Περιβάλλον
Τρίτη, 09 Ιουνίου 2015 05:22

Οι ηγέτες των G7 βάζουν τέλος στην εποχή των ορυκτών καυσίμων

Οι ηγέτες των G7, επτά εκ των μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη, απηύθυναν έκκληση για τη ριζική και ολική στροφή της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας προς τις ανανεώσιμες και πυρηνικές πηγές μέχρι το 2050.

Οι ηγέτες των G7, επτά εκ των μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη, απηύθυναν έκκληση για τη ριζική και ολική στροφή της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας προς τις ανανεώσιμες και πυρηνικές πηγές μέχρι το 2050.

Οι στόχοι των επτά κρατών, τους οποίους ανακοίνωσε η καγκελάριος Μέρκελ, δεν είναι δεσμευτικοί αλλά στέλνουν ένα σαφές μήνυμα στους επενδυτές ότι, μακροπρόθεσμα, οι οικονομίες τους θα πρέπει να τροφοδοτούνται μόνο από καθαρή ενέργεια. Οι επτά χώρες που αποτελούν τους G7 είναι οι Γαλλία, Γερμανία, Ηνωμένες Πολιτείες, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιαπωνία, Ιταλία και Καναδάς.

Η ανακοίνωση αυτή σηματοδοτεί πρακτικά το τέλος της εποχής κυριαρχίας των ορυκτών καυσίμων που ξεκίνησε μετά τη βιομηχανική επανάσταση. Πρόκειται για μια φιλόδοξη και ριζοσπαστική αλλαγή, υπό τη σοβαρή απειλή της κλιματικής αλλαγής.

Ο στόχος των G7 είναι οι παγκόσμιες εκπομπές άνθρακα να μειωθούν κατά 40 με 70% έως το 2050, σε σύγκριση με το 2010, και να περιοριστεί η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη στους δύο βαθμούς Κελσίου σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα.

Η Μέρκελ ανακοίνωσε επίσης ότι οι κορυφαίες βιομηχανικές χώρες έχουν δεσμευθεί να συγκεντρώσουν 100 δισεκατομμύρια δολάρια για την ετήσια χρηματοδότηση κλιματικών στόχων από δημόσιες και ιδιωτικές πηγές έως το 2020.

Εκπρόσωποι περιβαλλοντικών οργανώσεων χαρακτήρισαν την ανακοίνωση ως ένα ελπιδοφόρο σημάδι πως τα σχέδια για την πλήρη απεξάρτηση από τον άνθρακα θα επισημοποιηθούν στη σύνοδο κορυφής των Ηνωμένων Εθνών στο Παρίσι στο τέλος του τρέχοντος έτους. Ωστόσο επέκριναν το γεγονός ότι οι άλλοι ηγέτες αντέδρασαν στην πρόταση της Μέρκελ για άμεση συμφωνία σε δεσμευτικούς στόχους.

Οι κυβερνήσεις των G7 δεσμεύτηκαν επίσης για πρωτοβουλίες με στόχο τον τερματισμό της ακραίας φτώχειας και της πείνας, μειώνοντας έως το 2030 τον αριθμό των ανθρώπων που υποφέρουν από υποσιτισμό κατά 500 εκατομμύρια, καθώς και τη βελτίωση της παγκόσμιας διαχείρισης επιδημιών, υπό το πρίσμα της κρίσης Έμπολα.