H κυβέρνηση, λίγες μέρες αφότου πέρασε από τη Βουλή τη ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο, αποφάσισε να την τροποποιήσει με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου για να την καταστήσει ακόμη πιο ευνοϊκή για χιλιάδες φορολογουμένους που έχουν επιβαρυνθεί με υπέρογκα ποσά πρόσθετων φόρων και προστίμων για μη υποβολή δηλώσεων ή για υποβολή εκπρόθεσμων ή ανακριβών δηλώσεων.
Από την έντυπη εκδοση
H κυβέρνηση, λίγες μέρες αφότου πέρασε από τη Βουλή τη ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο, αποφάσισε να την τροποποιήσει με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου για να την καταστήσει ακόμη πιο ευνοϊκή για χιλιάδες φορολογουμένους που έχουν επιβαρυνθεί με υπέρογκα ποσά πρόσθετων φόρων και προστίμων για μη υποβολή δηλώσεων ή για υποβολή εκπρόθεσμων ή ανακριβών δηλώσεων.
Υπό άλλες συνθήκες μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε εύλογα να χαρακτηριστεί ως ρύθμιση χαριστική για τους μεγαλοφοροφυγάδες, καθώς επιτρέπει τη διαγραφή σημαντικού ύψους πρόσθετων φόρων και προστίμων που έχουν επιβληθεί σε επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες κατόπιν φορολογικών ελέγχων, στους οποίους διαπιστώθηκε ότι οι ελεγχόμενοι απέκρυψαν φορολογητέα ύλη μεγάλου ύψους.
Ωστόσο, οι συνθήκες που επικρατούν αυτή τη στιγμή στην ελληνική οικονομία δεν είναι κατάλληλες για τέτοιου είδους καταγγελίες, καθώς είναι γεγονός ότι υπάρχουν πάρα πολλές επιχειρήσεις που δεν εκπληρώνουν ορθά ή δεν εκπληρώνουν καθόλου τις φορολογικές τους υποχρεώσεις όχι από δόλο, αλλά επειδή δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αντεπεξέλθουν σ’ αυτές τις υποχρεώσεις. Τα μέτρα που επιβλήθηκαν την πενταετία 2010-2014 στο πλαίσιο εφαρμογής του μνημονίου, όπως οι αλλεπάλληλες αυξήσεις έμμεσων και άμεσων φόρων, οι συνεχείς περικοπές εισοδημάτων και η επιβολή περιορισμών στη ρευστότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και στις πληρωμές του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, προκάλεσαν σημαντικές ζημιές στις περισσότερες επιχειρήσεις της χώρας, καθώς οδήγησαν στην απότομη αύξηση του ύψους των φορολογικών οφειλών τους και ταυτόχρονα στη σημαντική συρρίκνωση του τζίρου τους.
Επόμενο ήταν λοιπόν οι επιχειρήσεις να μην έχουν στη διάθεσή τους τα χρηματικά ποσά που τους ζητούσε το Δημόσιο για να αποπληρώσουν τους φόρους που τους επέβαλλε. Ως εκ τούτου οι φόροι παρέμειναν απλήρωτοι για πολλούς μήνες και επιβαρύνθηκαν με σημαντικού ύψους προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής.
Ταυτόχρονα, επειδή στη χώρα μας συνηθίζεται οι φορολογικοί έλεγχοι να ξεκινούν με καθυστέρηση πολλών ετών και να καταλογίζουν φόρους και πρόστιμα για παραβάσεις που έγιναν πριν από δεκάδες έως και… εκατοντάδες μήνες, τα ποσά των μηνιαίων πρόσθετων φόρων και προστίμων που βεβαιώθηκαν από πολλούς ελέγχους έφθασαν να είναι πολύ μεγαλύτερα κι από τους φόρους που διαπιστώθηκε ότι δεν αποδόθηκαν. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που επιχειρήσεις καλούνταν να πληρώσουν, βάσει ελέγχου, ποσά μηνιαίων πρόσθετων φόρων ή προστίμων που είχαν φθάσει μέχρι το ανώτατο όριο του 120% του βασικού βεβαιωθέντος φόρου! Η απόφαση λοιπόν να συμπεριληφθούν στο «κούρεμα» που προβλέπει η ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών και τα ποσά των πρόσθετων φόρων και των προστίμων τα οποία καταλογίστηκαν από τους φορολογικούς ελέγχους θα δώσει μια πραγματική οικονομική ανάσα σε χιλιάδες -πληγείσες από τη «μνημονιακή» λαίλαπα- επιχειρήσεις.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΑΙΤΣΑΚΗΣ - [email protected]