Οι διαπιστώσεις των νέων ερευνών του ΙΟΒΕ και του PMI επιβεβαιώνουν αυτό που λένε όλοι, νοικοκυριά και επιχειρηματίες, πως η κατάσταση στην οικονομία δεν πάει άλλο, γράφει ο Πάνος Φ. Κακούρης.
Από την έντυπη έκδοση
ΠΑΝΟΣ Φ. ΚΑΚΟΥΡΗΣ
[email protected]
Οι διαπιστώσεις των νέων ερευνών του ΙΟΒΕ και του PMI επιβεβαιώνουν αυτό που λένε όλοι, νοικοκυριά και επιχειρηματίες, πως η κατάσταση στην οικονομία δεν πάει άλλο.
Oπως αναφέρει το ΙΟΒΕ, είναι καθοριστική για τον δείκτη η πτώση σχεδόν 10 μονάδων που καταγράφεται στην καταναλωτική εμπιστοσύνη, καθώς η πολύ μεγάλη αύξηση που είχε σημειωθεί μετεκλογικά τον Φεβρουάριο ήδη περιορίζεται στο μισό.
Παράλληλα, οι επιχειρηματικές προσδοκίες αποτυπώνονται δυσμενέστερες στη βιομηχανία, ενώ βελτιώνονται οριακά μετά τρεις μήνες υποχώρησης στο λιανικό εμπόριο, στις υπηρεσίες και τις κατασκευές.
Συμπέρασμα της έρευνας είναι πως η διατήρηση της αβεβαιότητας αναφορικά με τη συνέχιση της χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας και το περιεχόμενο μιας δυνητικής συμφωνίας με τους εταίρους και δανειστές περιορίζει την αρχική μετεκλογική αισιοδοξία που είχε καταγραφεί στα νοικοκυριά και όχι στις επιχειρήσεις.
Δηλαδή, χάνεται πλέον και η εμπιστοσύνη των νοικοκυριών.
Η διαπραγμάτευση με τους εταίρους-δανειστές δεν μπορεί να συνεχίζεται επ’ άπειρον, επειδή η αντοχή στην αβεβαιότητα έχει ημερομηνία λήξης.
Και μάλλον έχουμε φτάσει στο τέρμα, γιατί χωρίς συμφωνία και δανεικά από τους «θεσμούς» ο Μάιος βγαίνει, δεν βγαίνει, με ζόρια, αλλά ο Ιούνιος δεν βγαίνει με τίποτα.
Και εδώ αναδεικνύεται το λάθος της κυβέρνησης στη διαδικασία και την οργάνωση της διαπραγμάτευσης, η οποία αντιγράφει λάθη της προηγούμενης κυβέρνησης.
Οι διαπραγματεύσεις, τόσο το 2012 όσο και οι τρέχουσες, οδηγήθηκαν από τους δανειστές στο επίπεδο που οι ίδιοι γνωρίζουν πολύ καλά, ως τεχνοκράτες ελεγχόμενοι από πολιτικούς: στο ύψος των μέτρων που θα επιβληθούν.
Και για να πείσουν, έχουν ένα και μοναδικό επιχείρημα: τη ρευστότητα.
Τον παράγοντα αυτόν αγνόησε αρχικά η σημερινή κυβέρνηση όταν, όχι μόνο στη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου δεν εξασφαλίστηκε η χρηματοδότηση των άμεσων αναγκών, επειδή «παραπλανήθηκε», αλλά και στελέχη της διακήρυτταν ότι «δεν θέλουμε χρήματα». Και δεν πήραμε ακόμη.
Υπενθυμίζεται ότι πολύμηνη ήταν και η καθυστέρηση συμφωνίας που είχε σημειωθεί και μετά τις εκλογές του 2012.
Μέχρι να συμφωνήσουν τότε, κυβέρνηση και «θεσμοί», από τον Ιούνιο φτάσαμε στον Νοέμβριο του 2012 και για να κλείσει η συμφωνία χρειάστηκαν μέτρα ύψους 14,5 δισ. ευρώ, ώστε να έχουμε και… μαξιλάρι ασφαλείας, έναντι των 13,5 δισ. ευρώ που είχαν ζητήσει οι εταίροι.
Επίσης, η πρώτη εκταμίευση έγινε στα μέσα Δεκεμβρίου, σχεδόν έπειτα από ένα εξάμηνο.
Αλλες οι συνθήκες τότε, άλλες τώρα. Δημοσιονομικά είμαστε σε πολύ καλύτερη θέση, αλλά είμαστε σε πολύ χειρότερο σημείο στον τομέα της αβεβαιότητας και της ρευστότητας.
Και η συμφωνία υπό αυτές τις πιεστικές συνθήκες θα είναι ένας επώδυνος και όχι έντιμος συμβιβασμός.