Tην Παρασκευή το Eurogroup ενέκρινε το τρίτο πρόγραμμα βοήθειας προς την Ελλάδα την τελευταία πενταετία. Παράλληλα ο επικεφαλής του Eurogroup έδωσε και επίσημα τέλος στις φήμες για κούρεμα καταθέσεων διαβεβαιώνοντας ότι οι καταθέτες –ανεξαρτήτως ύψους καταθέσεων– θα εξαιρεθούν από το σχέδιο αναδιάρθρωσης των ελληνικών τραπεζών. Παρακάτω παρατίθενται ορισμένοι από τους λόγους για τους οποίους η απόφαση αυτή, έστω και με σημαντική χρονική καθυστέρηση, είναι ορθή από οικονομική και κοινωνική άποψη.
Tην Παρασκευή το Eurogroup ενέκρινε το τρίτο πρόγραμμα βοήθειας προς την Ελλάδα την τελευταία πενταετία. Παράλληλα ο επικεφαλής του Eurogroup έδωσε και επίσημα τέλος στις φήμες για κούρεμα καταθέσεων διαβεβαιώνοντας ότι οι καταθέτες –ανεξαρτήτως ύψους καταθέσεων– θα εξαιρεθούν από το σχέδιο αναδιάρθρωσης των ελληνικών τραπεζών. Παρακάτω παρατίθενται ορισμένοι από τους λόγους για τους οποίους η απόφαση αυτή, έστω και με σημαντική χρονική καθυστέρηση, είναι ορθή από οικονομική και κοινωνική άποψη.
1. Οι καταθέτες δεν αποτελούν επενδυτές
Το βασικό επιχείρημα για τους υποστηρικτές της συμμετοχής των καταθετών στην τραπεζική αναδιάρθρωση (bail – in) είναι ότι οι τελευταίοι αποτελούν επενδυτές σταθερού εισοδήματος. Δηλαδή οι υποστηρικτές του εν λόγω ισχυρισμού θεωρούν ότι οι καταθέτες ή έστω ένα μέρος αυτών (κυρίως οι κάτοχοι καταθέσεων προθεσμίας) αποτελούν κάτι αντίστοιχο με τους κατόχους τραπεζικών ομολόγων ή ακόμη και μετοχών και έτσι λοιπόν θα πρέπει αναλαμβάνουν και τον κίνδυνο αθέτησης (risk of default). Αυτό απέχει αρκετά από τη πραγματικότητα τουλάχιστον στην εγχώρια αγορά.
Κατ' αρχάς οι καταθέτες δεν συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων όπως π.χ. κάνουν οι μέτοχοι μέσω των Γενικών Συνελεύσεων ούτε και απολαμβάνουν κάποια ιδιαίτερα προνόμια όπως κάνουν οι κάτοχοι προνομιούχων μετοχών.
Δεύτερον, πριν προβούν σε κατάθεση δεν ακολουθούν τη διαδικασία που εφαρμόζεται συνήθως για όσους προβαίνουν σε επενδύσεις, ήτοι δεν συμβουλεύονται ειδικούς χρηματοοικονομικούς συμβούλους ούτε και εφαρμόζουν κάποιου είδους χρηματοοικονομική ανάλυση προκειμένου να αποφασίσουν σε ποια τράπεζα θα τοποθετήσουν τις καταθέσεις τους.
Το τρίτο και σημαντικότερο αντεπιχείρημα αποτελεί το γεγονός ότι οι αποδόσεις έστω και των προθεσμιακών καταθέσεων κινούνται σχεδόν ανεξάρτητα από τον κίνδυνο που ενέχουν τα συγκεκριμένα προϊόντα βάσει των εμπειρικών δεδομένων της πρόσφατης κρίσης. Συγκεκριμένα, είναι άξιο αναφοράς ότι με βάση τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος τα επιτόκια καταθέσεων (συμπεριλαμβανομένων και των καταθέσεων προθεσμίας) μειώθηκαν σταδιακά από τον Ιανουάριο ως και τον Ιούνιο παρά τη μεγάλη εκροή καταθέσεων που έλαβε χώρα το εν λόγω χρονικό διάστημα εν αντιθέσει με τις αποδόσεις των τραπεζικών ομολόγων που αυξήθηκαν ραγδαία σε επίπεδα άνω των 2.000 μονάδων βάσης αντανακλώντας τον αυξημένο κίνδυνο της χώρας (country risk).
