Σε μια Ρωσία του μέλλοντος στράφηκε ο Αλεξέι Γκέρμαν Τζούνιορ για να δώσει μια εικόνα της κατάστασης στη σημερινή Ρωσία, στην αλληγορική ταινία του «Κάτω από ηλεκτρισμένα σύννεφα», που προβλήθηκε σήμερα στο διαγωνιστικό τμήμα της 65η Berlinale.
Σε μια Ρωσία του μέλλοντος στράφηκε ο Αλεξέι Γκέρμαν Τζούνιορ για να δώσει μια εικόνα της κατάστασης στη σημερινή Ρωσία, στην αλληγορική ταινία του «Κάτω από ηλεκτρισμένα σύννεφα», που προβλήθηκε σήμερα στο διαγωνιστικό τμήμα του 65ου κινηματογραφικού Φεστιβάλ του Βερολίνου.
Στο διαγωνιστικό τμήμα και τρεις ακόμη ταινίες, οι «Όλα θα πάνε καλά» του Γερμανού Βιμ Βέντερς, «Ενώ ονειρευόμασταν» του επίσης Γερμανού Αντρέα Ντρέζεν και «Το κλαμπ» του Χιλιανού Πάμπλο Λαρέν. Στις πρόσφατες αφίξεις στη γερμανική πρωτεύουσα για να συμμετάσχουν στη φετινή Μπερλινάλε και η σκηνοθέτρια Άβα ΝτουΒερνέι και ο πρωταγωνιστής της, Ντέιβιντ Ογέλοου, για να παρουσιάσουν σε ειδικό γκαλά την υποψήφια για 2 Όσκαρ ταινία τους, «Σέλμα».
Αναζήτηση απαντήσεων
Επτά διαφορετικές ιστορίες, μέσα από επτά διαφορετικά κεφάλαια, παρουσιάζει στην ταινία του, «Κάτω από ηλεκτρισμένα σύννεφα», ο Γκέρμαν, ιστορίες μέσα από τις οποίες προβάλλουν οι επιδιώξεις και τα ποικίλα προβλήματα της σύγχρονης Ρωσίας - με τις αντιφάσεις τους. Η ταινία αρχίζει σ’ ένα κοντινό μέλλον, το 2017, σ’ ένα μουντό, σχεδόν εξωγήινο, τοπίο, χώρο ενός μισοκαταστρεμμένου εργοταξίου, όπου διάφορα πρόσωπα ψάχνουν και ψάχνονται, σε αναζήτηση απαντήσεων στα διάφορα κοινωνικά, πολιτικά, πολιτιστικά και άλλα προβλήματά τους. Προβλήματα μέσα από τα οποία περνά η πρόσφατη ιστορία της χώρας. Άνθρωποι που συχνά μιλούν διάφορες γλώσσες, που περιφέρονται σε μια σύγχρονη Βαβέλ, με τον Γκέρμαν να χρησιμοποιεί τις διάφορες ιστορίες στο στιλ, όπως ανάφερε ο ίδιος, του κλασικού μυθιστορήματος, για ν’ αφηγηθεί την εξαιρετική αυτή, δοσμένη με ποιητική πνοή, αλληγορία του.
Εστιάζοντας στο θέμα της ενοχής και της συγχώρεσης
Σε ένα οικογενειακό δράμα, που εκτυλίσσεται κάπου στην Αμερική, στρέφεται στη, γυρισμένη με το σύστημα 3D, ταινία του, «Όλα θα πάνε καλά», ο Βιμ Βέντερς. Η τραγωδία αρχίζει από τα πρώτα κιόλας πλάνα, όταν ο συγγραφέας - ήρωας Τόμας (Τζέιμς Φράνκο), στη διάρκεια της βραδινής επιστροφής στο σπίτι του, μέσα από ένα χιονισμένο τοπίο, χτυπά, οδηγώντας το αυτοκίνητό του, και σκοτώνει ένα μικρό παιδί. Η ταινία παρακολουθεί τα διάφορα πρόσωπα, τον Τόμας, τη μητέρα του παιδιού, Κέιτ (Σαρλότ Γκενσμπούργκ) και τον 7χρονο γιο της, Κρίστοφερ, που ήταν παρών στο τραγικό δυστύχημα, στα επόμενα δέκα χρόνια της ζωής τους, με τον Τόμας, αλλά και τους υπόλοιπους, να αντιμετωπίζουν και να προσπαθούν να ξεπεράσουν τις δικές τους τύψεις. Εστιάζοντας στο θέμα της ενοχής και της συγχώρεσης, με μια κάμερα να ακολουθεί και να ψάχνει τα πρόσωπα, με σκηνές ιδιαίτερα οικείες, με ένα μοντάζ που αφήνει μιαν ανάσα στον θεατή, με μια υποβλητική μουσική και με ωραίες ερμηνείες, ο Βέντερς έφτιαξε μια από τις καλύτερες ταινίες του, μαζί με την «Πίνα», των τελευταίων χρόνων.
