά ένδειξη για τη φύση της, η παρουσία της σκοτεινής ύλης «προδίδεται» από την επίδραση που ασκεί μέσω της βαρύτητας στη συμβατική ύλη, και πιο συγκεκριμένα σε κοσμικές δομές όπως οι γαλαξίες. Έτσι, με βάση τις εκτιμήσεις των κοσμολόγων, αντιστοιχεί στο 26,8% της συνολικής ενέργειας-ύλης του σύμπαντος.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, όταν οι επιστήμονες άρχισαν να μελετούν συστηματικά τα παρατηρησιακά δεδομένα που φανερώνουν την ύπαρξή της, έχουν διατυπωθεί αρκετές θεωρίες για τα σωματίδια από τα οποία αποτελείται.
Τα τελευταία χρόνια, επίσης, διεξάγονται αρκετά πειράματα σε όλο τον κόσμο για την ανίχνευση αυτών των σωματιδίων, με ανιχνευτές βαθιά μέσα έδαφος για την ελαχιστοποίηση του «θορύβου», χωρίς όμως κανένα έως τώρα απτό αποτέλεσμα.
Σύμφωνα με τους Αμερικανούς επιστήμονες, δεν μπορεί βέβαια να προεξοφληθεί η τελική έκβαση όλων αυτών των πειραμάτων, κάποιο από τα οποία είναι πιθανό να πετύχει τον σκοπό για τον οποίο σχεδιάστηκε. Ωστόσο, με δεδομένο ότι η φύση της σκοτεινής ύλης είναι άγνωστη, θα πρέπει να διερευνηθούν και άλλοι εναλλακτικοί τρόποι για την ανίχνευσή της.
«Αν προσθέσουμε μία ακόμη πειραματική προσέγγιση, τότε θα αυξήσουμε τις πιθανότητες ανίχνευσης», λέει χαρακτηριστικά ο Ίαν Σουμέικερ από το πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια και επικεφαλής της ομάδας. Με τους συναδέλφους του, ο Σουμέικερ προτείνουν πως αυτή η προσέγγιση είναι ο εντοπισμός της «σκοτεινής» ραδιενέργειας, από τις συγκρούσεις των σωματιδίων της «σκοτεινής» ύλης.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, αυτή η «σκοτεινή» ραδιενέργεια θα μπορούσε να καταγραφεί από τους υπόγειους ανιχνευτές που ήδη ψάχνουν για παρατηρησιακές απαντήσεις στο μυστήριο της «σκοτεινής» ύλης.
Μάλιστα, οι υπολογισμοί τους δείχνουν πως ένας τέτοιος ανιχνευτής, ο οποίος στα πλαίσια του πειράματος LUX (Large Underground Xenon) είναι εγκαταστημένος σε ένα ορυχείο 1.500 μέτρα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους στη Νότια Ντακότα των ΗΠΑ, έχει ήδη την απαραίτητη ευαισθησία.
Η ιδέα καταγραφής σημάτων της «σκοτεινής» ραδιενέργειας δεν είναι καινούρια. Μάλιστα, ήδη αρκετοί δορυφόροι σε διάφορες περιοχές του σύμπαντος ψάχνουν για τέτοιες μετρήσεις, χωρίς ωστόσο να έχει προκύψει κάποια ένδειξη για την ύπαρξή τους. Κάτι που, σύμφωνα με τους επιστήμονες, οφείλεται στο ότι αναζητούν λάθος σήματα.
«Τα πειράματα μέχρι σήμερα ψάχνουν για φωτόνια, επειδή σχεδιάστηκαν με την υπόθεση πως αυτό είναι το αποτέλεσμα της εξαΰλωσης της “σκοτεινής” ύλης. Αν όμως η “σκοτεινή” ύλη μετατρέπεται σε “σκοτεινή” ραδιενέργεια, όπως εμείς πιστεύουμε, τότε δεν έχουν καμία ελπίδα», καταλήγει ο Σουμέικερ.