Το πρόγραμμα προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας είχε δύο στόχους. Να προστατεύσει την Ευρωζώνη από τον τοξικό κίνδυνο της ελληνικής φούσκας και να εκσυγχρονίσει την Ελλάδα ώστε να την καταστήσει πιο ανταγωνιστική, γράφει ο Βασίλης Κωστούλας.
Από την έντυπη έκδοση
Βασίλης Κωστούλας
[email protected]
Το πρόγραμμα προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας είχε δύο στόχους. Να προστατεύσει την Ευρωζώνη από τον τοξικό κίνδυνο της ελληνικής φούσκας και να εκσυγχρονίσει την Ελλάδα ώστε να την καταστήσει πιο ανταγωνιστική.
Τον Ιούνιο του 2013 το ΔΝΤ αναγνώριζε ότι το πρόγραμμα είχε πετύχει μόνο στο πρώτο σκέλος. Η εικόνα παραμένει ίδια και έρχεται σε αντίθεση με τις περιπτώσεις άλλων χωρών της Ευρωζώνης.
Η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, η Ισπανία και η Κύπρος επλήγησαν κι εκείνες από την κρίση, ακολούθησαν την ίδια συνταγή, καλή ή κακή, και υπέφεραν επίσης από τις συνέπειες της σκληρής προσαρμογής, με τη διαφορά ότι σήμερα εμφανίζουν σημάδια ανάκαμψης.
Θέτουν την ανεργία σε πτωτική τροχιά, βεβαίως με αργό ρυθμό, και έχουν αποκαταστήσει την πρόσβαση στις χρηματαγορές με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους.
Τα αποτελέσματα είναι διαφορετικά εξαιτίας μιας σειράς παραγόντων τους οποίους επισκιάζει η επικοινωνιακή διαχείριση και αυτής της διαπραγμάτευσης με τους εταίρους.
Οι επιλογές των κυβερνήσεων που εφάρμοσαν το πρόγραμμα στην Ελλάδα προέκριναν την αύξηση των φόρων έναντι της μείωσης των δαπανών, με αποτέλεσμα να προκαλέσουν τις χειρότερες δυνατές επιπτώσεις στην οικονομία, υπονομεύοντας την ανάπτυξη.
Ευρύτερα, το πολιτικό σύστημα δεν έδωσε το απαιτούμενο βάρος στα στοιχεία εκείνα που είναι σε θέση να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα της χώρας και αφορούν κυρίως την ικανότητα προσέλκυσης επενδύσεων.
Μελέτες του ΟΟΣΑ στο εσωτερικό της Ευρωζώνης έχουν καταδείξει ότι η απόδοση των χωρών του κοινού νομίσματος δεν συσχετίζεται τόσο με μακροοικονομικούς όσο με θεμελιώδεις διαρθρωτικούς παράγοντες.
Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι οι χώρες που εφάρμοσαν περισσότερη λιτότητα στα χρόνια της κρίσης ήταν εκείνες που είχαν λιγότερη πρόσβαση στο διαδίκτυο.
Το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία είχε σαφώς πιο σαθρά θεμέλια σε σχέση με τους υπόλοιπους «αδύναμους κρίκους» της Ευρωζώνης αποτυπώνεται και στην εξέλιξη του κρίσιμου τομέα των εξαγωγών.
Η Πορτογαλία είναι μια χώρα παρόμοιου μεγέθους και κατά κεφαλήν εισοδήματος. Εξακολουθεί να έχει υψηλό χρέος και μεγαλύτερο έλλειμμα από την Ελλάδα.
Ωστόσο, το εμπορικό της έλλειμμα αντιστοιχούσε το 2008 μόλις στο 1/3 των εξαγωγών.
Σήμερα, παρ’ όλη την ελαφριά αύξηση των εισαγωγών το 2007, «τρέχει» εμπορικό πλεόνασμα και δανείζεται έως και με αρνητικό επιτόκιο.
Στην Ελλάδα, αντίθετα, μειώθηκαν δραστικά οι εισαγωγές, αλλά οι ήδη «φτωχές» εξαγωγές έμειναν πρακτικά στάσιμες.
Ο βαθμός εξωστρέφειας της οικονομίας, η έγκαιρη μεταρρύθμιση και η ικανότητα συναίνεσης σε έκτακτες συνθήκες είναι σε θέση να μετριάσουν ή αντιθέτως να εντείνουν τις επιπτώσεις των κρίσεων.
Το μνημόνιο θα έδινε χρόνο στην ελληνική οικονομία προκειμένου να εκσυγχρονιστεί και να ανακτήσει την πρόσβαση στις χρηματαγορές.
Η Ελλάδα τελικώς έδωσε άπλετο χρόνο στο μνημόνιο, παρατείνοντας τον αποκλεισμό της από τις χρηματαγορές, αρνούμενη πεισματικά τον εκσυγχρονισμό της.
Την πραγματικότητα αυτή, που ακουμπά στο πραγματικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, δεν αντιστρέφει καμία συμφωνία ισορροπίας στο χείλος της αβύσσου.