Ανάπτυξη versus λιτότητας. Ενα debate, για το οποίο έχει χυθεί άφθονο «μελάνι», με επιχειρήματα υπέρ και των δύο θέσεων και με το ελληνικό «δράμα» να συνιστά ταυτόχρονα και το μεγαλύτερο πείραμα, η έκβαση του οποίου θα γείρει την πλάστιγγα υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς, γράφει η Αγγελική Κοτσοβού.
Από την έντυπη έκδοση
Της Αγγελικής Κοτσοβού
[email protected]
Ανάπτυξη versus λιτότητας. Ενα debate, για το οποίο έχει χυθεί άφθονο «μελάνι», με επιχειρήματα υπέρ και των δύο θέσεων και με το ελληνικό «δράμα» να συνιστά ταυτόχρονα και το μεγαλύτερο πείραμα, η έκβαση του οποίου θα γείρει την πλάστιγγα υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς.
Εως τώρα, η εφαρμογή των μνημονιακών μέτρων έχει οδηγήσει σε βαθιά ύφεση την ελληνική οικονομία και εκτόξευση του δημόσιου χρέους σε μη βιώσιμα επίπεδα.
Με τη χώρα προ των πυλών για την υπογραφή ενός τρίτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, που προβλέπει σκληρές μεταρρυθμίσεις και νέα υφεσιακά μέτρα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, γνωρίζοντας ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο, υιοθετεί σκληρή γραμμή και διαμηνύει με τον πιο αποφασιστικό τρόπο ότι δεν πρόκειται να συμμετάσχει στο νέο πρόγραμμα, παρά μόνον εφόσον οι Ευρωπαίοι προχωρήσουν σε μέτρα ελάφρυνσης, δίνοντας μία και καλή λύση σε ένα ζήτημα, η διευθέτηση του οποίου «σκοντάφτει» σε πολιτικά εμπόδια και εθνικά συμφέροντα.
Δεν είναι όμως μόνο το ΔΝΤ που θεωρεί ότι η ελληνική οικονομία αδυνατεί να σηκώσει ένα τόσο μεγάλο βάρος.
Το Εθνικό Ινστιτούτο Οικονομικών και Κοινωνικών Ερευνών (NIESR) της Βρετανίας υποστηρίζει σε πρόσφατη έκθεσή του ότι η Ελλάδα χρειάζεται απομείωση χρέους σχεδόν 100 δισ. ευρώ, ώστε να έχει κάποια ελπίδα να εξέλθει από μια «παρατεταμένη, βαθιά ύφεση».
Στην έκθεσή του, το NIESR περιγράφει ως «αυτοκαταστροφικές» τις επιπτώσεις από τις αυξήσεις στον ΦΠΑ και τους αυστηρούς δημοσιονομικούς στόχους, προβλέποντας ότι η ελληνική οικονομία δεν πρόκειται ούτε φέτος ούτε του χρόνου να ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο της ύφεσης.
Εως τα τέλη του 2016, το ΝIESR προβλέπει ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα έχει συρρικνωθεί 30% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2007.
Πώς μπορείς να ζητήσεις περισσότερους φόρους από μια ήδη «ρημαγμένη» οικονομία;
Πώς μπορείς να περιμένεις την αποδέσμευσή της από τα μνημόνια και την επάνοδό της στις αγορές μετά τις δραματικές εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων, με capital controls, πολιτική αβεβαιότητα και τραγική επιδείνωση του επενδυτικού κλίματος;
Οι απαντήσεις στα καίρια ερωτήματα μπορούν να συνοψιστούν σε μία μόνο λέξη: ανάπτυξη.
Αυτό ακριβώς είναι το ζητούμενο, ώστε να υπάρξει μια μελλοντική προοπτική για την Ελλάδα: μια αναπτυξιακή στρατηγική.
Ομως, ο δρόμος προς την ανάπτυξη αναγκαστικά περνάει μέσα από μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και των εξαγωγών.
Τόσο οι ελληνικές αρχές όσο και οι διεθνείς πιστωτές θα πρέπει να διδαχθούν από τα λάθη του παρελθόντος, αποφεύγοντας αυτή τη φορά ολέθριες τακτικές.
Διότι, όπως υποστηρίζει και ο οικονομολόγος Γκούντραμ Βολφ του Ινστιτούτου Bruegel, «μεταρρυθμίσεις και βιωσιμότητα χρέους είναι οι δύο όψεις του ιδίου νομίσματος».