Την περίοδο εκδήλωσης της κρίσης η Ελλάδα κατατασσόταν 96η από άποψη ανταγωνιστικότητας στον κόσμο και προτελευταία σε επίπεδο διαφθοράς στην Ευρώπη. Ωστόσο, βρισκόταν ανάμεσα στις 30 πλουσιότερες χώρες του κόσμου με βάση το κατά κεφαλήν εισόδημα. Πώς ήταν αυτό δυνατό; γράφει ο Βασίλης Κωστούλας.
Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Την περίοδο εκδήλωσης της κρίσης η Ελλάδα κατατασσόταν 96η από άποψη ανταγωνιστικότητας στον κόσμο και προτελευταία σε επίπεδο διαφθοράς στην Ευρώπη. Ωστόσο, βρισκόταν ανάμεσα στις 30 πλουσιότερες χώρες του κόσμου με βάση το κατά κεφαλήν εισόδημα. Πώς ήταν αυτό δυνατό; Ας είναι καλά το ευρώ.
Πριν ακόμη η χώρα εισέλθει στον «κυκεώνα» της κρίσης, ο τομέας των διεθνώς εμπορευσίμων ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν ο μικρότερος μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης. Στην αρχή της 10ετίας του 2000, όταν δηλαδή η Ελλάδα υιοθετούσε το ευρώ, το κόστος έναρξης επιχείρησης ανερχόταν σε 15.500 δολάρια έναντι 7.800 δολαρίων που αντιστοιχούσαν στον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Οι υποχρεωτικές διαδικασίες για την καταχώριση μιας ανώνυμης εταιρείας διαρκούσαν 37 ημέρες, έναντι 3 στη Δανία, 6 στο Ηνωμένο Βασίλειο και 10 στη Γερμανία. Ορισμένες μόνο παράμετροι που είναι ενδεικτικές της ελληνικής «κουλτούρας» στον καίριο τομέα της προσέλκυσης επενδύσεων. Προφανώς δεν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι στις σχεδόν 1 τρισ. δολ. ξένες άμεσες επενδύσεις που διατέθηκαν παγκοσμίως το 2013, η Ελλάδα είχε μηδενικό μερίδιο. Άλλες προβληματικές οικονομίες της Ευρωζώνης, όπως η Ιρλανδία και η Ισπανία, προσέλκυσαν 46 δισ. και 37 δισ. αντίστοιχα.
Με την ένταξη στην Ευρωζώνη η Ελλάδα απέκτησε εύκολη πρόσβαση σε φτηνό δανεισμό, γεγονός που της πρόσφερε μια μοναδική ευκαιρία για την υλοποίηση παραγωγικών επενδύσεων προστιθέμενης αξίας. Αντ’ αυτού δημιούργησε μια οικονομική «φούσκα», επιδεινώνοντας τη δημοσιονομική της κατάσταση, καθώς τα δομικά χαρακτηριστικά του ελληνικού συστήματος παρέμειναν ανέπαφα.
Το 80% του ελληνικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος εξακολουθεί να δημιουργείται στον τομέα των μη διεθνώς εμπορευσίμων και μόλις το 20% στον τομέα των διεθνώς εμπορευσίμων. Η βελτίωση των προηγούμενων ετών στο εμπορικό ισοζύγιο «λοιπών αγαθών», ύψους 19,2 δισ., οφειλόταν κατά 19 δισ. στη μείωση των εξόδων για εισαγωγές και μόλις κατά 0,2 δισ. στην αύξηση των εσόδων από εξαγωγές.
Συν τοις άλλοις, παρά τις συστάσεις των υπουργών Οικονομικών της Ε.Ε. για παρεμβάσεις στο σκέλος των δαπανών ήδη πριν από τις εκλογές του 2009, η χώρα επέλεξε να υιοθετήσει την επιβολή έκτακτης φορολόγησης σε συνδυασμό με οριζόντιες περικοπές δαπανών, ένα μίγμα εύκολης πλην καταστροφικής οικονομικής πολιτικής, στο οποίο επέμεινε και καθ’ όλη τη διάρκεια της «μνημονιακής» περιόδου.
Συγχρόνως, το περίπλοκο νομικό σύστημα που δίνει χώρο για ερμηνεία των ρυθμίσεων, η απουσία της απαιτούμενης συμπληρωματικής νομοθεσίας για την οριστική υλοποίηση των παρεμβάσεων και οι πιέσεις επιχειρηματικών και εργατικών συντεχνιών εμπόδισαν τα τελευταία χρόνια την αποτελεσματική εφαρμογή των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων.
Η Ελλάδα ζούσε και σε έναν βαθμό ζει πάνω από τις δυνατότητες που διαμορφώνουν το επίπεδο ανταγωνιστικότητας και οι παραγωγικές επιδόσεις της. Η λύση δεν περνά μέσα από μια ρήξη με την Ευρωζώνη που θα αποκάλυπτε ακόμη πιο βίαια τη σκληρή πραγματικότητα. Η λύση περνά μέσα από τον αναγκαίο, πλην αργοπορημένο, μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας.