Νόμιζα ότι θα μιλούσαν για τη ζωή μας, αλλά τελικά μιλούσε η Ζωή. Νόμιζα ότι θα μιλούσαν για τη ζωή μας, αλλά μιλούσαν για τις ζωές των άλλων. Τι έκαναν και τι δεν έκαναν οι πιστωτές, οι εταίροι, οι θεσμοί, οι εκπρόσωποι των θεσμών, οι άρχοντες των τραπεζών και οι διαχειριστές των αριθμών, γράφει η Κατερίνα Τζωρτζινάκη.
Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Νόμιζα ότι θα μιλούσαν για τη ζωή μας, αλλά τελικά μιλούσε η Ζωή. Νόμιζα ότι θα μιλούσαν για τη ζωή μας, αλλά μιλούσαν για τις ζωές των άλλων.
Τι έκαναν και τι δεν έκαναν οι πιστωτές, οι εταίροι, οι θεσμοί, οι εκπρόσωποι των θεσμών, οι άρχοντες των τραπεζών και οι διαχειριστές των αριθμών.
Τι έκαναν και τι δεν έκαναν οι πολιτικοί αντίπαλοι, ο Μαρξ, ο ιμπεριαλισμός και η Χαλιμά...
Η Χαλιμά ή η Σεχραζάτ, που για να κρατηθεί στη ζωή διηγείται μια ιστορία κάθε νύχτα και φυλάει το τέλος της για το ξημέρωμα;
Ευτυχώς, εμείς γλιτώνουμε την καθημερινή κοινοβουλευτική ολονυκτία με γκραν σουξέ τη φωνασκία, αλλά το ξημέρωμα έχει γίνει τον τελευταίο καιρό φανέρωμα. Ισως για τον ίδιο λόγο που ξεχειλώνει τη νύχτα η Σεχραζάτ.
Για να κρατηθεί στην πολιτική ζωή. Το τέλος της εξιστόρησης φέρνει το τέλος της μυθοποιημένης ύπαρξης.
Οι ιστορίες στις «Χίλιες και μία νύχτες» σχηματίζουν έναν λαβύρινθο.
Το ένα επεισόδιο κουλουριάζεται πάνω στο άλλο, οι πόρτες των μύθων ανοίγουν για να κλείσουν μέσα τους άλλους, δωμάτια ξεκλειδώνουν για να κλειδώσουν μυστήρια κι εν τέλει στο παλάτι το σώμα της συλλογής. Ιστορίες περαστικές, βεβαιότητες που αποδείχτηκαν ψευδαισθήσεις ενώπιον του μοναδικού σίγουρου.
Εναν μίτο αφηγήσεων ξετυλίγει και η χώρα, για να σωθεί. Υφαίνει ιστορίες για να μπορεί να παίρνει καμήλες και εφόδια, δανεικά δηλαδή, και να προχωρά όλο και πιο βαθιά στην οικονομική έρημο.
Τους δανειστές τους παντρεύτηκε από ανάγκη κι αν δεν αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη, κάθε μέρα που περνά, χωρίς έργα και αίσθηση προσανατολισμού, θα γίνεται νύχτα.
Με ή χωρίς αντίσταση σε μια «αποικιοκρατία χρέους», με οχυρά που πέφτουν ή οχυρά που ορθώνονται, με «εκβιασμούς» ή αναχρονισμούς, με «πραξικοπήματα» ή περίεργα παντρολογήματα, με συνθήματα αντί για επιχειρήματα.