«Zwei Seelen wohnen, ach! in meiner Brust...». «Δύο ψυχές κατοικούν στο στήθος του» Φάουστ, «που η μία θέλει να χωρίσει από την άλλη, η μία τον δένει με τις χαρές της ζωής και η άλλη τον αποσπά από τα γήινα και τον ανυψώνει σε υψηλούς λειμώνες», γράφει η Κατερίνα Τζωρτζινάκη.
Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
«Zwei Seelen wohnen, ach! in meiner Brust...». «Δύο ψυχές κατοικούν στο στήθος του» Φάουστ, «που η μία θέλει να χωρίσει από την άλλη, η μία τον δένει με τις χαρές της ζωής και η άλλη τον αποσπά από τα γήινα και τον ανυψώνει σε υψηλούς λειμώνες».
Αυτοί οι στίχοι της αινιγματικής μορφής της παγκόσμιας λογοτεχνίας, του σεβάσμιου γέροντα της Βαϊμάρης, του Γκαίτε, συνονόματου του δόκτορα Σόιμπλε, πρέπει να τυραννούν και την τωρινή κυβέρνηση, που ζει σ’ έναν κόσμο με δύο πραγματικότητες.
Την πραγματικότητα του τρίτου μνημονίου -που έρχεται πιθανότατα με την πρώτη σταγόνα της βροχής- και την εικονική των προεκλογικών δεσμεύσεων. Η μία την προσγειώνει και η άλλη τη σηκώνει ψηλά σε ατσαλάκωτες ιδεολογικές αναφορές για «έναν άλλο δρόμο, για έναν άλλο κόσμο», για μία εναλλακτική, που δεν είναι φυλακή.
Δεν είναι μόνο τα 32 «όχι», τα 6 «παρών» και μία απουσία, είναι και η εικόνα ανθρώπων που σπαταλούν τμήμα της ενέργειάς τους και του όποιου πολιτικού κεφαλαίου τους για να είναι και μέσα και έξω από τον ρόλο τους, στηριγμένοι σε μια συνθήκη πένθους.
Κυβέρνηση και αντιπολίτευση σε ένα πακέτο. Δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Από το 2010 άλλες δύο κυβερνήσεις βασανίστηκαν από «τα μέτρα που δεν ταιριάζουν στη φυσιογνωμία του κόμματος». Διότι τα κόμματα δημιουργήθηκαν για λειμώνες και όταν έπεσαν πάνω στους χειμώνες σκόρπισαν σαν τις ανεμώνες, προτού ψηφίσουν, όμως, αδιάβαστες σινδόνες.
Τούτη τη φορά δεν ψηφίζουν, αλλά λένε ότι στηρίζουν και τη λογική ζαλίζουν. Ο Ιονέσκο κατεβάζει τα μολύβια, άλλοι πιάνουν τα ψαλίδια και μετά μετρούν ξεφτίδια. Τα ‘χουν αυτά τα κουρέματα ή τουλάχιστον η μικρή επιμήκυνση της αποπληρωμής. Πού αλλού; Εκεί όπου εξοφλούν τα χρέη οι ωραίοι. Στις κάλπες.