Μια βαθιά και υποβλητική φωνή μπορεί να φέρει σε έναν πολιτικό περισσότερες ψήφους, σύμφωνα με μία νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα, η οποία αποδίδει αυτήν την υποσυνείδητη τάση των ψηφοφόρων στα έμφυτα ένστικτα που κουβαλάνε οι άνθρωποι από την εποχή των σπηλαίων.
Μια βαθιά και υποβλητική φωνή μπορεί να φέρει σε έναν πολιτικό περισσότερες ψήφους, σύμφωνα με μία νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα, η οποία αποδίδει αυτήν την υποσυνείδητη τάση των ψηφοφόρων στα έμφυτα ένστικτα που κουβαλάνε οι άνθρωποι από την εποχή των σπηλαίων.
Αυτή η ενστικτώδης προτίμηση δεν αφορά μόνο τους άνδρες, καθώς κερδισμένες βγαίνουν και οι γυναίκες που έχουν βαθιά φωνή και οι οποίες ασχολούνται με τα κοινά.
Σύμφωνα με την έρευνα, η βαθύτερη φωνή μεταφέρει ένα αίσθημα δύναμης και ικανότητας, επηρεάζοντας τους ανθρώπους περισσότερο από ό,τι η σοφία της ηλικίας και η εμπειρία.
Άλλωστε, επιστήμονες και επικοινωνιολόγοι συμφωνούν πως, όταν οι πολιτικοί μιλάνε σε ένα ακροατήριο ή στα μέσα ενημέρωσης, δεν έχει σημασία μόνο τι λένε, αλλά μετράει εξίσου το πώς το λένε.
Η χροιά της φωνής, εν προκειμένω, παίζει καθοριστικό ρόλο, καθώς παραπέμπει στην πανάρχαια τάση των ανθρώπων να θέλουν να έχουν έναν δυνατό ηγέτη, όχι μόνο στο μυαλό αλλά και στο σώμα.
Οι πολιτικοί επιστήμονες και βιολόγοι των πανεπιστημίων του Μαϊάμι της Φλόριντα και του Ντιούκ της Βόρειας Καρολίνα, με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης Κέισι Κλόφσταντ, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό PLoS One, πειραματίστηκαν με ομάδες εθελοντών, που κλήθηκαν να διαλέξουν ανάμεσα σε μία ποικιλία ηχογραφημένων φωνών.
Οι άνδρες και γυναίκες με «βαρύτονη» φωνή διαθέτουν γενικά περισσότερη τεστοστερόνη, ενώ συνήθως είναι σωματικά πιο δυνατοί και ψυχολογικά πιο επιθετικοί. Αν και, όπως είπε ο κ. Κλόφσταντ, στη σύγχρονη εποχή η πολιτική διαμάχη ξετυλίγεται γύρω από αντίπαλες ιδεολογίες και τα αντίστοιχα επιχειρήματα, στην πράξη συνεχίζει να λειτουργεί το ένστικτο του «δυνατού ηγέτη».
Το πρώτο πείραμα έδειξε κατ' αρχήν ότι οι άνθρωποι όταν καλούνται να ψηφίσουν ανάμεσα σε διάφορους υποψήφιους ηλικίας 30 έως 70 ετών, τότε το πιθανότερο είναι να προτιμήσουν κάποιον σαραντάρη ή πενηντάρη, δηλαδή ούτε πολύ νέο και άπειρο, ούτε ηλικιωμένο, ώστε να θεωρείται ότι χάνει πλέον τις σωματικές δυνάμεις του.
Το δεύτερο πείραμα αποκάλυψε πάλι ότι όταν οι άνθρωποι πρέπει να διαλέξουν ανάμεσα σε υποψήφιους, επιλέγουν αυτόν με τη βαθύτερη φωνή σε ποσοστό 60% έως 76%. Συνεπώς ένας πολιτικός 40 έως 50 ετών με πολύ βαθιά φωνή είναι αυτός με το μεγαλύτερο πλεονέκτημα.
Οι ερευνητές υπολόγισαν τον τόνο της φωνής των υποψηφίων στις εκλογές των ΗΠΑ το 2012 και επιβεβαίωσαν ότι τη μεγαλύτερη πιθανότητα να εκλεγούν είχαν, πράγματι, εκείνοι με τη βαθύτερη φωνή.
Μία μελλοντική μελέτη θα προσπαθήσει να εξετάσει σε ποιο βαθμό ένας «βαρύτονος» πολιτικός είναι πράγματι και πιο αποτελεσματικός πολιτικός ηγέτης.
Πάντως, το μήνυμα, κατά τον κ. Κλόφσταντ, είναι πως όσο κι αν οι περισσότεροι άνθρωποι νομίζουν ότι παίρνουν συνειδητές ορθολογικές αποφάσεις, δεν παύουν μπροστά στην κάλπη να επηρεάζονται και από υποσυνείδητες τάσεις με ρίζες που χάνονται στις απαρχές της ανθρώπινης εξέλιξης.
Πηγή: ΑΜΠΕ