Οι πρώην ταμίες του κυβερνώντος Λαϊκού Κόμματος (PP) της Ισπανίας είναι μεταξύ των έξι ατόμων για τα οποία θα ζητηθεί η παραπομπή τους σε δίκη με την κατηγορία ότι τουλάχιστον επί 18 χρόνια διατηρούσαν «μαύρο ταμείο» από το οποίο πληρώνονταν υψηλόβαθμα στελέχη.
Οι πρώην ταμίες του κυβερνώντος Λαϊκού Κόμματος (PP) της Ισπανίας είναι μεταξύ των έξι ατόμων για τα οποία θα ζητηθεί η παραπομπή τους σε δίκη με την κατηγορία ότι τουλάχιστον επί 18 χρόνια διατηρούσαν «μαύρο ταμείο» από το οποίο πληρώνονταν υψηλόβαθμα στελέχη.
Ο ανακριτής Πάμπλο Ρουθ έχει συγκεντρώσει αποδείξεις για την ύπαρξη του «μαύρου ταμείου» και πρότεινε την παραπομπή σε δίκη έξι ανθρώπων, μεταξύ των οποίων οι πρώην ταμίες του κόμματος Λουίς Μπάρθενας και Άλβαρο Λαπουέρτα, με την κατηγορία της φοροδιαφυγής, όπως ανακοίνωσε το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας.
Συνολικά υπολογίζεται ότι 1,6 εκατομμύριο ευρώ μη δηλωμένων χρημάτων χρησιμοποιήθηκε για κατασκευαστικές εργασίες στην έδρα του κεντροδεξιού PP στη Μαδρίτη.
Ο δικαστής Ρουθ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το κόμμα του πρωθυπουργού Μαριάνο Ραχόι διέθετε «διάφορες πηγές χρηματοδότησης στο περιθώριο των επίσημων, δηλωμένων λογαριασμών του». Οι κ.κ. Μπάρθενας και Λαπουέρτα κατηγορούνται επίσης για παράνομο πλουτισμό.
Ο Λουίς Μπάρθενας, που ήταν ταμίας του PP από το 1990 μέχρι το 2009 είχε υποστηρίξει τον Ιανουάριο ότι ο κ. Ραχόι, που είναι πρόεδρος του κόμματος από το 2004, γνώριζε «από την αρχή» την ύπαρξη αυτού του παράλληλου ταμείου. Σύμφωνα πάντα με τον κ. Μπάρθενας, το κρυφό ταμείο ιδρύθηκε το 1987 και τροφοδοτείτο με δωρεές ενώ τα χρήματα τα μοιράζονταν στη συνέχεια ορισμένα υψηλόβαθμα στελέχη του κόμματος.
Η υπόθεση αποκαλύφθηκε στις αρχές του 2013, όταν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης της Ισπανίας άρχισαν να αναφέρονται στα «μαύρα ταμεία» του κόμματος. Αντιμέτωπος με τον σάλο που προκλήθηκε, ο κ. Ραχόι έδωσε εξηγήσεις στο κοινοβούλιο τον Αύγουστο του 2013 και ζήτησε συγγνώμη από τους Ισπανούς για τα σκάνδαλα στα οποία είχε εμπλακεί στο παρελθόν το κόμμα του.
Οι εισαγγελικές αρχές θα καταθέσουν το αίτημά τους σε δικαστή, ο οποίος θα αποφασίσει στη συνέχεια εάν θα παραπεμφθούν σε δίκη οι εμπλεκόμενοι στην υπόθεση.