Με αφορμή την συμπλήρωση είκοσι χρόνων από τον θάνατο του Μποστ, ένα από τα πιο γνωστά θεατρικά του, η «Φαύστα», κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, μαζί με πέντε διηγήματά του.
Με αφορμή την συμπλήρωση είκοσι χρόνων από τον θάνατο του Μποστ, ένα από τα πιο γνωστά θεατρικά του, η «Φαύστα», κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, μαζί με πέντε διηγήματά του.
Γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη, το 1918, ο Χρύσανθος Μποσταντζόγλου, γνωστός με το ψευδώνυμο Μποστ, ήταν σκιτσογράφος, γελοιογράφος, θεατρικός συγγραφέας, στιχουργός και ζωγράφος. Το έργο του περιλαμβάνει πολιτικές γελοιογραφίες και χρονογραφήματα, εικονογραφήσεις βιβλίων και περιοδικών, δέκα θεατρικά έργα και πολλές ζωγραφικές συνθέσεις.
Εντελώς προσωπικό και αναγνωρίσιμο σατιρικό ύφος
Κατάφερε να δημιουργήσει ένα εντελώς προσωπικό και αναγνωρίσιμο σατιρικό ύφος, ενώ ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του έργου του είναι η γλώσσα του και τα σκοπίμως ανορθόγραφα κείμενα. Η σάτιρά του έβαζε στο στόχαστρο, κυρίως, τον μικροαστό Έλληνα των μεταπολεμικών δεκαετιών, τον καθωσπρεπισμό, την ημιμάθεια και τον νεοπλουτισμό, την ξενομανία, τις έντονες ταξικές αντιθέσεις της μεταπολεμικής Ελλάδας, καθώς και την ελληνική πολιτική ζωή και ιδιαίτερα την εξάρτηση της Ελλάδας από τον ξένο παράγοντα.
Οι τρεις πιο χαρακτηριστικοί ήρωες των γελοιογραφιών του και προσωπικά του δημιουργήματα είναι η Μαμά Ελλάς με τα παιδιά της, τον Πειναλέοντα και την Ανεργίτσα, που παρουσιάζονται αρχαιοπρεπείς, αλλά φτωχοντυμένοι και εξαθλιωμένοι και σχολιάζουν την επικαιρότητα με ανορθόγραφα γραμμένους στίχους. Έφυγε από τη ζωή το 1995.
«Φαύστα ή η απολεσθείς κόρη»
Ο Μποστ μάγεψε την εποχή του όχι μόνο με την παράξενη σύνταξη των κειμένων του, αλλά και με τα πρωταγωνιστικά του πρόσωπα, που ζουν σε έναν κόσμο ο οποίος αγγίζει τα όρια του παραλόγου. Η «Φαύστα ή η απολεσθείς κόρη» έκανε πρεμιέρα το 1964 σε σκηνοθεσία Γιώργου Εμιρζά σε μια κατάμεστη αίθουσα, όπου, όμως, το κοινό έμεινε μέχρι το τέλος παγωμένο.
«Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν τότε ακόμη να εξοικειωθούν με το ανατρεπτικό, σχεδόν βλάσφημο χιούμορ της», γράφει στο προλογικό σημείωμα του βιβλίου ο γιος του Μποστ, ο εικαστικός Κωνσταντίνος Μποσταντζόγλου. Η «Φαύστα» ανέβηκε ξανά το 1965 και το 1973, αλλά η αξία της αναγνωρίστηκε μόνο όταν παρουσιάστηκε από το Θέατρο Στοά του Θανάση Παπαγεωργίου στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Η «Φαύστα» είναι, όπως τη χαρακτήριζε ο ίδιος ο Μποστ, μια «ιλαροτραγωδία». Το έργο, βαθύτατα πολιτικό, αν και δίνει την εντύπωση μιας απλής ανώδυνης σάτιρας, έγινε ένα από τα δημοφιλέστερα της σύγχρονης νεοελληνικής δραματουργίας.
Γράφει ο Μποστ:
«…Μόνο πτωχός που δίνει
αισθάνεται μιαν άσβηστον χαράν διά να πλουτήνει.
Κ’ αυτή η τάσις προς τα μπρος, η τάσις της ανόδου
Αποτελεί αλάνθαστον στοιχείον της προόδου.
Γνωρίζων πως ο πλούσιος αμέριμνος περνάει
Θα κάνει παν το δυνατόν κι’ αυτός για να πλουτάει.
Κι’ έτσι, με πλούσιους πολλούς, πτωχούς δε ελαχίστους
περνούν οι άνθρωποι καλώς εις ώρας ευχαρίστους».
naftemporiki.gr