Από το 2007 έως σήμερα, παρά την κρίση, το χρέος σε παγκόσμια κλίμακα αυξήθηκε κατά 57 τρισ. δολάρια, ήτοι 5,3% ετησίως. Οταν το 2010 κυκλοφορούσε το βιβλίο του Γάλλου οικονομολόγου και γνωστού συγγραφέα Ζακ Αταλί με τίτλο «Παγκόσμια κατάρρευση σε 10 χρόνια: δημόσιο χρέος, η τελευταία ευκαιρία», πολλοί πίστεψαν ότι θα προβλημάτιζε και θα αφύπνιζε, γράφει ο Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλος.
Από την έντυπη έκδοση
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Από το 2007 έως σήμερα, παρά την κρίση, το χρέος σε παγκόσμια κλίμακα αυξήθηκε κατά 57 τρισ. δολάρια, ήτοι 5,3% ετησίως.
Οταν το 2010 κυκλοφορούσε το βιβλίο του Γάλλου οικονομολόγου και γνωστού συγγραφέα Ζακ Αταλί με τίτλο «Παγκόσμια κατάρρευση σε 10 χρόνια: δημόσιο χρέος, η τελευταία ευκαιρία», πολλοί πίστεψαν ότι θα προβλημάτιζε και θα αφύπνιζε.
Διότι ο Γάλλος διανοούμενος έφερνε στην επιφάνεια, με επεξεργασμένα στοιχεία, μία δραματική κατάσταση - η οποία, όμως, ως φαίνεται, κάθε άλλο παρά αφυπνιστικό χαρακτήρα έχει.
Ετσι, όπως επισημαίνεται σε μία ειδική έρευνα-μελέτη της McKinsey, οκτώ χρόνια μετά την κρίση των στεγαστικών δανείων μειωμένης εξασφάλισης στις ΗΠΑ, το παγκόσμιο δημόσιο χρέος και όχι μόνον αντί να περιορίζεται ή να παραμένει στάσιμο, συνεχίζει να «αβγαταίνει».
Πιο αναλυτικά, η έκθεση επισημαίνει ότι το χρέος, σε παγκόσμια κλίμακα, από το 2007 έως σήμερα έχει αυξηθεί κατά 57 τρισεκατομμύρια δολάρια, ήτοι 5,3% ετησίως σε ποσοστιαία βάση.
Και, όπως υπογραμμίζεται από τον διεθνή οικονομικό Τύπο και τους αναλυτές του, δεν πρόκειται για ποσοστό δραματικά χαμηλότερο από το 7,3% ετησίως, που ήταν ο ρυθμός αύξησης του χρέους την περίοδο 2000-2007, η οποία είχε ευρύτερα θεωρηθεί φάση πιστωτικής απογείωσης.
Αν κανείς εξαιρέσει τον χρηματοπιστωτικό τομέα, διαπιστώνει ότι ούτε μία οικονομία δεν κατόρθωσε να περιορίσει τον λόγο χρέους/ΑΕΠ της. Υπάρχουν, μάλιστα, 14 χώρες που ο λόγος αυτός αυξήθηκε κατά περισσότερες από 50 ποσοστιαίες μονάδες - μέγεθος που αφ’ εαυτό αποτελεί ωρολογιακή βόμβα.
Στο πλαίσιο αυτών των εξελίξεων, το βρετανικό περιοδικό «The Economist» τονίζει ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως π.χ. της Ιρλανδίας, η αύξηση αυτή αντανακλά απλώς το γεγονός ότι το χρέος του χρηματοπιστωτικού τομέα κατέληξε να εγγράφεται στα βιβλία του Δημοσίου, ως εκ της διάσωσης των τραπεζών με δημόσιους πόρους.
Μία μετακίνηση του χρέους από τον ιδιωτικό στον δημόσιο τομέα αποτελεί εν μέρει θετική εξέλιξη, καθώς οι κυβερνήσεις μπορούν και δανείζονται φθηνότερα απ’ ό,τι οι εταιρείες ή οι ιδιώτες. Εφόσον διαθέτουν δε δικό τους νόμισμα, μπορούν σχετικά απλά να αυξάνουν τους ισολογισμούς τους.
