Οι δραματικές εξελίξεις αποκαλύπτουν με τον πλέον κυνικό τρόπο την απόσταση που εξαρχής χώριζε ένα κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς από την Ε.Ε., γράφει ο Βασίλης Κωστούλας.
Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Οι δραματικές εξελίξεις αποκαλύπτουν με τον πλέον κυνικό τρόπο την απόσταση που εξαρχής χώριζε ένα κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς από την Ε.Ε. Οι δύο πλευρές δεν μπορούν και δεν θέλουν να μιλήσουν την ίδια γλώσσα. Για την ακρίβεια, δεν έχουν κανέναν λόγο να το κάνουν. Αντιλαμβάνονται με διαφορετικό τρόπο την οικονομική ανάπτυξη και τον δρόμο προς την ευημερία. Οι δύο αυτές εκ διαμέτρου αντίθετες αντιλήψεις έχουν δοκιμαστεί εκατέρωθεν. Συνεπώς, ο καθένας είναι σε θέση να τις αξιολογήσει και να αντλήσει τα αντίστοιχα συμπεράσματα.
Μια σειρά αναλυτών απορούσε όλο αυτό το διάστημα πώς είναι δυνατόν η ελληνική κυβέρνηση να χρονοτριβεί σε βάρος της οικονομίας και κατ’ επέκταση σε βάρος της διαπραγματευτικής της ισχύος με αποτέλεσμα να βρεθεί στριμωγμένη στη γωνία. Η προκήρυξη του δημοψηφίσματος μόλις λίγα 24ωρα πριν από τη λήξη της προθεσμίας του προγράμματος που έδινε οξυγόνο στην κλινήρη ελληνική οικονομία έδωσε την απάντηση.
Η ρήξη που θα οδηγήσει τη χώρα εκτός Ευρωζώνης ήταν το plan B, αν όχι το plan A της κυβέρνησης, γεγονός που αποδεικνύεται κατόπιν εορτής. Διότι αν είχε καταστεί εγκαίρως σαφής η πλήρης διάσταση της ατζέντας της, ο Κώστας Λαπαβίτσας δεν θα αντιπροσώπευε την εσωτερική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέκος Αλαβάνος δεν θα είχε λόγο ύπαρξης ως διαφοροποιημένη πτέρυγα της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Οι πληθυσμιακές ομάδες, το συμφέρον των οποίων προκρίνει όλο αυτό το διάστημα η κυβέρνηση, είναι οι πλέον εκτεθειμένες αυτές τις ώρες. Ουρές στα ΑΤΜς και στα σούπερ μάρκετ δεν σχηματίζουν ούτε το «μεγάλο κεφάλαιο», ούτε ο «μεγάλος πλούτος», ούτε τα «ισχυρά συμφέροντα» αλλά οι συνταξιούχοι, οι μισθωτοί και οι άνεργοι συγγενείς τους.
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το δημοψήφισμα δεν αφορά τη συμμετοχή στην Ευρωζώνη και την Ε.Ε. αλλά την -ανύπαρκτη πλέον- πρόταση των εταίρων και πιστωτών. Όμως, αφενός όλη η υπόλοιπη Ευρώπη αντιλαμβάνεται διαφορετικά το διακύβευμα, αφετέρου οι ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ δεν αποκαλύπτουν τι θα συμβεί τόσο στο ενδεχόμενο του «ναι» όσο και στο ενδεχόμενο του «όχι».
Η ελληνική κοινωνία είχε την ατυχία, σε έναν βαθμό και την ευθύνη, να βρίσκεται ανάμεσα στις συμπληγάδες πέτρες που διαμορφώνουν η σκληρή πραγματικότητα και η διαχρονική ανεπάρκεια του πολιτικού συστήματος. Σημασία έχει πλέον κατά πόσο θα είναι ικανή να διακρίνει το συμφέρον της εφόσον βεβαίως φτάσουμε έως το δημοψήφισμα. Διότι στον βαθμό που εξακολουθεί κανείς να εμπιστεύεται την κρίση του Αλέξη Τσίπρα, η χώρα δεν θα προλάβει καν να φτάσει έως το δημοψήφισμα, όπως ο ίδιος έλεγε στις 31 Οκτωβρίου του 2011.
Αν όμως φτάσουμε ως εκεί, θα ήταν καλό όλοι μας να αναλογιστούμε, μια και στην ίδια χώρα ζούμε, ότι το εθνικό νόμισμα είναι ο καθρέφτης της οικονομίας. Είναι άραγε καλή ιδέα να κοιταχτούμε στον καθρέφτη;