Τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών της 7ης Ιουνίου 2015 στην Τουρκία αποτελούν σίγουρα σταθμό για τη σύγχρονη ιστορία της χώρας, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την περίοδο από το 2002 και μετά, στην οποία κυριάρχησε πολιτικά η φιγούρα του ισλαμιστή Ταγίπ Ερντογάν.
του Γιώργου Δ. Παυλόπουλου
Τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών της 7ης Ιουνίου 2015 στην Τουρκία αποτελούν σίγουρα σταθμό για τη σύγχρονη ιστορία της χώρας, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την περίοδο από το 2002 και εξής, στην οποία κυριάρχησε πολιτικά η φιγούρα του ισλαμιστή Ταγίπ Ερντογάν.
Σε σύνολο 550 εδρών στην Εθνοσυνέλευση (αυτοδυναμία με 276 έδρες), τα τέσσερα κόμματα τα οποία εισήλθαν σε αυτήν έλαβαν:
Η μεγάλη μάχη των ισλαμιστών με την κοσμική, κεμαλική ελίτ - με πυρήνα τις ένοπλες δυνάμεις - που διοικούσε τη χώρα επί 80 χρόνια, η οποία άρχισε με την κατάληψη της εξουσίας από το δεξιό ισλαμιστικό Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) των Ταγίπ Ερντογάν και Αμπντουλάχ Γκιουλ, το 2002, φαινόταν μέχρι το 2013 να έχει οριστικά κριθεί.
Έχοντας «αλώσει» την Προεδρία της Δημοκρατίας με τον Γκιουλ το 2007 και έχοντας προχωρήσει σε μαζικές εκκαθαρίσεις στις ένοπλες δυνάμεις, ο τότε πρωθυπουργός της Τουρκίας Ερντογάν έμοιαζε κυρίαρχος του παιχνιδιού σε σχέση με το μέλλον της χώρας, με το κόμμα του να λαμβάνει το τεράστιο ποσοστό του 49,83% στις βουλευτικές εκλογές του 2011.
Αραβική Άνοιξη και νεοοθωμανισμός
Τα δε πρώτα αποτελέσματα των εξεγέρσεων της «Αραβικής Άνοιξης», ειδικά η κατάληψη της εξουσίας από αδελφά με το AKP ισλαμοσυντηρητικά κόμματα σε Τυνησία και Αίγυπτο το πρώτο διάστημα μετά τις ανατροπές, καθώς και η ισχυρή εκπροσώπηση ισλαμοσυντηρητικών ρευμάτων στη νέα εξουσία της Λιβύης, αλλά και στην τότε ισχυρότατη αντιπολίτευση στη Συρία, έδωσε στο δίδυμο Ερντογάν - Νταβούτογλου (τότε υπουργός Εξωτερικών, σήμερα απερχόμενος πρωθυπουργός) την ψευδαίσθηση ότι το νεοοθωμανικό όραμά τους για ένα σουνιτικό μουσουλμανικό τόξο από τη Βόρεια Αφρική μέχρι την Κεντρική Ασία υπό τουρκική ηγεμονία ερχόταν εγγύτερα από ποτέ.
Ωστόσο, τόσο οι ΗΠΑ, οι οποίες θεωρούσαν ότι η Αραβική Άνοιξη θα οδηγούσε σε φιλελεύθερες δημοκρατίες ακόμη πιο φιλικές προς τη Δύση, όσο και η Ρωσία, η οποία υποστήριξε έμμεσα την πτώση φιλοδυτικών καθεστώτων τύπου Μπεν Άλι και Μουμπάρακ (αλλά και Καντάφι, ο οποίος είχε στραφεί τα τελευταία χρόνια προς την Ευρώπη), δεν ήταν διατεθειμένες να δεχθούν έναν ανεξάρτητο, ισχυρό ισλαμιστικό πόλο υπό την ηγεμονία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας ή της ισλαμοσυντηρητικής Τουρκίας σε ολόκληρο το τόξο Βόρειας Αφρικής - Μέσης Ανατολής.
Έτσι, η μία μετά την άλλη οι νίκες των ισλαμοσυντηρητικών δυνάμεων με τις οποίες ο Ερντογάν διατηρούσε αδελφικές πολιτικές σχέσεις ανατράπηκαν, με τυπικότερο παράδειγμα την ανατροπή και φυλάκιση του στενού συμμάχου του, προέδρου της Αιγύπτου Μοχάμεντ Μόρσι.
Στην Τυνησία κυρίαρχοι είναι πλέον οι κοσμικοί του Νιντάα Τουνές, στην Αίγυπτο ο κοσμικός δικτάτορας Σίσι, ο οποίος κατέσφαξε τους ισλαμιστές μετά το πραξικόπημα του Ιουλίου του 2013, στη Λιβύη η διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση είναι αντιισλαμιστική, ενώ στη Συρία ο κοσμικός (αν και φιλοϊρανός) Άσαντ έχει αποδυναμώσει τρομερά την αντιπολίτευση, η οποία συντρίβεται ανάμεσα στο καθεστώς της Δαμασκού και στο τζιχαντιστικό Ισλαμικό Κράτος.
Έτσι ο Ερντογάν βρέθηκε ουσιαστικά απομονωμένος διεθνώς, αφού ακόμη και το Κατάρ, το οποίο έχει ακολουθήσει επίσης πολιτική ενίσχυσης των δυνάμεων της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στον αραβικό κόσμο, αναγκάστηκε από τη Σαουδική Αραβία και τις άλλες μοναρχίες του Κόλπου να μετριάσει τη βοήθεια αυτή και να αποστασιοποιηθεί, έστω για λόγους τακτικής.
Ο ισλαμιστικός «εμφύλιος» Ερντογάν - Γκιουλέν
Το 2013, ταυτόχρονα, έγινε ανοικτός και ο «εμφύλιος» στο ισλαμιστικό, αντικεμαλικό στρατόπεδο στο εσωτερικό της Τουρκίας. Ο Φετουλάχ Γκιούλεν, ισλαμιστής ιεροκήρυκας αυτοεξόριστος στις ΗΠΑ από το 1998-1999, όταν το τότε κεμαλικό καθεστώς της Άγκυρας του είχε απαγγείλει κατηγορίες για υπονόμευση του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους, έσπασε την πολύχρονη συμμαχία του με το επίσης ισλαμιστικό ρεύμα του Ερντογάν και του κήρυξε τον πόλεμο, βοηθώντας να πυροδοτηθεί το κίνημα της Ταξίμ.
Μέσα σε αυτές τις διαδηλώσεις, οι οποίες είχαν στόχο προσωπικά τον τότε πρωθυπουργό Ερντογάν, «κολυμπούσαν» κοσμικά ρεύματα που απεχθάνονταν τον ισλαμιστικό συντηρητισμό του AKP, αλλά και οι ισχυρότατες δυνάμεις του Γκιουλέν, που εμφανιζόταν ως «μετριοπαθής ισλαμιστής δημοκράτης», μολονότι ηγείται ενός μυστικοπαθούς και ιδιαίτερα σκοτεινού ισλαμικού δικτύου, ονόματι «Χιζμέτ».
Το δίκτυο Γκιουλέν, το οποίο είχε αρχίσει να αλώνει μυστικά κυρίως τη Δικαιοσύνη και την Αστυνομία στην Τουρκία από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, ενώ έχει και ισχυρότατες προσβάσεις στον Τύπο, με «ναυαρχίδα» του την εφημερίδα Zaman, βοήθησε πολύ τον Ερντογάν στην αποδυνάμωση - μέσω αποκαλύψεων για πραγματικές ή και ανύπαρκτες συνωμοσίες - των κεμαλικών στρατιωτικών όλη την περίοδο 2002-2011, ωστόσο τελικώς στράφηκε και κατά του AKP.
Η μάχη για τα «μάτια» των κεμαλιστών
Το δίκτυο «Χιζμέτ» ηττήθηκε προσωρινά από τη σκληρή αντεπίθεση και τις εκκαθαρίσεις Ερντογάν στο δικαστικό σώμα και στις υπηρεσίες ασφαλείας, που συνοδεύθηκαν από ένα άτυπο μέτωπο του τότε πρωθυπουργού και νυν προέδρου της Τουρκίας με τους αποστρατευθέντες, φυλακισμένους για πραξικοπηματικές κινήσεις («Βαριοπούλα», «Εργκενεκόν») κεμαλικούς στρατιωτικούς, τους οποίους και αποφυλάκισε.
Ο Γκιουλέν απάντησε προχωρώντας επίσης σε άτυπο μέτωπο με το κατ’ εξοχήν κόμμα των κοσμικών κεμαλιστών στην Τουρκία, το κεντροαριστερό Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP). Το τελευταίο «αγκάλιασε» τις αποκαλύψεις που έκανε το δίκτυο Χιζμέτ για περιστατικά διαφθοράς στους κυβερνητικούς κύκλους και στο περιβάλλον Ερντογάν, ενώ ο ηγέτης του, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, έχει κατηγορηθεί ότι έχει ανοίξει απευθείας διαύλους με τον αυτοεξόριστο ισλαμιστή ιεροκήρυκα.
