Για εκατομμύρια χρόνια οι γαλάζιες φάλαινες περιφέρονται στον ωκεανό σε μεγάλο βαθμό απαλλαγμένες από επιθέσεις αρπακτικών, ως τα μεγαλύτερα ζώα στον πλανήτη. Ωστόσο αυτό το πλεονέκτημα οδήγησε στην απουσία πίεσης για την εξέλιξη αμυντικών συμπεριφορών, σύμφωνα με έρευνα Αμερικανών επιστημόνων.
Για εκατομμύρια χρόνια οι γαλάζιες φάλαινες περιφέρονται στον ωκεανό σε μεγάλο βαθμό απαλλαγμένες από επιθέσεις αρπακτικών, ως τα μεγαλύτερα ζώα στον πλανήτη. Ωστόσο αυτό το πλεονέκτημα οδήγησε στην απουσία πίεσης για την εξέλιξη αμυντικών συμπεριφορών, σύμφωνα με έρευνα Αμερικανών επιστημόνων.
Οι ερευνητές πραγματοποίησαν τις πρώτες άμεσες παρατηρήσεις γαλάζιων φαλαινών να προσπαθούν να αποφύγουν φορτηγά πλοία και ανακάλυψαν ότι αυτή η έλλειψη ικανότητας καθιστά τις φάλαινες ιδιαίτερα επιρρεπείς και ευάλωτες σε θανατηφόρες συγκρούσεις.
«Η απειλή από φορτηγά πλοία δεν αποτελεί μέρος της εξελικτικής ιστορίας τους, έτσι δεν έχουν αναπτύξει συμπεριφορικές αποκρίσεις για απειλές τέτοιου μεγέθους», δήλωσε ο Τζέρεμι Γκολντμπόγκεν, επικεφαλής της μελέτης και επίκουρος καθηγητής βιολογίας στο Στάνφορντ.
Οι συγκρούσεις με πλοία αποτελούν μια σημαντική απειλή για τις φάλαινες καθώς και για την ανάκαμψη κάποιων απειλούμενων πληθυσμών. Οι προσπάθειες για τη μείωση των συγκρούσεων έχουν προς το παρόν περιοριστεί στη θέσπιση όριων ταχύτητας για τα πλοία που διέρχονται από ενδιαιτήματα φαλαινών ή στην ολική απαγόρευση διέλευσης γύρω από αυτές τις περιοχές. Ωστόσο λείπει η άμεση γνώση για το πώς συμπεριφέρονται οι φάλαινες μόλις αισθανθούν ένα επερχόμενο πλοίο.
Για να καλυφθεί αυτό το κενό, ο Γκολντμπόγκεν και οι συνεργάτες του από διάφορα ακαδημαϊκά ιδρύματα πραγματοποίησαν έρευνες στα ανοιχτά της Λονγκ Μπιτς στην Καλιφόρνια, σε μία πολυσύχναστη θαλάσσια οδό που ταυτόχρονα προσελκύει πολλές γαλάζιες φάλαινες λόγω της παρουσίας άφθονης τροφής.
Οι επιστήμονες προσκόλλησαν πομπούς GPS στις φάλαινες, για τον προσδιορισμό της θέσης τους και την καταγραφή των καταδύσεων τους, και στη συνέχεια παρακολούθησαν τις κινήσεις τους για μία περίοδο 24 ωρών. Οι τάσεις των κινήσεων διασταυρώθηκαν με δεδομένα κυκλοφορίας πλοίων, συμπεριλαμβανομένης της χωρητικότητας και της ταχύτητας των πλοίων που διέρχονται από την περιοχή.
Σε αυτή την πρώτη εκτέλεση του πειράματος, οι ερευνητές παρατήρησαν 20 περάσματα πλοίων και εννέα μεμονωμένες φάλαινες, σε αποστάσεις που κυμαίνονταν από 60 μέτρα έως 3 χιλιόμετρα. Σε κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις, οι φάλαινες επέδειξαν συμπεριφορά παρόμοια με την αποκαλούμενη «αιφνίδια ανταπόκριση» που οι επιστήμονες παρατήρησαν κατά τη διαδικασία τοποθεσίας των πομπών, στην οποία οι φάλαινες ουσιαστικά ακινητοποιούνται σαν να προσποιούνται ότι είναι νεκρές.
«Οι γαλάζιες φάλαινες έχουν μια διακριτική και όχι πολύ πειστική ικανότητα για να αποφεύγουν τα επερχόμενα πλοία», δήλωσε ο Γκολντμπόγκεν. «Αντί να καταδύονται γρήγορα και κάθετα, βυθίζονται αργά σε οριζόντια θέση, εκτιθέμενες σε κίνδυνο πρόσκρουσης».
Μια φάλαινα πρέπει να βουτήξει 30 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας ώστε να ξεφύγει από την αναρρόφηση που δημιουργείται από την προπέλα του πλοίου. Στις παρατηρήσεις, οι φάλαινες βυθίζονται με ταχύτητα περίπου μισού μέτρου ανά δευτερόλεπτο και δεν έδειχναν πρόθεση να κολυμπήσουν πλαγίως για να αποφύγουν το πλοίο. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η διαδικασία αυτή ήταν μόνο οριακά αρκετή για να γλιτώσουν το χτύπημα».
Η ερευνητική ομάδα σχεδιάζει ήδη ένα δεύτερο γύρο δοκιμών στις οποίες οι μονάδες GPS θα παραμείνουν συνδεδεμένες με τις γαλάζιες φάλαινες για αρκετές εβδομάδες, ενώ θα επεκταθούν και σε άλλα είδη φαλαινών.