Την ώρα που η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε κώμα, η γαλλική βιώνει κόπωση, το γερμανικό σφρίγος αναζητείται και συνολικά η οικονομία της Ευρωζώνης εμφανίζει «ήπια αναιμία», παρά τις συνεχείς τονωτικές ενέσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και τις στιγμιαίες αναλαμπές.
Από την έντυπη έκδοση
ΝΑΤΑΣΑ ΣΤΑΣΙΝΟΥ
[email protected]
Την ώρα που η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε κώμα, η γαλλική βιώνει κόπωση, το γερμανικό σφρίγος αναζητείται και συνολικά η οικονομία της Ευρωζώνης εμφανίζει «ήπια αναιμία», παρά τις συνεχείς τονωτικές ενέσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και τις στιγμιαίες αναλαμπές.
Τι είναι λοιπόν αυτό που θα επαναφέρει το χρώμα υγείας στον Ευρωπαίο ασθενή;
Με ένα στόμα πολιτικοί, τεχνοκράτες των Βρυξελλών και αναλυτές των αγορών απαντούν: οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Σαφές.
Ή μήπως όχι και τόσο;
Οι μεταρρυθμίσεις παρουσιάζονται από πολλούς ως το μαγικό φίλτρο με το οποίο θα ποτίσουν οι κυβερνήσεις τις οικονομίες τους και αυτομάτως θα ανακτήσουν ανταγωνιστικότητα, θα αναπτύξουν ταχύτητα, θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας.
Η γενική αυτή αρχή «μεταρρυθμίσεις=ανάπτυξη και απασχόληση» απαντάται σε όλες τις εκθέσεις της Κομισιόν, σε επίσημες ανακοινώσεις του ECOFIN και σε συστάσεις της ΕΚΤ.
Ποτέ, όμως, δεν διευκρινίζεται ποιες ακριβώς πρέπει να είναι οι μεταρρυθμίσεις αυτές, δεν προσδιορίζονται παραδείγματα επιτυχημένων και αποτυχημένων μέτρων.
Γενικότητες και «δημιουργικές ασάφειες», όπως η «ευελιξία» στην αγορά εργασίας και το «άνοιγμα» στον ανταγωνισμό, χωρίς περαιτέρω λεπτομέρειες, θυμίζουν προπονητή, που όταν ερωτάται από τον αθλητή πώς θα κερδίσει τον αγώνα ταχύτητας, απαντά: «Τρέξε πιο γρήγορα».
Πιο ειλικρινές και ευθύ είναι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο ουσιαστικά προτείνει εφαρμογή του λεγόμενου «πακέτου Hartz» (που υιοθετήθηκε από τη Γερμανία την περίοδο 2003-2005), αλλά σε μία πιο «βίαιη» μορφή σήμερα για την Ελλάδα και τις άλλες υπερχρεωμένες χώρες του ευρώ.
Το πακέτο Hartz εστίαζε στην πλευρά της προσφοράς (προέβλεπε μεταξύ άλλων μείωση των επιδομάτων ανεργίας, χαλάρωση του πλαισίου για τις απολύσεις, πιο ευέλικτες μορφές εργασίας) και οδήγησε στην αύξηση της παραγωγικότητας και της απασχόλησης - αλλά πρωτίστως, όπως έχει παραδεχθεί και η Μπούντεσμπανκ σε εκθέσεις της, με θέσεις χαμηλόμισθων. Αυτό που απέτυχε να κάνει ήταν να τονώσει την εσωτερική ζήτηση.
Η Γερμανία συνέχισε να στηρίζει την ανάπτυξή της στις εξαγωγές.
Πολλοί οικονομολόγοι διαφορετικών κατευθύνσεων, από τον Τζόζεφ Στίγκλιτς έως τον Πολ Κρούγκμαν και τον Μοχάμεντ Ελ Εριάν, έχουν εξηγήσει γιατί αυτό το μοντέλο δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες των περιφερειακών οικονομιών του ευρώ.
Για τη χώρα μας, το ΔΝΤ προτείνει μία πιο «εξελιγμένη» εκδοχή του, με απελευθέρωση των απολύσεων και οριστικό αντίο στις συλλογικές συμβάσεις.
Η κυβέρνηση απορρίπτει μία τέτοια μεταρρύθμιση. Απολύτως κατανοητό.
Το ακατανόητο είναι ότι αντί να εξηγήσει και κυρίως να εφαρμόσει τη δική της μεταρρυθμιστική ατζέντα, επιλέγει τις αέναες διαπραγματεύσεις, την πλήρη ακινησία, τη διά μαγείας επιστροφή σε μία προ μνημονίου «κανονικότητα», που ο καθένας την αντιλαμβάνεται όπως θέλει.
Οσο άπασες οι πλευρές επικαλούνται τις «μεταρρυθμίσεις», χωρίς να εξηγούν τι είναι, θα συνεχίσουμε απλά μια αντιπαράθεση, με τους μισούς να θεοποιούν την έννοια και τους υπόλοιπους να τη δαιμονοποιούν.
Η έννοια θα μένει κενή και η οικονομία στην «απορρύθμιση».