Η κρίση του 2008 σήκωσε το πέπλο που κάλυπτε τη γύμνια ενός μεγάλου μέρους του ευρωπαϊκού οικονομικού οικοδομήματος. Η αποκάλυψη του ενίοτε αποτρόπαιου θεάματος οδήγησε στην απώλεια αυτοπεποίθησης ανάμεσα στα κράτη - μέλη της νομισματικής ένωσης, υπονομεύοντας τον στόχο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αν και πολλοί θεωρούν ότι η υπέρβαση της κρίσης «περνά» ακριβώς μέσα από την περαιτέρω ενοποίηση της Ευρώπης.
Η κρίση του 2008 σήκωσε το πέπλο που κάλυπτε τη γύμνια ενός μεγάλου μέρους του ευρωπαϊκού οικονομικού οικοδομήματος. Η αποκάλυψη του ενίοτε αποτρόπαιου θεάματος δρομολόγησε τριβές οι οποίες με τη σειρά τους οδήγησαν στην απώλεια αυτοπεποίθησης ανάμεσα στα κράτη - μέλη της νομισματικής ένωσης. Η κακή χημεία ως απότοκη της συνάντησης του γερμανικού σχεδίου με την εδραιωμένη πραγματικότητα στην υπόλοιπη Ένωση απομακρύνει το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αν και δεν λείπουν όσοι ευελπιστούν ότι η υπέρβαση της κρίσης είναι δυνατή ακριβώς μέσα από πρωτοβουλίες περαιτέρω οικονομικής και πολιτικής ενοποίησης στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών θεσμών.
Η Γερμανία προωθεί εκ πεποιθήσεως μια οικονομική πολιτική «σύνεσης», η οποία βασίζεται στην αρχή ότι μια χώρα δεν μπορεί και δεν πρέπει να ζει πέρα από τις πραγματικές της δυνατότητες. Η λέξη «υπερβολή» είναι ίσως η χειρότερη στο γερμανικό πολιτικό λεξιλόγιο. Σε αντιδιαστολή με τη μάλλον κυρίαρχη άποψη στην υπόλοιπη Ευρώπη ότι οι δημόσιες επενδύσεις και το κοινωνικό κράτος αποτελούν προτεραιότητα και συγχρόνως το μέσο για την επίτευξη υψηλών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης, η Γερμανία πιστεύει στην ιδέα της «πραγματικής» και υπό αυτήν την έννοια βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης με στόχο την παραγωγή γερά θεμελιωμένων θέσεων εργασίας, θεωρώντας προϋπόθεση τη σταθερότητα των εθνικών οικονομικών. Πρόκειται στην ουσία για πολιτισμικές διαφορές τις οποίες φέρνει στην επιφάνεια η ανάγκη στενής συνεργασίας και συνύπαρξης στο πλαίσιο της νομισματικής ένωσης, ιδίως σε καιρούς κρίσης.
«Δεν είναι θέμα επιβολής λιτότητας από το ένα κράτος στο άλλο. Οι πολιτικές ελίτ της περιφέρειας της Ευρωζώνης είναι υπεύθυνες για το γεγονός ότι απώλεσαν την πρόσβαση στις χρηματοπιστωτικές αγορές το 2010. Χρόνια κακοδιαχείρισης και αποτυχίας στην τήρηση του κανόνα δικαίου οδήγησαν σε αυξανόμενα δημοσιονομικά ελλείμματα και συσσωρευμένα χρέη», γράφει χαρακτηριστικά στους Financial Times ο Jürgen Stark, πρώην μέλος του Δ.Σ. της ΕΚΤ, περιγράφοντας το σκεπτικό του Βερολίνου.
Και από τον οικονομικό ορθολογισμό στην κοινωνική ψυχολογία. Η κατάσταση που διαμορφώνεται σε μια κοινωνία η οποία επιθυμεί επειγόντως να απαλλαγεί από το αβέβαιο μέλλον της, χωρίς απαραίτητα να γνωρίζει τον τρόπο, οδηγεί τον Αμερικανό αναλυτή Peter Atwater στη διαπίστωση ότι δεδομένου του κοινωνικού κλίματος στην Ελλάδα, «ο κ. Τσίπρας έχει κάθε κίνητρο να τηρεί μια σκληρή γραμμή» απέναντι στην τρόικα. «Όσοι πιστεύουν ότι αργά ή γρήγορα θα ακολουθήσει τη συμφιλιωτική πορεία των προκατόχων του κατά τις διαπραγματεύσεις, αδυνατούν να εκτιμήσουν το τρέχον σκηνικό της κοινωνικής διάθεσης στην Ελλάδα», αναφέρει ο αρθρογράφος στο Minyanville, συγγραφέας του βιβλίου Moods and Markets. «Όταν έχουμε χαμηλή αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη, εν μέσω σύγχυσης και έντονης ανησυχίας για το μέλλον, οι ενέργειές μας αντανακλούν την ιδιοτέλεια και την προτίμηση για βραχυπρόθεσμους χρονικούς ορίζοντες, σε στενή γεωγραφική εγγύτητα και με εθνοτική απλότητα: αυτό που εγώ αποκαλώ επιλογές του ‘εγώ, εδώ, τώρα’», λέει ο Atwater, με τη μακρινή ματιά από την άλλη όχθη του Ατλαντικού, αναλύοντας χαρακτηριστικά τον «πολιτικό εξτρεμισμό στην Ελλάδα που περιφρονεί τις επιπτώσεις στην υπόλοιπη Ευρώπη».
Δεν είναι μόνο οι Έλληνες όμως που χάνουν την κοινωνική τους αυτοπεποίθηση, σύμφωνα με τη θεωρία λήψης πολιτικών αποφάσεων με γνώμονα τη ψυχολογία ενός λαού. Ευρωσκεπτικιστικές, σε αυτό το πλαίσιο και ολίγον ανθελληνικές, δυνάμεις οι οποίες κερδίζουν κοινωνικοπολιτικό έδαφος σε κεντρικές και βόρειες χώρες της Ευρώπης δεν δείχνουν πλέον διατεθειμένες να επιδεικνύουν γενναιοδωρία στη χρηματοδότηση της Ελλάδας, τουλάχιστον χωρίς προηγούμενες αυστηρές προϋποθέσεις. Ως βασικό επιχείρημα επικαλούνται το γεγονός ότι επί δεκαετίες η Αθήνα λάμβανε μεταβιβάσεις από την Ε.Ε. ύψους 3-5% του ελληνικού ΑΕΠ (σχεδόν το 1/3 αυτών κατέβαλλε το Βερολίνο), οι οποίες σε μεγάλο βαθμό «κατασπαταλήθηκαν από το διεφθαρμένο ελληνικό κράτος».
Μέσα σε αυτό το κλίμα, τα κράτη - μέλη της Ευρωζώνης και ευρύτερα της Ε.Ε. αν μην τι άλλο απομακρύνονται από τον στόχο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Για την ακρίβεια, φαντάζουν απλώς αναγκασμένα να συμπορευτούν μέσα στο σύνθετο τοπίο που προβάλλουν οι συνθήκες της παγκοσμιοποίησης. Βεβαίως, σε πείσμα της πραγματικότητας που έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια στους κόλπους της Ευρώπης, ορισμένοι θεωρούν ότι άμεσες πρωτοβουλίες περαιτέρω πολιτικής και οικονομικής ενοποίησης της Ένωσης αποτελούν ακριβώς τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να ξεπεραστούν τα προβλήματα που επιμένουν.
Δεν είναι τυχαία η τελευταία παρέμβαση στην οποία φέρεται να έχει προβεί ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, προωθώντας προς συζήτηση προτάσεις ενοποίησης της Ευρωζώνης όπως η καθιέρωση κοινού προϋπολογισμού, η θέσπιση κοινοβουλίου της Ευρωζώνης και η δημιουργία περαιτέρω θεσμών που θα υπηρετούν το ενιαίο νόμισμα. Στο πλαίσιο αυτό, υποστηρικτές της επιτάχυνσης της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης φέρνουν σε αντιπαραβολή τη μεγαλύτερη οικονομική αποτελεσματικότητα των ΗΠΑ, ως χαρακτηριστικό παράδειγμα ολοκληρωμένης θεσμικής λειτουργίας.
Όπως έχει πει στη «Ν» ο Αριστείδης Χατζής, καθηγητής Θεωρίας Θεσμών στο ΕΚΠΑ, «μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια θα πρέπει να γίνει ό,τι είναι να γίνει, ειδάλλως η Ε.Ε. στην καλύτερη περίπτωση θα παραμείνει μια ζώνη ελεύθερων συναλλαγών και στη χειρότερη περίπτωση θα αρχίσει να αποσυντίθεται».
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ
[email protected]
@VasKostoulas