Τη βαθιά ανησυχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την πολιτική κατάσταση στην ΠΓΔΜ εξέφρασε ο Επίτροπος για την Πολιτική Γειτονίας και τις Διαπραγματεύσεις για τη Διεύρυνση, Γιοχάνες Χαν, κατά τις συναντήσεις που είχε, την Τρίτη, στα Σκόπια, με πολιτικούς παράγοντες της χώρας.
Τη βαθιά ανησυχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την πολιτική κατάσταση στην ΠΓΔΜ εξέφρασε ο Επίτροπος για την Πολιτική Γειτονίας και τις Διαπραγματεύσεις για τη Διεύρυνση, Γιοχάνες Χαν, κατά τις συναντήσεις που είχε, την Τρίτη, στα Σκόπια, με πολιτικούς παράγοντες της χώρας, αναφέρεται σε γραπτή ανακοίνωσή της Κομισιόν.
Ο κ. Χαν κατά τις συναντήσεις με τον πρόεδρο της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας Γκιόργκι Ιβάνοφ, τον πρωθυπουργό Νίκολα Γκρούεφσκι, τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Ζόραν Ζάεβ και με τον υπουργό Εξωτερικών Νίκολα Πόποσκι, κάλεσε τους πολιτικούς παράγοντες της χώρας να συμμετάσχουν σε εποικοδομητικό διάλογο, στο πλαίσιο του κοινοβουλίου, με έμφαση στις στρατηγικές προτεραιότητες της χώρας και των πολιτών της, σημειώνεται στην ανακοίνωση.
«Όλοι οι ηγέτες πρέπει να συνεργάζονται με καλή πίστη για να ξεπεραστεί το σημερινό αδιέξοδο που δεν είναι επωφελές για τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες της χώρας», αναφέρεται ακόμη.
«Ο επίτροπος της Ε.Ε. επανέλαβε ότι το κράτος δικαίου, τα θεμελιώδη δικαιώματα και η ελευθερία του Τύπου βρίσκονται στο επίκεντρο της διαδικασίας προσχώρησης στην Ε.Ε. και τα θέματα αυτά δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης.
»Από την άποψη αυτή εξέφρασε, επίσης, τη βαθιά ανησυχία του για τις αναφορές σχετικά με τις παρακολουθήσεις των τηλεφωνικών συνομιλιών χιλιάδων πολιτών της χώρας και απηύθυνε κάλεσμα η υπόθεση να διερευνηθεί διεξοδικά.
»Ζήτησε δε, οι σχετικές έρευνες να είναι αμερόληπτες και να διεξαχθούν με πλήρη σεβασμό των αρχών του τεκμηρίου της αθωότητας, της διαφάνειας, του διαχωρισμού των εξουσιών και της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης. Εξέφρασε τέλος την αμέριστη συμπαράστασή του στο δικαίωμα των μέσων μαζικής ενημέρωσης να μεταδίδουν ελεύθερα για γεγονότα που άπτονται του δημοσίου συμφέροντος», καταλήγει η Κομισιόν.