Η παραγωγή αιολικής ενέργειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση έφτασε τα 129 γιγαβάτ συνδεδεμένα στο δίκτυο για το 2014, καλύπτοντας το 8 τοις εκατό των ευρωπαϊκών αναγκών ηλεκτρισμού.
Η παραγωγή αιολικής ενέργειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση έφτασε τα 129 γιγαβάτ συνδεδεμένα στο δίκτυο για το 2014, καλύπτοντας το 8 τοις εκατό των ευρωπαϊκών αναγκών ηλεκτρισμού.
Σύμφωνα με έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η εντυπωσιακή ανάπτυξη της βιομηχανίας θα οδηγήσει στην κάλυψη του 12 τοις εκατό των αναγκών ηλεκτρισμού έως το 2020, συνεισφέροντας σημαντικά στην εκπλήρωση του ευρωπαϊκού στόχου για αύξηση του ενεργειακού μεριδίου των ανανεώσιμων πηγών στο 20 τοις εκατό.
Η αιολική ενέργεια αποτελεί την ανανεώσιμη πηγή που έχει σημειώσει την ευρύτερη και πιο επιτυχημένη εξάπλωση τις τελευταίες δύο δεκαετίες, φτάνοντας τα 370 γιγαβάτ παραγωγικής δυνατότητας από μόλις 3 πριν από είκοσι χρόνια. Μάλιστα το περασμένο έτος προστέθηκαν 52,8 γιγαβάτ στο δίκτυο από ανεμογεννήτριες που εγκαταστάθηκαν σε όλο τον πλανήτη, αντιπροσωπεύοντας αύξηση 49 τοις εκατό σε σχέση με το 2013 και 17 τοις εκατό σε σύγκριση με το προηγούμενο ρεκόρ του 2012, όταν εγκαταστάθηκαν 45,2 γιγαβάτ.
Προσθέτοντας 23,2 γιγαβάτ σε νέες εγκαταστάσεις και έχοντας μερίδιο αγοράς 44 τοις εκατό η Κίνα σημείωσε το 2014 σαφώς μεγαλύτερη πρόοδο σε σχέση με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες εγκατέστησαν συνολικά 13,05 γιγαβάτ. Ωστόσο η Ευρώπη διατηρεί την πρωτιά όσον αφορά τη συνολική παραγωγή αιολικής ενέργειας, με έξι χώρες, τη Δανία, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία, την Ισπανία, τη Ρουμανία και τη Γερμανία, να παράγουν 10 με 40 τοις εκατό του ηλεκτρισμού τους από αιολικά πάρκα.
Ο στόχος για την επίτευξη μεριδίου 20 τοις εκατό από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αποτελεί μέρος της κλιματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το 2020, η οποία προβλέπει επίσης 20 τοις εκατό μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου σε σχέση με τα επίπεδα του 1990, καθώς και 20 τοις εκατό βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης εντός ΕΕ.
Τον Οκτώβριο του 2014 οι Ευρωπαίοι ηγέτες συμφώνησαν σε νέους στόχους για το 2030, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 40 τοις εκατό σε σύγκριση με το 1990, καθώς και αύξηση του μεριδίου των ανανεώσιμων πηγών στο 27 τοις εκατό.