Η Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής, εξέτασε το ζήτημα των «τυχαίων ευρημάτων» που είναι δυνατόν να προκύψουν από την έρευνα στον άνθρωπο ή κατά τη διάρκεια ιατρικών εξετάσεων. Τα τελευταία χρόνια, το ζήτημα αυτό αποτελεί έντονο σημείο προβληματισμού εξαιτίας των νέων τεχνολογιών που αναπτύχθηκαν και εφαρμόζονται ήδη, τόσο στην Ιατρική όσο και στη Γενετική.
Η Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής, εξέτασε το ζήτημα των «τυχαίων ευρημάτων» που είναι δυνατόν να προκύψουν από την έρευνα στον άνθρωπο ή κατά τη διάρκεια ιατρικών εξετάσεων. Τα τελευταία χρόνια, το ζήτημα αυτό αποτελεί έντονο σημείο προβληματισμού εξαιτίας των νέων τεχνολογιών που αναπτύχθηκαν και εφαρμόζονται ήδη, τόσο στην Ιατρική όσο και στη Γενετική.
Ο όρος «τυχαία ευρήματα» αναφέρεται στα ευρήματα μιας ιατρικής εξέτασης ή μιας έρευνας που έχουν σημασία για την υγεία ή την αναπαραγωγή του ατόμου και ανακαλύπτονται συμπτωματικά, χωρίς να εμπίπτουν στον αρχικό σκοπό της εξέτασης ή της έρευνας.
Η μεγαλύτερη πρόκληση που θέτουν τα ευρήματα είναι το πως η εξισορρόπηση της ενημέρωσης, με το δικαίωμα «στην άγνοια» των ενδιαφερομένων, ως προς δεδομένα που αφορούν στην υγεία τους, ιδίως όταν υπάρχει επιστημονική αβεβαιότητα για τις επιπτώσεις σε αυτήν των τυχαίων ευρημάτων.
Η Επιτροπή Βιοηθικής πιστεύει ότι προέχει ο σεβασμός στην αυτονομία του προσώπου για θέματα που αφορούν την υγεία του. Αυτό σημαίνει ότι, κάθε ασθενής έχει δικαίωμα να γνωρίζει το πρόβλημα της υγείας του .
Ειδικότερα, η Επιτροπή κατέληξε ότι η ενημερωμένη συναίνεση του προσώπου για τα πιθανά τυχαία ευρήματα που μπορεί να προκύψουν τόσο κατά την έρευνα όσο και κατά την κλινική πράξη, είναι κρίσιμη. Η συζήτηση μεταξύ του ενδιαφερομένου και του ιατρού ή του ερευνητή κρίνεται αναγκαία πριν από κάθε εξέταση, προκειμένου ο πρώτος να ενημερωθεί για την πιθανότητα των τυχαίων ευρημάτων και να κατανοήσει την πιθανή τους σημασία, ώστε να προβεί σε συνειδητές αποφάσεις για το εάν επιθυμεί να ενημερωθεί ή όχι για αυτά, εφ’ όσον προκύψουν.
Στην περίπτωση που δεν είναι διαθέσιμη η εκ των προτέρων συναίνεση του ασθενούς ή του συμμετέχοντα στην έρευνα, η Επιτροπή κρίνει ότι ο ιατρός ή ο ερευνητής έχει καθήκον να ενημερώνει ad hoc, έστω εκ των υστέρων τον ενδιαφερόμενο για την ύπαρξη τυχαίων ευρημάτων και να ενεργεί σύμφωνα με τη βούλησή του τελευταίου.
Όσον αφορά στα παιδιά, η ενημέρωση ή μη για τυχαία ευρήματα εξαρτάται από τη συναίνεση των γονέων (ή όποιου ασκεί τη γονική μέριμνα). Εξαίρεση πρέπει να δεχθούμε στην περίπτωση που το παιδί κρίνεται ότι έχει την ωριμότητα να αποφασίσει μόνο του, ανάλογα με ό,τι ισχύει για τη συναίνεση σε οποιαδήποτε ιατρική πράξη.
Τέλος, αναφορικά με ευρήματα μη-συμβατής πατρότητας, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η απόφαση της αποκάλυψης εξαρτάται και πάλι από την προηγούμενη συναίνεση των ενδιαφερομένων. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι η συναίνεση για τη διενέργεια μιας γενετικής εξέτασης πρέπει να είναι έγγραφη και σε κάθε περίπτωση να προηγείται της εξέτασης. Στο έγγραφο της συναίνεσης, είναι ορθό να διατυπώνεται σχετικό ερώτημα για την επιθυμία γνωστοποίησης ειδικά ενός τέτοιου τυχαίου ευρήματος. Στο έγγραφο της πληροφόρησης θα εξηγείται ο λόγος του ερωτήματος.
β) Εφ’ όσον το ερώτημα δεν έχει απαντηθεί πριν από τη διενέργεια της εξέτασης, ο γιατρός ή ο ερευνητής νομιμοποιούνται να θεωρήσουν ότι οι ενδιαφερόμενοι ασκούν το δικαίωμα της άγνοιας, προς όφελος της προστασίας της οικογενειακής τους ζωής.
γ) Σε κάθε περίπτωση, τα ευρήματα αυτά πρέπει να διατηρούνται σε ασφαλή αρχεία ενώ, η Επιτροπή κρίνει αν το παιδί έχει δικαίωμα πρόσβασης στη βιολογική του ταυτότητα όταν ενηλικιωθεί, ιδίως για λόγους υγείας, κατ’ αναλογία με ό,τι ισχύει για την ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή.