Διαβάζουμε στο βιβλίο του Ε.Φ. Σουμάχερ, που αναφέρουμε στον τίτλο, ενώ πολλοί θεωρητικοί -που μπορεί να μην έχουν και τόση σχέση με την πραγματικότητα- εξακολουθούν να λατρεύουν σαν είδωλο το μεγάλο μέγεθος, οι πρακτικοί προσγειωμένοι άνθρωποι δονούνται από μια τρομερή θέρμη κι αγωνίζονται να μπορέσουν να ωφεληθούν από την ανθρωπιά, την επαφή και την εύκολη διαχείριση του μικρού...., γράφει ο Γιάννης Καρνάβας
Από την εντυπη έκδοση
Του Γιάννη Καρνάβα
[email protected]
Γεωπόνος, MSc Περιβάλλοντος - Γενική Διεύθυνση Εσωτερικής Λειτουργίας Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας
Διαβάζουμε στο βιβλίο του Ε.Φ. Σουμάχερ, που αναφέρουμε στον τίτλο, ενώ πολλοί θεωρητικοί -που μπορεί να μην έχουν και τόση σχέση με την πραγματικότητα- εξακολουθούν να λατρεύουν σαν είδωλο το μεγάλο μέγεθος, οι πρακτικοί προσγειωμένοι άνθρωποι δονούνται από μια τρομερή θέρμη κι αγωνίζονται να μπορέσουν να ωφεληθούν από την ανθρωπιά, την επαφή και την εύκολη διαχείριση του μικρού...
Στους κλάδους παραγωγής και στις επιχειρήσεις, υπάρχει μια τάση ακαταμάχητη, με αποκλειστικό στόχο να κατακτούν τις «οικονομίες κλίμακας». Παρ’ όλα αυτά, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι για κάθε δραστηριότητα υπάρχει μια ορισμένη, κατάλληλη κλίμακα.
Εδώ τίθενται μια σειρά από ερωτήματα:
* Ποια κλίμακα ταιριάζει στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις;
* Ποιο είναι το μέλλον των μικρών αγροτικών εκμεταλλεύσεων στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη αγορά;
* Είναι βιώσιμες οι μικρές αγροτικές εκμεταλλεύσεις;
Πριν επιχειρήσουμε να δώσουμε κάποιες απαντήσεις, κρίνουμε σκόπιμο να αναφερθούμε κάπως εκτενέστερα στο γενικότερο πρόβλημα που παρουσιάζουν οι μικρές οικογενειακές αγροτικές εκμεταλλεύσεις. Οι μικρές αγροτικές εκμεταλλεύσεις στη χώρα μας αντιπροσωπεύουν τη συντριπτική πλειονότητα του συνολικού αριθμού.
Επιπλέον, σημαντική ιδιαιτερότητα της ελληνικής γεωργίας και των εκμεταλλεύσεων αποτελεί η έντονη πολυμορφία τους ως προς τα γεωργομορφολογικά τους χαρακτηριστικά (ορεινές, πεδινές, νησιωτικές περιοχές), την ευκολία πρόσβασής τους σε χρήσιμες γι’ αυτές υπηρεσίες, τις γεωργικές πρακτικές που εφαρμόζουν, τους πόρους και τα μέσα που διαθέτουν, την αξία των προϊόντων που παράγουν, το βαθμό απασχόλησης των οικογενειών στην εκμετάλλευση, το επίπεδο εκπαίδευσης και κατάρτισης, τις προοπτικές διαδοχής, το ποσοστό του οικογενειακού εισοδήματος που προέρχεται από τον πρωτογενή τομέα (επαγγελματική, οικογενειακή, συμπληρωματική γεωργία) και πολλά άλλα, έχοντας υπόψη ότι οι μικρές εκμεταλλεύσεις χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη απασχόληση και διαφοροποίηση της παραγωγής.
Συνέπεια των διαφοροποιήσεων αυτών είναι να μην υπάρχει ενιαία λύση κι αντιμετώπιση. Οι ένθερμοι υποστηρικτές του γιγαντισμού και των «μεγάλων οικονομιών κλίμακας» υποστηρίζουν ότι το σημερινό μοντέλο της αγροτικής οικονομίας έχει πεθάνει, όσα χρήματα και να διατεθούν για την «ανασυγκρότηση της υπαίθρου», ενώ όσο δεν θίγεται η καρδιά του προβλήματος, η δημιουργία δηλαδή μεγάλης γαιοκτησίας, το πρόβλημα θα παραμένει.
Συνεχίζουν δε υποστηρίζοντας ότι η συνειδητή συνέχιση μιας αναποτελεσματικής ιστορικής παράδοσης, η ενίσχυση δηλαδή της αγροτικής παραγωγής σε συνθήκες οικογενειακής κλίμακας, το μόνο που κατάφερε ήταν να καθηλώνει πάντα τον Ελληνα αγρότη σε μειονεκτικές συνθήκες οικονομικής δυσπραγίας, ενώ παράλληλα υποστηρίζουν ότι στη γεωργία πρέπει να παραμείνουν όσοι μπορούν να αποκτήσουν ένα επαρκές εισόδημα από την πώληση των προϊόντων τους σε ανταγωνιστικές αγορές.
Η γεωργική εκμετάλλευση θεωρείται μια επιχείρηση που δραστηριοποιείται στις διεθνείς αγορές. Κατά τους ίδιους, ο γεωργός θεωρείται επιχειρηματίας κι όχι παραγωγός τροφίμων για τους πολίτες, ενώ οι γεωργοί οφείλουν να αυτοπροστατεύονται μέσω ιδιωτικών ασφαλιστικών προγραμμάτων από ενδεχόμενες απώλειες εισοδήματος, αποκλείοντας τον ενεργό ρόλο του κράτους στη διαμόρφωση των γεωργικών δομών.
Τα τελευταία χρόνια σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είμαστε μάρτυρες της μείωσης του αριθμού των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, με το μέσο μέγεθός τους να αυξάνεται. Παρ’ όλη την παρατηρούμενη τάση μείωσης του αριθμού των μικρών εκμεταλλεύσεων, πρέπει να επισημανθεί ότι σε περιόδους κρίσης παρατηρείται άνοδος των απασχολούμενων στις μικρές εκμεταλλεύσεις, καθώς -λόγω των απολύσεων σε άλλους τομείς της οικονομίας- αυξάνεται ο αριθμός των ανθρώπων που επιστρέφουν στα χωριά, στις αγροτικές οικογένειες και στη γεωργία.
Μπορούμε, λοιπόν, να υποστηρίξουμε ότι σε περιόδους ανάπτυξης της οικονομίας και χαμηλής ανεργίας η εργατική δύναμη εγκαταλείπει τη γεωργία, γεγονός που επιταχύνει η εφαρμογή της τεχνολογίας, η οποία επιτρέπει τη μείωση της ζήτησης εργατικού δυναμικού και την αλλαγή των αγροτικών υποδομών. Η μείωση του ενεργού αγροτικού πληθυσμού δεν μπορεί να θεωρηθεί εκ προοιμίου αρνητική εξέλιξη.
Εκείνο που κρίνει αν αυτή η εξέλιξη είναι θετική για την κοινωνία είναι αν με τη μείωση των αγροτών θα εξακολουθούν να παράγονται ποσοτικά και ποιοτικά αγροτικά αγαθά που θα καλύπτουν τις ανάγκες του πληθυσμού, η ύπαιθρος θα εξακολουθεί να παραμένει «ζωντανή» και το περιβάλλον δεν θα υποστεί ανεπανόρθωτες αλλοιώσεις λόγω της ερήμωσης και της εγκατάλειψής του από τους ανθρώπους του.
Το ίδιο σημαντικό είναι και το γεγονός της ύπαρξης μέριμνας ώστε το εργατικό δυναμικό που αποδεσμεύεται από την αγροτική παραγωγή να κατευθύνεται σε άλλους παραγωγικούς τομείς κι όχι να οδηγείται σε τομείς της παραοικονομίας ή -πολύ χειρότερα- στην ανεργία.
Μόλις πρόσφατα η Ε.Ε., χωρίς να αναθεωρεί τις βασικές της απόψεις περί ανταγωνιστικότητας των αγροτικών εκμεταλλεύσεων μέσω της μείωσης των απασχολούμενων σε αυτές και της μεγιστοποίησής τους, έστω και δειλά, δείχνει να αρχίζει να αντιλαμβάνεται την αξία, το ρόλο που διαδραματίζουν και την αναγκαιότητα ύπαρξης των μικρών οικογενειακών αγροτικών εκμεταλλεύσεων.
Οι μικρές γεωργικές εκμεταλλεύσεις, διαβάζουμε στο σχετικό σχέδιο έκθεσης πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα των ευρωπαϊκών περιοχών, παρέχοντας πολλά δημόσια αγαθά και συμβάλλοντας επίσης στη διατήρηση της ποικιλομορφίας του τοπίου, στην εξασφάλιση της διαβίωσης εκατομμυρίων ανθρώπων, στη διατήρηση των πλούσιων παραδόσεων ανά τους αιώνες και των λαϊκών εθίμων στα χωριά.
Από τη λειτουργία τους εξαρτάται η ζωή πολλών οικογενειών, συχνά δε πολλών γενεών αυτών. Παρ’ όλα αυτά στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) εξακολουθούν να ευνοούνται οι μεγάλες αγροτικές εκμεταλλεύσεις, οι οποίες αποκομίζουν ήδη οφέλη από τις οικονομίες κλίμακας.
Υπάρχει λύση;
* Συλλογικές δράσεις. Ο μοναδικός τρόπος για την αντιμετώπιση του σοβαρού αυτού προβλήματος είναι, εκτός από την αυστηρή τήρηση της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, η συλλογική δράση των ίδιων των γεωργών και κτηνοτρόφων και η αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων στην ευρύτερη αλυσίδα, μέσω της ενεργού παρέμβασης των συνεταιρισμών και των ομάδων παραγωγών. Να σημειώσουμε ότι, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων, οι επιδόσεις μας και στον τομέα αυτό είναι απογοητευτικές.
Τι κάναμε έως σήμερα; Αποτύχαμε να οργανώσουμε τους Ελληνες παραγωγούς σε αξιόπιστους, ανεξάρτητους, παραγωγικούς συνεταιρισμούς και σε ευέλικτες Ομάδες Παραγωγών, ώστε να καλύψουμε το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας μέσα από ανάλογες συλλογικές συμπράξεις. Αντ’ αυτού, διοχετεύτηκαν για δεκαετίες πακτωλοί επιδοτήσεων σε Συνεταιρισμούς και Ενώσεις για άσκηση πολιτικών κάθε άλλο παρά αγροτικής ανάπτυξης.
* Επίλυση του προβλήματος της ρευστότητας και της δανειοδότησης των μικρών αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Οι μικρές συνεταιριστικές τράπεζες μπορούν να αποτελέσουν τα ευέλικτα χρηματοδοτικά εργαλεία για τις ανάγκες στήριξης και ανάπτυξης των τοπικών κοινωνιών και ιδίως των μικρών οικογενειακών εκμεταλλεύσεων του πρωτογενούς τομέα. Η πρόσβαση των αγροτών στη χρηματοδότηση αποτελεί φλέγον ζήτημα, ιδίως σήμερα σε περίοδο έλλειψης ρευστότητας.
Σε συνεργασία και σύμπραξη με ομάδες, συλλόγους, εταιρείες καταναλωτών, οι συλλογικοί φορείς των αγροτών (Συνεταιρισμοί, Ομάδες Παραγωγών) μπορούν να συγκροτήσουν μη κερδοσκοπικές εταιρείες - ιδρύματα, κατά το πρότυπο των υγιών Συνεταιριστικών Περιφερειακών Τραπεζών, με αποκλειστικό σκοπό τη χορήγηση χαμηλότοκων βραχυπρόθεσμων καλλιεργητικών δανείων. Γράφει ο Περικλής Κοροβέσης: «Στην Ε.Ε., σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, υπάρχουν 4.200 συνεταιριστικές πιστωτικές τράπεζες [...]. Εχουν 63.000 υποκαταστήματα, 50 εκατομμύρια μέλη και 181 εκατομμύρια πελάτες, ενώ το μερίδιό τους στην αγορά είναι 20%».
Πρόκειται με λίγα λόγια για πρακτική που ήδη εφαρμόζεται στην Ευρώπη με επιτυχία. Στην Ελλάδα πριν από χρόνια, όχι πολλά, υπήρχαν αξιόλογες μικρές συνεταιριστικές τράπεζες, δεν βλέπουμε το λόγο να μην επανεκκινήσουν παρόμοιες προσπάθειες. Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πρόταση, διαβάζουμε στο κείμενο των Χάρη Παπαδάκη και Νίκου Μανιού (Εφημερίδα των Συντακτών), που αναφέρεται στη δημιουργία Δικτύων Συνεργατικής Οικονομίας (ΔΣΟ): «[...] Οι μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις (και τα φυσικά πρόσωπα), χωρίς να χάσουν την αυτοτέλειά τους, οφείλουν να συνεργαστούν σε πλατφόρμες πολυμετοχικών σχημάτων».
* Επίλυση του λειτουργικού κόστους των μικρών εκμεταλλεύσεων. Για το σκοπό συγκροτούνται εταιρείες παροχής υπηρεσιών αγροτικού χαρακτήρα, ομάδες, συνεργασίες με σκοπό να διαθέτουν τον αγροτικό εξοπλισμό (αγροτικά μηχανήματα, εργαλεία) αλλά και εξειδικευμένο προσωπικό για την κάλυψη των εποχικών καλλιεργητικών αναγκών των μικροπαραγωγών.
Οι αγροτικού χαρακτήρα επιχειρήσεις πρέπει να χαρακτηρίζονται αμιγώς αγροτικές κι ως τέτοιες να αντιμετωπίζονται ως προς το καθεστώς ασφάλισης, φορολογίας κ.λπ. Με τον τρόπο αυτό οι μικροκαλλιεργητές απαλλάσσονται από το κόστος απόκτησης, συντήρησης και λειτουργίας σειράς μηχανημάτων, τα οποία θα εκμισθώνουν για την παροχή της υπηρεσίας από τις ανωτέρω αναφερόμενες εταιρείες ή ιδιώτες.
Θα ήταν ευκταίο οι υπηρεσίες αυτές να ενταχθούν στις προτεραιότητες των αγροτικών Συνεταιρισμών - των Ομάδων Παραγωγών και να λειτουργήσουν μέσω αυτών. Ενα άλλο σημείο που πρέπει να τονίσουμε σε σχέση και με τη μείωση του λειτουργικού κόστους των αγροτικών μας εκμεταλλεύσεων έχει σχέση με την προμήθεια πολλαπλασιαστικού υλικού, σπόρων κυρίως, αλλά και δενδρυλλίων, βολβών κ.λπ. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η επάρκεια τροφίμων για τη χώρα άπτεται ζητημάτων εθνικής ασφάλειας και ανεξαρτησίας.
Σε δεύτερο επίπεδο, δεν μπορεί να ικανοποιηθεί η απαίτηση της επάρκειας τροφίμων χωρίς τη διασφάλιση του πολλαπλασιαστικού υλικού. Σήμερα σχεδόν το σύνολο της γεωργικής παραγωγής εξαρτάται από την εισαγωγή πολλαπλασιαστικού υλικού από το εξωτερικό ή από θυγατρικές πολυεθνικών που δραστηριοποιούνται στη χώρα. Δεν νοείται εθνική παραγωγή χωρίς την εξασφάλιση των σπόρων.
Επειδή πρόκειται για επίπονη διαδικασία με αυξημένη ζήτηση κι ένταση εργασίας, κρίνουμε ότι προσιδιάζει απόλυτα στις μικρές βιώσιμες εκμεταλλεύσεις που θέλουμε να οικοδομήσουμε. Εξάλλου, υπάρχουν παραδείγματα στο πρόσφατο παρελθόν παραγωγής πολλαπλασιαστικού υλικού με απόλυτη επιτυχία (βλ. σποροπαραγωγή μηδικής). Εκτός από την επιζητούμενη αυτάρκεια σε τρόφιμα, ενισχύονται και οι μικρές εκμεταλλεύσεις, ενώ παράλληλα τονίζεται και η ζήτηση εργασίας.
* Επίλυση του σοβαρού ζητήματος της διάθεσης των αγροτικών προϊόντων των μικρών εκμεταλλεύσεων. Να προωθηθεί η οριζόντια και κάθετη συνεργασία μεταξύ φορέων της αλυσίδας εφοδιασμού για δημιουργία και ανάπτυξη βραχέων αλυσίδων εφοδιασμού και τοπικών αγορών. Να προταχθεί η νομική και πρακτική αναδιάρθρωση της λειτουργίας και του πλαισίου των λαϊκών αγορών, κυρίως με τη συμφωνία των τοπικών δήμων, των μικροκαλλιεργητών και των καταναλωτών. Να προωθηθεί η ανάπτυξη συνεργασιών με ενώσεις καταναλωτών, συνδέσμους μικρών καταστημάτων λιανικής πώλησης, μικρές τοπικές βιομηχανίες και βιοτεχνίες μεταποίησης κ.ά. Η στήριξη του υγιούς εμπορίου μπορεί και πρέπει να προταχθεί.
* Επίλυση των προβλημάτων άρδευσης, διάθεσης των αγροτικών αποβλήτων και άλλων περιβαλλοντικών ζητημάτων. Να εξεταστεί από μηδενική βάση η ανασυγκρότηση των ΤΟΕΒ και ΓΟΕΒ με έμφαση στην αυτοδιαχείρισή τους. Να επιλυθούν άμεσα τα χρόνια προβλήματα συντήρησης και λειτουργίας των υφιστάμενων αρδευτικών δικτύων. Να δοθεί λύση στο ενεργειακό κόστος και στα ζητήματα τιμολόγησης του αρδευτικού νερού. Ιδιαίτερη έμφαση να δοθεί στην εισαγωγή της έρευνας και της καινοτομίας με σκοπό την εκμετάλλευση των σύγχρονων τεχνολογιών και χρηματοδοτικών εργαλείων για τη με κάθε τρόπο εξοικονόμηση - αποταμίευση - επαναχρησιμοποίηση του αρδευτικού νερού.
Η βιωσιμότητα των εκμεταλλεύσεων και ιδίως των μικρών αγροτικών - κτηνοτροφικών δεν μπορεί να στηρίζεται εσαεί στις επιδοτήσεις, πρέπει να εξορθολογιστούν τα πάγια έξοδα, όπως το νερό άρδευσης και η ενέργεια. Πρέπει επιτέλους να ληφθούν μέτρα για την εξασφάλιση και θωράκιση του πρωτογενούς τομέα από τις δυσμενείς επιπτώσεις της επερχόμενης κλιματικής αλλαγής, κυρίως με τη διαχείριση των υδάτων και του εδάφους, μειώνοντας παράλληλα και το περιβαλλοντικό αποτύπωμα των παραγόμενων αγροτικών προϊόντων.
Οι μικρές εκμεταλλεύσεις επιβαρύνουν ελάχιστα σε σχέση με τις μεγάλες το περιβάλλον. Ιδιαίτερη έμφαση και προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στις άμεσες και χωρίς ιδιαίτερο κόστος λύσεις, όπως η οικονομία του νερού, η επανάκτηση και επαναχρησιμοποίησή του, η κομποστοποίηση των αγροτικών υπολειμμάτων κ.ά. Δεκαετίες τώρα ακούμε για την ανάγκη κατασκευής έργων ορεινής υδρονομίας, για ταμιευτήρες, μικρά φράγματα, δημοτικές επιχειρήσεις διαχείρισης υπολειμμάτων κ.λπ.
Εχουμε την αίσθηση, λόγω και της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας και της παντελούς έλλειψης διαθέσιμων πόρων, ότι θα περάσουν ακόμα περισσότερες δεκαετίες για να δούμε να υλοποιούνται ανάλογες ιδέες. Στο σημείο αυτό να σημειωθεί ο ρόλος της εφαρμοσμένης έρευνας που πρέπει να αναδειχτεί και να υποστηριχθεί. Ο πειραματισμός και στη συνέχεια η εισαγωγή στην παραγωγική διαδικασία ειδών και ποικιλιών ανθεκτικών στην έλλειψη του νερού και στην ξηρασία πρέπει να τύχουν ιδιαίτερης προσοχής.
Σημαντικό ρόλο καλείται να διαδραματίσει η εφαρμοσμένη έρευνα και στον τομέα της μείωσης του λειτουργικού κόστους των αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Παραθέτουμε την άκρως ενδιαφέρουσα άποψη του Σερζ Λατούς, που αναφέρει στο βιβλίο του «Προς μία κοινωνία της λιτής αφθονίας», «[...]χρειαζόμαστε έρευνα για την επιμήκυνση της διάρκειας ζωής των μηχανημάτων, για το σχεδιασμό συσκευών που θα αποτελούνται από εύκολα αντικαταστάσιμα δομοστοιχεία, καθώς επίσης και έρευνα για να γίνει δυνατή η αυτοεπισκευή και η αυτοδιόρθωσή τους, για παράδειγμα με τη χρήση ειδικών λογισμικών που θα σχεδιαστούν για αυτόν ακριβώς το σκοπό.
Θα πρέπει επίσης να αυξηθεί η περιβαλλοντική αποτελεσματικότητα και ο οικολογικός σχεδιασμός των προϊόντων: λιγότερες πρώτες ύλες, μικρότερη κατανάλωση ενέργειας, λιγότερα απόβλητα, μικρότερη ρύπανση και ευκολότερη επισκευή, αναβάθμιση ή ανακύκλωση». Η ερημοποίηση και η έλλειψη νερού δεν μπορούν να περιμένουν.
* Δράσεις μικρής τοπικής κλίμακας. Οι διοικήσεις, σε αγαστή συνεργασία και με διεθνείς φορείς (π.χ. Ε.Ε.), αρέσκονται για διάφορους λόγους στην εξαγγελία και προώθηση κατασκευής μεγάλων έργων με εξωφρενικούς προϋπολογισμούς και ποσά που θα έλθουν από εξωτερικό δανεισμό!
Αδιαφορούν για τα μικρά φθηνά, φιλικά προς το περιβάλλον, εύκολα εφαρμόσιμα σχέδια παρεμβάσεων τοπικής κλίμακας, παρόλο που τα εξαγγέλλουν κάθε φορά, ιδίως σε προεκλογικές περιόδους. Εδώ τα συμφέροντα των μεγάλων κατασκευαστικών εταιρειών και των συντεχνιών πρέπει να παραμεριστούν κι επιτέλους να γίνουν πράξη τα μικρής κλίμακας εγγειοβελτιωτικά έργα.
Από την άλλη, μια επίσκεψη και στο τελευταίο πολυκατάστημα πώλησης τροφίμων θα καταδείξει και στον πλέον καχύποπτο ότι τα περισσότερα προϊόντα για να φτάσουν στον καταναλωτή διανύουν εκατοντάδες ή και χιλιάδες χιλιομέτρων από τον τόπο παραγωγής τους. Τι σημαίνει αυτό; Οτι έχουμε μεταφέρει το παραγωγικό μας σύστημα σε μακρινές περιοχές και συνεχίζουμε να το κάνουμε, τη στιγμή που η μείωση του οικολογικού μας αποτυπώματος επιβάλλει την επανατοπικοποίηση, δηλαδή την επιστροφή της παραγωγής κοντά στον τόπο όπου αυτή καταναλώνεται.
Από την άλλη, δεν μπορεί να επιτευχθεί κανενός είδους επανατοπικοποίηση της αγροτικής παραγωγής χωρίς την εκ βάθρων αντιμετώπιση του προβλήματος ερήμωσης των μικρών δήμων, κοινοτήτων και οικισμών. Οι μικρές κοινότητες πρέπει να γίνουν ελκυστικές, κοινωνικά και οικονομικά βιώσιμες, ώστε να διατηρήσουν τον σημερινό τους πληθυσμό και να προσελκύσουν νέους μόνιμους κατοίκους.
Τελικά...
Χωρίς να θεωρούμε ότι το θέμα που ακροθιγώς θίξαμε έχει εξαντληθεί, ευελπιστούμε να αποτελέσει αφορμή γόνιμου διαλόγου και -γιατί όχι;- πολιτικού προβληματισμού για τη μελλοντική στρατηγική της αγροτικής ανάπτυξης της χώρας.
Γράφει ο Σερζ Λατούς: «Η έξοδος από το αδιέξοδο της κοινωνίας της οικονομικής μεγέθυνσης συνεπάγεται επίσης ότι θα ανακαλύψουμε την πορεία και τις κατευθύνσεις που θα απαιτηθούν για να οικοδομήσουμε τον κόσμο της επιλεγμένης απλότητας και της λιτής αφθονίας τον οποίο εμείς θεωρούμε εφικτό».
Τελειώνοντας τονίζουμε και πάλι ότι «το μικρό είναι όμορφο» και οφείλουμε να το υποστηρίξουμε και να το στηρίξουμε με κάθε τρόπο.
Πηγές:
* E. F. Schumacher . Το Μικρό είναι όμορφο. Εκδόσεις Γλάρος, Αθήνα 1980.
* Περικλής Κοροβέσης (Εφημερίδα των Συντακτών, 6-7 Δεκεμβρίου 2014)
* Χάρης Παπαδάκης - Νίκος Μανιός (Εφημερίδα των Συντακτών, 26-27 Ιουλίου 2014).
* Σερζ Λατούς. Προς μια κοινωνία της λιτής αφθονίας. Εκδόσεις των συναδέλφων, Αθήνα 2013.