Αμαρτίες ιερέων
Στόχος του Πάμπλο Λαρέν, τη φορά αυτή, στην ταινία του, «Το κλαμπ», είναι η Καθολική Εκκλησία. Σε μια απόμερη περιοχή της Χιλής, σ’ ένα σπίτι στην άκρη ενός χωριού, ζουν τέσσερις - «τιμωρημένοι» για διάφορα σκάνδαλα (από σεξουαλικές κακοποιήσεις παιδιών μέχρι λαθρεμπόριο βρεφών) - ιερείς, υπό την επιτήρηση μιας καλόγριας που τους φροντίζει. Εκεί, αντί να προσεύχονται και να μετανοούν για τα αμαρτήματά τους, ασχολούνται με έναν σκύλο τον οποίο χρησιμοποιούν σε σκυλοδρομίες για να επιδοτούν την καλοζωία τους. Ώσπου, μια μέρα, φτάνει εκεί ένας ακόμη «τιμωρημένος» παπάς, ακολουθούμενος από έναν κακόμοιρο αλήτη, ο οποίος αρχίζει να τον κατηγορεί για σεξουαλική κακοποίηση όταν αυτός, μικρός, υπηρετούσε στην εκκλησία ως παπαδοπαίδι.
Η ξαφνική αυτοκτονία του παπά, που τα αίτιά της οι άλλοι ιερείς προσπαθούν να καλύψουν, θα φέρει στο αλλόκοτο αυτό μοναστήρι - φυλακή έναν εκπρόσωπο της εκκλησίας, ο οποίος έχει για στόχο ν’ ανακαλύψει την αλήθεια και να κλείσει μια για πάντα τον υποτιθέμενο αυτό «χώρο προσευχής και μετάνοιας». Ο Λαρέν (δημιουργός αξιόλογων ταινιών όπως «Νο», «Post Mortem», «Τόνι Μανέρο») στρέφει εδώ τα πυρά του ενάντια στην εκκλησία και τα πρόσφατα σκάνδαλα των παπάδων της, για να φτιάξει μια δυνατή, διανθισμένη με χιούμορ, καυστική, με μπουνιουελικά στοιχεία, σάτιρα.
Στη Λειψία της δεκαετίας του ’90
Στη δική του ταινία, με τίτλο «Ενώ ονειρευόμασταν», ο Γερμανός σκηνοθέτης Αντρέα Ντρέζεν αφηγείται, με βάση το μυθιστόρημα του Κλέμενς Μέγιερ, τις περιπέτειες μιας ομάδας νεαρών Ανατολικογερμανών στη Λειψία της δεκαετίας του ’90, στα πρώτα δηλαδή χρόνια της επανένωσης της Γερμανίας. Η ιστορία των πέντε αυτών παιδιών αρχίζει στην Ανατολική Γερμανία, πριν την επανένωση της χώρας, όταν ακόμη τα παιδιά ήταν 13 χρονών, σε μια περίοδο καταπίεσης και συγκρούσεων, με τα παιδιά να επιδίδονται σε μικροκλοπές, τρελά πάρτι και μικροεξεγέρσεις. Περίοδο ακόμη στην οποία δημιουργούν ένα «αντεργκράουντ» κλαμπ και συγκρούονται και με νεο-ναζιστές. Ο Ντρέζεν αφηγείται την ιστορία τους με τρυφερότητα αν και, δυστυχώς, χωρίς καμιά πρωτοτυπία, ακολουθώντας αμερικανικά πρότυπα. Εκείνο που τελικά καταφέρνει, είναι να αναπλάσει πειστικά την περίοδο και να αποσπάσει καλές ερμηνείες από τους νεαρούς πρωταγωνιστές του.
naftemporiki.gr