Αμερικανοί επιστήμονες ανακάλυψαν πως οι πίθηκοι βρίσκονται πιο κοντά στην ανάπτυξη ικανότητας ομιλίας, από ό,τι προηγουμένως πίστευαν, μετά από πειράματα εκμάθησης νοηματικής γλώσσας σε γορίλες και άλλα πρωτεύοντα θηλαστικά.
Αμερικανοί επιστήμονες ανακάλυψαν πως οι πίθηκοι βρίσκονται πιο κοντά στην ανάπτυξη ικανότητας ομιλίας, από ό,τι προηγουμένως πίστευαν, μετά από πειράματα εκμάθησης νοηματικής γλώσσας σε γορίλες και άλλα πρωτεύοντα θηλαστικά.
Ο Μάρκους Πέρλμαν του Gorilla Foundation ξεκίνησε το 2010 να μαθαίνει σε ένα θηλυκό γορίλα με το όνομα Κόκο την αμερικανική νοηματική γλώσσα. Ωστόσο γρήγορα ανακάλυψε πως η Κόκο, η οποία έχει περάσει 40 χρόνια γύρω από ανθρώπους, μάθαινε απλούς ήχους και φωνητικές συμπεριφορές που θεωρητικά ήταν αδύνατες για άλλα πρωτεύοντα θηλαστικά πλην των ανθρώπων.
«Τη δεκαετία του 1930 και του 1940, ομάδες ψυχολόγων προσπάθησαν να μεγαλώσουν χιμπατζήδες όσο το δυνατόν περισσότερο όπως ανθρώπινα παιδιά, με σκοπό να τους διδάξουν να μιλάνε. Οι προσπάθειές τους θεωρήθηκαν πλήρως αποτυχημένες. Από τότε, έχει παγιωθεί η ιδέα ότι οι πίθηκοι δεν είναι σε θέση να ελέγχουν οικειοθελώς τις φωνές τους ή ακόμη και την αναπνοή τους», δήλωσε ο Πέρλμαν.
Αντιθέτως, οι επιστήμονες πίστευαν ότι οι ήχοι που παράγονται είναι σχεδόν αντανακλαστικοί σε ερεθίσματα από το περιβάλλον, όπως η εμφάνιση ενός επικίνδυνου φιδιού, και πως οι πίθηκοι δεν μπορούσαν να μάθουν νέες φωνητικές συμπεριφορές.
Ωστόσο, ο Πέρλμαν και ο συνεργάτης του Ναθάνιελ Κλαρκ από το Πανεπιστήμιο της Σάντα Κρουζ στην Καλιφόρνια, σημείωσαν επανειλημμένα παραδείγματα όπου η Κόκο εκτελούσε εννέα διαφορετικές, εθελοντικές συμπεριφορές που απαιτούν πλήρη έλεγχο φώνησης και αναπνοής, πέρα από το τυπικό ρεπερτόριο του είδους της.
Μεταξύ άλλων, η Κόκο φύσαγε το χέρι της όταν ζήταγε τροφή, έπαιζε με πνευστά όργανα, φύσαγε τη μύτη της σε χαρτομάντηλο, φύσαγε τους φακούς σε ένα ζευγάρι γυαλιά προτού τα σκουπίσει με ένα πανί, και μιμούταν τηλεφωνικές συνομιλίες «μιλώντας» με ήχους σε ένα τηλέφωνο στο αυτί της.
Η Κόκο μπορεί επίσης να βήξει κατόπιν εντολής, κάτι εντυπωσιακό για ένα γορίλα καθώς προϋποθέτει να κλείσει λαρύγγι της.
Αυτές οι συμπεριφορές είναι όλες επίκτητες, σύμφωνα με τον Πέρλμαν, και πιθανώς το αποτέλεσμα συναναστροφής με ανθρώπους από την ηλικία των έξι μηνών.
«Προφανώς, δεν είναι πιο προικισμένη από άλλους γορίλες», εξήγησε ο Πέρλμαν. «Η διαφορά έγκειται μόνο στις περιβαλλοντικές συνθήκες».
Αυτό υποδηλώνει ότι ορισμένες από τις εξελικτικές βάσεις για την ικανότητα του ανθρώπου να μιλήσει είχαν ήδη αναπτυχθεί από την εποχή του τελευταίου κοινού προγόνου μας με τους γορίλες, πριν από περίπου 10 εκατομμύρια χρόνια.