Μετά την επιβολή capital controls στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, χρήσιμο είναι να εξεταστούν νόμιμες εναλλακτικές λύσεις για τη διενέργεια συναλλαγών των επιχειρήσεων με πελάτες και προμηθευτές τους, αλλά και για την πληρωμή του προσωπικού τους.
Από την έντυπη έκδοση
Του Θ.Ι. Σκουζού
Δικηγόρου, LL.B LL.M .Ιάσων Σκουζός & Συνεργάτες - Δικηγορική Εταιρεία www.taxlaw.gr
Μετά την επιβολή capital controls στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, χρήσιμο είναι να εξεταστούν νόμιμες εναλλακτικές λύσεις για τη διενέργεια συναλλαγών των επιχειρήσεων με πελάτες και προμηθευτές τους, αλλά και για την πληρωμή του προσωπικού τους.
Α. Οι επιβληθέντες περιορισμοί διά της τραπεζικής αργίας (Capital Controls)
Σύμφωνα με την από 28.06.2015 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, όπως αυτή ισχύει, το χρονικό διάστημα από την 28η Ιουνίου έως και την 6η Ιουλίου κηρύσσεται τραπεζική αργία, κατά την οποία όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα με οποιαδήποτε μορφή, περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων, θα παραμείνουν κλειστά για το κοινό. Το χρονικό διάστημα δύναται να παραταθεί με απόφαση του υπουργού Οικονομικών.
Συγκεκριμένα κατά την τραπεζική αργία δύνανται να πραγματοποιούνται οι κάτωθι συναλλαγές:
Β. Υποχρέωση εξόφλησης με τραπεζικό μέσο πληρωμής - Τι ισχύει ειδικά για τη μισθοδοσία
Σύμφωνα με το άρθρο 23 περ. β’ Ν. 4172/2013, κάθε είδους δαπάνη που αφορά αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας άνω των πεντακοσίων (500) ευρώ, εφόσον η τμηματική ή ολική εξόφληση δεν έγινε με τη χρήση τραπεζικού μέσου πληρωμής, δεν εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα.
Ως τραπεζικό μέσο πληρωμής νοείται:
Ωστόσο, με την ΠΟΛ. 1216/2014 διευκρινίζεται ότι η εξόφληση με τη χρήση τραπεζικού μέσου πληρωμής δεν απαιτείται για μισθούς, ημερομίσθια προσωπικού, απολαβές διευθυντών ή μελών του Δ.Σ. εταιρείας ή κάθε άλλου νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας, έκτακτες αμοιβές προσωπικού, αμοιβές καταβαλλόμενες σε υπαλλήλους πέραν των συμβατικών ή νομίμων, πάγια μηνιαία αποζημίωση η οποία συνιστά συγκεκαλυμμένη επαύξηση μισθού, που χορηγούνται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, καθόσον οι ανωτέρω δαπάνες δεν αφορούν τη λήψη υπηρεσιών αλλά την παροχή μισθωτής εργασίας.
Η ΠΟΛ. 1216/2014 διευκρινίζει επίσης ότι σε περίπτωση που οι αντισυμβαλλόμενοι είναι ταυτόχρονα προμηθευτές και πελάτες, επιτρέπεται να προβούν σε εκατέρωθεν λογιστικούς συμψηφισμούς, εφόσον αυτό δεν αντιβαίνει σε διατάξεις άλλων νόμων. Οταν η διαφορά που απομένει μετά τον συμψηφισμό είναι μεγαλύτερη των 500 ευρώ, τότε για να αναγνωριστεί το σύνολο των αγορών απαιτείται η εξόφλησή της με τραπεζικό μέσο πληρωμής. Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση πώλησης αγαθών μεταξύ υπόχρεων απεικόνισης συναλλαγών με «ανταλλαγή».
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι:
α) Δαπάνες για αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας άνω των 500 ευρώ θα πρέπει να εξοφλούνται μέσω τραπεζικού ιδρύματος αλλά όχι κατ’ ανάγκη ελληνικού και
β) Ειδικά όταν οι δαπάνες αυτές αφορούν μισθούς όπως ανωτέρω αναλύονται, ανεξαρτήτως ποσού, δεν ισχύει ο ως άνω περιορισμός πληρωμής μέσω τραπεζικού ιδρύματος (ημεδαπού ή αλλοδαπού) και ως εκ τούτου η πληρωμή μπορεί να λαμβάνει χώρα με οιονδήποτε τρόπο (τοις μετρητοίς, με καταβολή σε τραπεζικό λογαριασμό που τηρείται στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή κ.ο.κ.).
Γ. Διακίνηση μετρητών - ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων εντός της Ε.Ε.
Σύμφωνα με το άρθρο 63 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΣΛΕΕ, 2012/C 326/01), απαγορεύεται οποιοσδήποτε περιορισμός των κινήσεων κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών, καθώς και όλοι οι περιορισμοί στις πληρωμές μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών.
Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 65 της ΣΛΕΕ, δικαιολογημένοι περιορισμοί στις κινήσεις κεφαλαίων εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τους οποίους μπορούν να αποφασίσουν και να εφαρμόσουν τα κράτη μέλη, είναι οι κάτωθι:
(α) μέτρα για την αποφυγή παραβάσεων των εθνικών νομοθετικών διατάξεων (ιδίως στον τομέα της φορολογίας και της προληπτικής εποπτείας των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών),
(β) διαδικασίες δήλωσης των κινήσεων κεφαλαίων για λόγους διοικητικής ή στατιστικής ενημέρωσης και
(γ) μέτρα υπαγορευμένα από λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας.