Εξάλλου, η ύπαρξη υψηλότερου χρέους δεν αποτελεί κατ’ ανάγκην και πρόβλημα: το χρέος αποτελεί χρήσιμο τρόπο ώστε πιστωτές και δανειζόμενοι να απλώνουν τη ρευστότητά τους στον χρόνο. Στις αναπτυσσόμενες χώρες, η αύξηση των επιπέδων δανεισμού μπορεί κάλλιστα να αποτελεί ένδειξη ότι η οικονομία περνά σε ένα πιο πολύπλοκο ώριμο στάδιο.
Ακόμη και σε μία αναπτυγμένη οικονομία, δεν υπάρχει αληθινό επίπεδο πάνω από το οποίο το χρέος να θεωρείται αναγκαστικά «υπερβολικά υψηλό».
Την άποψη αυτή, ωστόσο, αμφισβητούν οικονομολόγοι όπως ο Ζακ Αταλί και ο Νουριέλ Ρουμπινί, επισημαίνοντας ότι μεγάλο μέρος του ιδιωτικού χρέους σε Ευρώπη και Αμερική είναι εγγυημένο από ακίνητα και, όταν οι τιμές τους αρχίσουν να πέφτουν, τότε οι απώλειες θα είναι σοβαρές για δανειστές και δανειζόμενους.
Τονίζουν ότι πρόκειται για το φαινόμενο της φούσκας που προκάλεσε την κρίση του 2007 με αφετηρία τις ΗΠΑ και που σήμερα επαναλαμβάνεται σε ευρύτερη βάση και κυρίως στην Κίνα - με άμεση συνέπεια, στην αχανή αυτή χώρα, να είναι πλέον κυρίαρχος και ο ρόλος της σκιώδους τραπεζικής, φαινόμενο που αύριο μπορεί να εκραγεί με ολέθριες συνέπειες.
Στη βάση αυτής της εξέλιξης, η εταιρεία McKinsey βρήκε ότι υπάρχει ισχυρός συσχετισμός ανάμεσα στο χρέος των νοικοκυριών και τις τιμές των κατοικιών, τόσο στις διάφορες χώρες όσο και στις επιμέρους Πολιτείες των ΗΠΑ που κάλυπτε η μελέτη της.
Διαπίστωσε, επίσης, ότι σε εκείνες τις χώρες που το βάρος μιας πόλης είναι κυρίαρχο -όπως είναι του Λονδίνου στη Μεγάλη Βρετανία- παρατηρούνται υψηλότερες τιμές, αλλά και μεγαλύτερο χρέος.
Σύμφωνα με τη McKinsey, σε επτά χώρες συνεχίζει να υπάρχει ευαισθησία σε ενδεχόμενη κατάρρευση του τομέα των κατοικιών: στην Αυστραλία, τον Καναδά, τη Μαλαισία, την Ολλανδία, τη Νότιο Κορέα, τη Σουηδία και την Ταϊλάνδη.
Περιττό δε να τονιστεί ότι οι διεθνείς παρατηρητές της χρηματοοικονομίας καλά θα έκαναν να παρακολουθούν από κοντά τις οικονομίες των παραπάνω χωρών.
Ενα άλλο πρόβλημα που φέρνει στο προσκήνιο η McKinsey είναι αυτό των υψηλών επιτοκίων του χρέους, τα οποία απαιτούν την τακτική αναχρηματοδότησή του. Υπογραμμίζεται έτσι ότι δέκα χώρες εμφανίζουν λόγο χρέους/ΑΕΠ πάνω από 300%.
Αν η μέση διάρκεια του χρέους είναι 5 χρόνια, τότε το 60% του ΑΕΠ παρόμοιων χωρών χρειάζεται αναχρηματοδότηση κάθε χρόνο. Αν οι πιστωτές χάσουν την εμπιστοσύνη τους στη δυνατότητα ή την προθυμία των οφειλετών να αποπληρώσουν ένα τέτοιο βάρος, τότε μπορεί εύκολα να εκδηλωθεί κρίση.
Η απουσία απομόχλευσης μετά την εκδήλωση της κρίσης δείχνει το μέγεθος της δυσκολίας να εξαλειφθεί το μεγάλο βάρος του χρέους. Οι πρωτοβουλίες διαγραφής χρέους απλώς μετακινούν το βάρος από το ένα μέρος της δανειακής δράσης στο άλλο.
Για ένα κάποιο διάστημα μπορεί να δώσει τη λύση ο πληθωρισμός: όμως, μετά από κάποιο σημείο οι πιστωτές θα ξυπνήσουν και θα δουν τι συμβαίνει - οπότε και θα απαιτήσουν υψηλότερα ονομαστικά επιτόκια προκειμένου να αντισταθμίσουν την απώλειά τους.
Μόνο κλειδί για τον περιορισμό του υψηλού λόγου χρέους/ΑΕΠ είναι να υπάρξει ταχύρρυθμη οικονομική ανάπτυξη - ακριβώς αυτό που επιχείρησαν να πετύχουν οι αναπτυγμένες χώρες.
Οι Κεϊνσιανοί θα πουν, εδώ, ότι αυτή η αστοχία δείχνει υπερβολική επικέντρωση της προσοχής επί της λιτότητας στον δημόσιο τομέα.
Περιοριστικό παράγοντα, όμως, αποτελούν και τα δημογραφικά στοιχεία, τα οποία μάλιστα έχουν και μόνιμο χαρακτήρα. Το εργατικό δυναμικό σε πολλές αναπτυγμένες χώρες είναι στάσιμο, αν δεν υποχωρεί.
Το πρόβλημα του χρέους γίνεται οξύτερο και επιβαρύνεται από τις πρόσθετες δαπάνες των ασφαλιστικών ταμείων, σε μία περίοδο όπου οι πρόοδοι της ιατρικής συνεπάγονται και υψηλότερο κόστος περίθαλψης. Είναι δε παράξενο, στην περίπτωση αυτή, η «αμέλεια» κάποιων οικονομολόγων και διεθνών οργανισμών που ασχολούνται με τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες να εντάξουν στα διάφορα και την οικονομική διάσταση της μακροβιότητας, αλλά και τους όρους που την εξασφαλίζουν.
Από αυτά που προηγούνται, γίνεται αντιληπτό ότι το τεράστιο διακύβευμα του χρέους είναι πάντα υπαρκτό και, όπως πολύ σωστά τονίζει ο Ζακ Αταλί στον επίλογο του βιβλίου του, για την ανθρώπινη υπόσταση είναι ένας θανάσιμος κίνδυνος όταν ξεφεύγει από κάθε έλεγχο, αλλά πηγή ζωής, πάθους και περιπέτειας όταν συγκρατείται.
«Δανείζω σημαίνει υπάρχω χάρη στον άλλο, αναλαμβάνω το καθήκον να διασφαλίσω την επιτυχία του οφειλέτη μου για να δικαιολογήσω το δάνειό μου.
Χρεώνομαι σημαίνει πεθαίνω από φόβο, τον φόβο να αντιμετωπίσω τις σημερινές δυσκολίες, επιλέγοντας να τις μεταθέσω στους άλλους. Δείχνει, επίσης, ότι νιώθω άτρωτος και πιστεύω πως για κάθε πρόβλημα θα βρεθεί μία λύση.
Ωστόσο, ορισμένες φορές χρεώνομαι σημαίνει έχω το κουράγιο να αντιμετωπίσω το μέλλον, επιθυμώ μία έντονη, τολμηρή και ριψοκίνδυνη ζωή, αφήνοντας πίσω μου το αρχικό και νοσηρό χρέος για να καταστρώσω σχέδια.
Σε αυτή την περίπτωση, ο δανεισμός με υποχρεώνει σε αποταμίευση και στην προετοιμασία ενός καλύτερου μέλλοντος για τις επόμενες γενιές. Αυτή είναι η πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης και εκεί έγκειται ίσως η βαθύτερη εξήγηση για το τι συμβαίνει με το δημόσιο χρέος.
Κάθε έθνος, όπως και κάθε άνθρωπος, αρέσκεται, μέσω του δανεισμού, να παίζει με την τύχη του.
Γιατί αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος να αποδείξει στον εαυτό του ότι αξίζει να ζει», γράφει ο Γάλλος διανοούμενος - και σίγουρα ανοίγει τον δρόμο για γόνιμους και πολυεπίπεδους προβληματισμούς.