Τη Δευτέρα το βράδυ θα κριθεί, σε πολύ μεγάλο βαθμό, το μέλλον της χώρας μας στην Ευρωζώνη, κάτι που μέχρι πριν από λίγα χρόνια δεν απασχολούσε κανέναν, δεδομένου ότι η υιοθέτηση του ευρώ ήταν για όλους δρόμος χωρίς επιστροφή. Ούτε καν η Συνθήκη δεν προβλέπει την έξοδο μιας χώρας από την Ευρωζώνη, γράφει ο Νίκος Μπέλλος.
Από την έντυπη έκδοση
ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΛΟΣ
[email protected]
Τη Δευτέρα το βράδυ θα κριθεί, σε πολύ μεγάλο βαθμό, το μέλλον της χώρας μας στην Ευρωζώνη, κάτι που μέχρι πριν από λίγα χρόνια δεν απασχολούσε κανέναν, δεδομένου ότι η υιοθέτηση του ευρώ ήταν για όλους δρόμος χωρίς επιστροφή.
Ούτε καν η Συνθήκη δεν προβλέπει την έξοδο μιας χώρας από την Ευρωζώνη.
Δυστυχώς, ήταν κι αυτή μια από τις ατέλειες της σύστασης του ευρώ, όπως και η έλλειψη συντονισμού στις οικονομικές πολιτικές, ατέλειες που πληρώνουν τα τελευταία χρόνια όλοι οι Ευρωπαίοι πολίτες. Ωστόσο, αυτή είναι μια άλλη συζήτηση.
Την προσεχή Δευτέρα, δεν κρίνεται το μέλλον των εταίρων, αυτοί θα επιβιώσουν γιατί έχουν όπλα να αμυνθούν.
Το δικό μας μέλλον κρίνεται, γιατί μια αποτυχία στη διαπραγμάτευση θα σημάνει και την αντίστροφη μέτρηση για την έξοδο από την Ευρωζώνη.
Ο πρωθυπουργός είχε θέσει έναν βασικό στόχο από την αρχή της διαπραγμάτευσης, να την πάρει από τους τεχνοκράτες και να την πάει στους πολιτικούς και μάλιστα στο υψηλότερο επίπεδο.
Ο στόχος φαίνεται ότι επιτυγχάνεται εν μέρει, γιατί το ελληνικό ζήτημα θα πάει για αποφάσεις στους Ευρωπαίους ηγέτες, ωστόσο το σχέδιο απόφασης θα το ετοιμάσουν αρχικά οι τεχνοκράτες και στη συνέχεια οι αυστηροί υπουργοί Oικονομικών, δηλαδή το Εurogroup.
Η παραπομπή ενός θέματος στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο είναι «δίκοπο μαχαίρι».
Στα υπέρ το γεγονός ότι οι ηγέτες πέρα από την τεχνοκρατική εξέταση ενός θέματος, έχουν πάντα στο μυαλό την πολιτική διάσταση, το ευρωπαϊκό όραμα και την υστεροφημία τους.
Κανένας από αυτούς δεν θέλει να θεωρηθεί από τους ιστορικούς του μέλλοντος υπαίτιος της αρχής του τέλους της Ευρωζώνης, δείχνοντας την πόρτα εξόδου σε ένα μέλος της οικογένειας.
Κι αυτό γιατί θα δημιουργηθεί ένα προηγούμενο εκεί που δεν υπήρχε.
Στα αρνητικά είναι το γεγονός ότι φτάνοντας στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο και μάλιστα για ένα τόσο σοβαρό θέμα, είσαι «καταδικασμένος» να συμφωνήσεις, γιατί δεν έχει να το πας παραπάνω.
Κι αν δεν συμφωνήσεις, την επόμενη μέρα θα βρεθείς αντιμέτωπος με τις αγορές, οι οποίες σε τέτοια θέματα είναι αδυσώπητες.
Με άλλα λόγια, τη Δευτέρα θα τελειώσει αυτή η οδυνηρή φάση της διαπραγμάτευσης, η οποία προξένησε μεγάλη ζημιά στην ελληνική οικονομία, αφού κανένας σοβαρός επιχειρηματίας, Ελληνας και ξένος, δεν επενδύει στην αβεβαιότητα, αντίθετα κάνει τα πάντα για να αποδεσμευθεί, μειώνοντας έτσι το ρίσκο για την επιχείρησή του.
Το μεγάλο ερώτημα είναι ότι ναι μεν θα τελειώσει αυτή η φάση, αλλά δεν ξέρουμε σε ποια κατεύθυνση θα πάμε την επόμενη μέρα, στην καλή ή στην κακή.
Αν είναι στην καλή, τότε θα μπορούμε να μιλάμε για ένα νέο ξεκίνημα και για την κυβέρνηση και για τη χώρα.
Αν, όμως, είναι προς την κακή, τότε θα ζήσουμε πρωτόγνωρα πράγματα, τα οποία ελάχιστοι συμπολίτες μας που τα έζησαν βρίσκονται σήμερα εν ζωή για να μας τα υπενθυμίσουν…