Οι διατάξεις αυτές συμπληρώνονται και από το άρθρο 75 της ΣΛΕΕ, όπου προβλέπεται η δυνατότητα επιβολής οικονομικών κυρώσεων σε βάρος ιδιωτών, ομάδων ή μη κρατικών οντοτήτων με σκοπό την πρόληψη και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τον υπ’ αριθ. 1889/2005 (L 309/9/25.11.2005) Κανονισμό της Ευρωπαϊκής Ενωσης, κάθε φυσικό πρόσωπο που εισέρχεται ή εξέρχεται από την Ευρωπαϊκή Ενωση και μεταφέρει «ρευστά διαθέσιμα» αξίας ίσης ή μεγαλύτερης των δέκα χιλιάδων ευρώ, δηλώνει το ποσό αυτό στις αρμόδιες τελωνιακές ή οι τυχόν άλλες αρχές που είναι επιφορτισμένες για το σκοπό αυτό από τα κράτη μέλη και μέσω των οποίων εισέρχεται ή εξέρχεται από την Ε.Ε. Ως «ρευστά διαθέσιμα» νοούνται μεταξύ άλλων και τα μετρητά, ήτοι χαρτονομίσματα και κέρματα που είναι σε κυκλοφορία ως μέσο συναλλαγής.
Η δήλωση γίνεται γραπτώς, προφορικώς ή ηλεκτρονικώς, ανάλογα με τον τρόπο που καθορίζεται από το κάθε κράτος μέλος και θα πρέπει να είναι ακριβής και να περιλαμβάνει ένα σύνολο από συγκεκριμένες πληροφορίες (όπως τα στοιχεία του δηλούντος, του κυρίου και του αποδέκτη των ρευστών διαθεσίμων, το ποσό και το είδος αυτών, την προέλευση και τη σκοπούμενη χρήση τους, τη διαδρομή και το μεταφορικό μέσο).
Για την περίπτωση μη συμμόρφωσης του φυσικού προσώπου προς την ως άνω υποχρέωση δήλωσης, κάθε κράτος μέλος θεσπίζει κυρώσεις, μεταξύ των οποίων δύναται να είναι και η δέσμευση των ρευστών διαθεσίμων με διοικητική απόφαση.
Σύμφωνα με την υπ’ αριθ. Ε23/2008 απόφαση του υπουργείου Οικονομικών, όπως αυτή τροποποιήθηκε μεταγενέστερα και ισχύει και σύμφωνα και με τον από τον Απρίλιο του 2015 «Οδηγό Κατοίκων Εξωτερικού σε Φορολογικά και Τελωνειακά Θέματα» της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (ΓΓΔΕ) του υπουργείου Οικονομικών, ο έλεγχος διακίνησης ρευστών διαθεσίμων στην Ελλάδα, κατά την είσοδο ή έξοδο φυσικού προσώπου από την Ε.Ε., έχει εκχωρηθεί στις τελωνειακές αρχές.
Η δήλωση ορίζεται να είναι γραπτή και ως έντυπο δήλωσης χρησιμοποιείται το κοινό έντυπο δήλωσης όπως κάθε φορά καθορίζεται από τις ρυθμίσεις της Ε.Ε., το οποίο παρέχεται από τις αρμόδιες αρχές στο σημείο εισόδου ή εξόδου από την Ε.Ε. και εν συνεχεία υποβάλλεται ενυπόγραφο από το φυσικό πρόσωπο, θεωρημένο αντίγραφο του οποίου δύναται να ζητήσει.
Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ή ανακριβούς ή ελλιπούς δήλωσης, σύμφωνα με το άρθρο 147 παρ. 8 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (Ν.2960/2001), όπως αυτός ισχύει, επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο, άμεσα καταβλητέο, ίσο με το 25% του ποσού των μη δηλωθέντων ρευστών διαθεσίμων. Επίσης, οι τελωνειακές αρχές δύνανται να δεσμεύσουν τα ρευστά διαθέσιμα με σκοπό την περαιτέρω έρευνα για να διαπιστωθεί αν αποτελούν προϊόν νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Σημειώνεται ότι σε περίπτωση που φυσικό πρόσωπο ταξιδεύει από χώρα της Ε.Ε. στην Ελλάδα ή αναχωρεί από την Ελλάδα για άλλη χώρα της Ε.Ε., δεν υπάρχει υποχρέωση δήλωσης ρευστών διαθεσίμων στις τελωνειακές αρχές της χώρας μας (ανεξαρτήτως ποσού), ενδέχεται όμως να υφίστανται περιορισμοί στα επιμέρους κράτη μέλη της Ε.Ε.
Δ. Συμπεράσματα
Μια επιχείρηση, μπορεί:
Η ΠΝΠ επίσης δεν αναφέρει απαγόρευση για τη μεταφορά μετρητών εκτός Ελλάδας από ιδιώτες ή επιχειρήσεις, επομένως ισχύουν μόνο οι κατά τα ανωτέρω αναφερόμενοι περιορισμοί.
Εξυπακούεται ότι για τέτοιου είδους κινήσεις μια επιχείρηση θα πρέπει να λαμβάνει τη σύμφωνη γνώμη του νομικού και φορολογικού της σύμβουλου.