2. Ο λόγος δανείων προς καταθέσεις και η βιωσιμότητα του συστήματος
Tα δάνεια και οι καταθέσεις αποτελούν τις σημαντικότερες χρήσεις και πηγές κεφαλαίων για το εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Από την είσοδο της Ελλάδας στην Eυρωζώνη και τη πιστωτική επέκταση που ακολούθησε ο λόγος δανείων προς καταθέσεις (loan to deposits ratio) αυξήθηκε σημαντικά σε επίπεδα μεγαλύτερα της μονάδας εγείροντας ερωτήματα για τη βιωσιμότητα του συστήματος.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Τράπεζα της Ελλάδος ο δείκτης αυτός βρέθηκε τον Ιούνιο στο υψηλότερο ιστορικά σημείο από την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη λόγω της μεγάλης εκροής καταθέσεων –τάση που αναμένεται να συνεχιστεί μέχρι την ομαλοποίηση της κατάστασης. Δεδομένης της σχετικής ανελαστικότητας των υπόλοιπων των δανείων προ προβλέψεων (λόγω της προκαθορισμένης – συμβατικά - λήξης τους), γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι περαιτέρω μείωση στα υπόλοιπα των καταθέσεων από ενδεχόμενο κούρεμα θα είχε καταστροφικές συνέπειες για τη βιωσιμότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
3. Ο ηθικός κίνδυνος (moral hazard)
Οι καταθέσεις του ελληνικού τραπεζικού συστήματος προέρχονται κατά τη συντριπτική τους πλειονότητα από εγχώριες πηγές, ήτοι από επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και νοικοκυριά.
Σε ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις αφορούν ως επί το πλείστον αναγκαία κεφάλαια για τη κάλυψη των καθημερινών υποχρεώσεών τους όπως π.χ. πληρωμή φόρων, προμηθευτών, μισθοδοσίας, ασφαλιστικών ταμείων κ.λπ. ενώ όσον αφορά τα νοικοκυριά αποτελούν προϊόν οικονομιών και μόχθου ετών.
Οι καταθέτες αυτοί, αψηφώντας τους όποιους κινδύνους, έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία και στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα την ώρα που αρκετοί συμπολίτες μας ενεργώντας σε κατάσταση πανικού του τραβούσαν το χαλί κάτω από τα πόδια.
Η συμμετοχή λοιπόν των καταθετών στο πρόγραμμά τραπεζικής αναδιάρθρωσης, χωρίς τη θέλησή τους, θα μπορούσε να εγείρει σημαντικά ζητήματα ηθικής φύσης για το κατά πόσο είναι δίκαιο να αναλαμβάνει κάποιος τις ζημίές για κάτι το οποίο δεν έχει προκαλέσει είτε άθελα του είτε ηθελημένα. Κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε ένα αρνητικό προηγούμενο κλονίζοντας την εμπιστοσύνη προς το τραπεζικό σύστημα μια για πάντα.
Παρόλα πρέπει να αναγνωρίσουμε πως ηθικός κίνδυνος υφίσταται και από τη συμμετοχή των φορολογούμενων στο πρόγραμμά διάσωσης των τραπεζών. Αν δεχτούμε όμως έστω και μια υποψία προοδευτικότητας στο φορολογικό σύστημα, η συμμετοχή του φορολογούμενου αποτελεί μια λύση του τύπου «το μη χείρον βέλτιστον» και κατά τη γνώμη μου είναι σαφώς προτιμότερη από τη συμμετοχή των καταθετών με γνώμονα κυρίως τις κοινωνικές προεκτάσεις της ανάκτησης της εμπιστοσύνης προς το τραπεζικό σύστημα και κατά συνέπεια της βιωσιμότητάς του.
Συνοψίζοντας τα παραπάνω, σε καιρούς που ακόμα και οι πιο απλές λέξεις έχουν χάσει την έννοιά τους ή ερμηνεύονται κατά βούληση και η λογική έχει δώσει τη θέση της στον πανικό, ίσως είναι φρόνιμο και θεμιτό να προσεγγίζουμε τα όποια ζητήματα εγείρονται με βάση την εννοιολογική τους σημασία.
Εφαρμόζοντας λοιπόν αυτή τη προσέγγιση διαπιστώνουμε ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι συνυφασμένο με τις έννοιες της πίστης και της εμπιστοσύνης. Ως εκ τούτου λοιπόν, όταν αυτές οι έννοιες κλονιστούν, τότε το χρηματοπιστωτικό σύστημα παύει να λειτουργεί στην πράξη, με τις όποιες τραγικές συνέπειες αυτό συνεπάγεται για την εύρυθμη λειτουργία της οικονομικής κοινωνίας στην οποία ζούμε.
* Ο Σπυρίδων Μπισισίδης είναι στέλεχος του Ελεγκτικού Τμήματος της Deloitte Ελλάδος και διαθέτει εκτενή εμπειρία στον τραπεζικό κλάδο. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου (M.Sc.) στη λογιστική και χρηματοοικονομική από το Strathclyde Business School και είναι μέλος της Επαγγελματικής Ένωσης Oρκωτών Λογιστών (ΑCCA) στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι απόψεις που αναλύονται στο άρθρο είναι προσωπικές.