Το γεγονός αυτό δημιούργησε ρήγματα και στις τάξεις των στελεχών του ισχυρά κοσμικού και αντιισλαμιστικού CHP, που δεν συμφωνούν με τη λογική της τακτικής συμμαχίας με τον Γκιουλέν κατά του Ερντογάν. Η σχετική αντιπαράθεση οδήγησε στην παραίτηση του βουλευτή Σμύρνης, Μπιργκιούλ Αϊμάν Γκιουλέρ, τον Ιανουάριο του 2015.
Πολλοί αναλυτές στην Τουρκία θεωρούν το κίνημα Χιζμέτ, ακριβώς λόγω της μυστικής δομής του, ως μεγαλύτερη απειλή για τη δημοκρατία σε σχέση με το ισλαμικό κυβερνών κόμμα.
Στο μεταξύ, ο Ερντογάν, στην πρώτη προεδρική εκλογή απευθείας από τον λαό (μέχρι το 2007 ο πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλεγόταν από την Εθνοσυνέλευση), ανήλθε τον Αύγουστο του 2014 στο ύπατο αξίωμα της Δημοκρατίας της Τουρκίας, αφήνοντας την προεδρία του AKP και την πρωθυπουργία στον έμπιστο συνεργάτη του, Αχμέτ Νταβούτογλου.
Η φιλοκουρδική Αριστερά στο προσκήνιο
Ωστόσο, δεν ήταν η κεμαλική Κεντροαριστερά αλλά η φιλοκουρδική ριζοσπαστική Αριστερά που έκανε την έκπληξη στις εκλογές της 7ης Ιουνίου.
Το Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών (HDP), το οποίο αποτελεί σε μεγάλο βαθμό νόμιμη προμετωπίδα του Κόμματος Εργαζομένων του Κουρδιστάν (PKK), στις τελευταίες εκλογές έκανε άνοιγμα στον πλειοψηφικό τουρκικό πληθυσμό της χώρας και ουσιαστικά συνέτριψε με 13,12% το υψηλότατο όριο εισόδου στη Βουλή (10%), που είχε θεσπιστεί από τη δεκαετία του ’80 ακριβώς για να αποφευχθεί η είσοδος ενός αμιγώς κουρδικού κόμματος στην Εθνοσυνέλευση.
Η φιλοκουρδική Αριστερά όχι μόνον εισήλθε στη Βουλή με 80 βουλευτές, αλλά στέρησε από τους ισλαμιστές την αυτοδυναμία, κλείνοντας, πιθανότατα οριστικά, τον δρόμο στα σχέδια του προέδρου Ερντογάν να αλλάξει τη μορφή του πολιτεύματος από προεδρευόμενη σε προεδρική Δημοκρατία.
Το «παράδοξο» στην στάση του HDP είναι ότι, με βάση τις δηλώσεις ηγετικών του στελεχών, κυρίως του συμπροέδρου του, Σελαχατίν Ντεμιρτάς, εμφανίζεται να θεωρεί κύριο εχθρό του το AKP και τον Ερντογάν, μολονότι ο βασικός αντίπαλος κάθε παραχώρησης δικαιωμάτων στην κουρδική μειονότητα είναι οι κεμαλικοί εθνικιστές του MHP (Ντεβλέτ Μπαχτσελί), οι οποίοι είχαν μάλιστα ως προεκλογικό τους σύνθημα τη διακοπή των συνομιλιών για ειρήνευση στο τουρκικό Κουρδιστάν, τις οποίες είχε αρχίσει ο Ερντογάν και συνέχιζε ο Νταβούτογλου τα τελευταία χρόνια.
Φαίνεται μάλιστα ότι το φιλοκουρδικό κόμμα θα προτιμούσε μια συμμαχία με την κεμαλική Κεντροαριστερά και Άκρα Δεξιά, προκειμένου να αποκλειστούν οι ισλαμιστές από την εξουσία. Η συμμαχία θα μπορούσε να λάβει τον χαρακτήρα της ψήφου ανοχής του φιλοκουρδικού HDP σε κυβέρνηση CHP – MHP και θα ήταν πραγματικός εφιάλτης για τον πρόεδρο Ερντογάν, ο οποίος, χωρίς εκτελεστικές αρμοδιότητες, θα βρισκόταν «όμηρος» μιας κυβέρνησης συνασπισμού όλων ανεξαιρέτως των αντιπάλων του.