Πάμε, λοιπόν, πάλι από την αρχή. Καθώς η απόφαση να σχηματιστεί κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ απομάκρυνε το ενδεχόμενο δεύτερων εκλογών και συνεπώς η κάλπη της 25ης Ιανουαρίου έδωσε ήδη τη θέση των ζυμώσεων στην αναζήτηση των βασικών στοιχείων διακυβέρνησης, η «αντιμνημονιακή» κυβέρνηση έχει μπροστά της άμεσα την επανατοποθέτηση των σχέσεων με τους «εταίρους»/δανειστές ως κεντρικό ζήτημα. Γράφει ο Αντώνης Δ. Παπαγιαννίδης.
Από την έντυπη έκδοση
Πάμε, λοιπόν, πάλι από την αρχή. Καθώς η απόφαση να σχηματιστεί κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ απομάκρυνε το ενδεχόμενο δεύτερων εκλογών και συνεπώς η κάλπη της 25ης Ιανουαρίου έδωσε ήδη τη θέση των ζυμώσεων στην αναζήτηση των βασικών στοιχείων διακυβέρνησης, η «αντιμνημονιακή» κυβέρνηση έχει μπροστά της άμεσα την επανατοποθέτηση των σχέσεων με τους «εταίρους»/δανειστές ως κεντρικό ζήτημα.
Οπως πήραμε την πρωτοβουλία να επισημάνουμε στο φύλλο της «Ναυτεμπορικής» της 19ης Ιανουαρίου, ο δρόμος αυτής της επανατοποθέτησης περνάει μέσα από την πρακτική Ανδρέα Παπανδρέου μετά τη νίκη του 1981, τότε που η δέσμευση για δημοψήφισμα με ερώτημα την παραμονή της Ελλάδας με την τότε ΕΟΚ («των μονοπωλίων», «...και ΝΑΤΟ, το ίδιο συνδικάτο») μετατράπηκε σε μνημόνιο -ναι!- διεκδικήσεων της ελληνικής πλευράς.
Το οποίο μεταπλάσθηκε από την τότε ΕΟΚ σε σειρά μέτρων (με γνωστότερα τα ΜΟΠ/Ολοκληρωμένα Μεσογειακά Προγράμματα, πρόγονο των Πακέτων Ντελόρ, των ΕΣΠΑ, ήδη ΣΕΣ).
Στη σημερινή πραγματικότητα, η φοβιστική περιγραφή σύμφωνα με την οποία «οι Ευρωπαίοι» θα απαιτήσουν να υποβληθεί αίτημα της νέας ελληνικής κυβέρνησης να αναγνωριστεί η υποχρέωση ολοκλήρωσης της 5ης επιθεώρησης, να αναγνωριστεί επίσης ρητά η ανάγκη μετάβασης σε νέο Πρόγραμμα (ECCL), ώστε να υπάρξει παράταση της ισχύος του τωρινού Προγράμματος Προσαρμογής (το οποίο λειτουργεί και ως απαραίτητη εγγυητική βάση προκειμένου να συνεχίζεται η παροχή ρευστότητας στις συστημικές ελληνικές τράπεζες βάσει ELA), δεν αποτελεί μονόδρομο. Ούτε η συνεννόηση face-to-face με την τρόικα, «μόνη αρμόδια για το Ελληνικό Πρόγραμμα».
Μπορεί/δικαιούται η ελληνική πλευρά να διαμορφώσει «το δικό της Πρόγραμμα» (με βάση, υποθέτει κανείς, το Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης), που να διαβιβάσει στην ευρωπαϊκή πλευρά -δηλαδή: στα κράτη-μέλη, που είναι και οι θεσμικά απέναντί της, άσχετα αν στην πράξη έχουν επιλέξει να αντιπροσωπεύονται από και να εργάζονται με την τρόικα- με τη διαβεβαίωση/άποψη ότι το Πρόγραμμα αυτό ανταποκρίνεται στους στόχους της κοινά επιδιωκόμενης πορείας.
Στο μέτρο που η απέναντι πλευρά δέχεται αυτήν την προσέγγιση, ο χρόνος για να προχωρήσει αυτή η διαδικασία θα εξασφαλιστεί διά της παρατάσεως της κουτσουρεμένης/δίμηνης παράτασης του τρέχοντος Προγράμματος (Εδώ θα ισχύσει η παραδοσιακή ευρωπαϊκή υποκρισία: θα αποφασιστεί άτυπα η παράταση στο Eurogroup, που ύστερα θα... ζητηθεί επισήμως από την Ελλάδα, για να αποφασιστεί επισήμως σε επόμενο Eurogroup).
Με αυτό το βήμα δεδομένο, πλέον, η μεν ΕΚΤ θα ευθυγραμμιστεί σε επίπεδο ELA με τήρηση των δικών της διαδικασιών, τα δε κράτη-μέλη/«εταίροι» της Ελλάδας θα προχωρούν σε συζήτηση-διαπραγμάτευση. Και βλέπουμε! Το μεγάλο όνειρο της αναδιαπραγμάτευσης του χρέους («κούρεμα» για μας, επιμήκυνση συν περικοπή/σταθεροποίηση των επιτοκίων γι’ αυτούς) θα συζητηθεί ούτως ή άλλως για ένα κάποιο μέλλον.
Στο μεσαίο διάστημα, θα πάει η υπαγωγή στην ευκαιρία παροχής ρευστότητας βάσει ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ: αυτή είναι η προοπτική Ιουνίου.
Αυτονόητα όλα αυτά τα βήματα (και οι ουσιαστικές πλευρές τους) γίνονται και προχωρούν σε συμφωνημένη βάση. Συμφωνημένη άτυπα, παρασκηνιακά, σε γενικές γραμμές, πάντως... συμφωνημένη.
Εκεί είναι που λειτουργεί εκείνο το οποίο περιέγραφε και η αφήγηση Γρηγόρη Βάρφη για την εμπειρία της δεκαετίας του ‘80: οι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί ασκούν μια «λειτουργία ενσωμάτωσης», σπρώχνουν τη διαπραγμάτευση προς συμφωνία, αναδεικνύουν κοινούς τόπους... Ενδεχομένως κάτι τέτοιο να είχε στον νου της η «άποψη ΣΥΡΙΖΑ» που αρνείται την συζήτηση με «εξωθεσμικά σχήματα» όπως η τρόικα.
Ολα αυτά, βέβαια, έχουν μάλλον επιδερμική χρησιμότητα: άμα υπάρχει στο βάθος διάθεση/απόφαση να προχωρήσει το πράγμα, θα προχωρήσει. Αν δεν υπάρχει, τίποτε δεν θα προχωρήσει.
Σύμφωνα με μια πιο ωμή περιγραφή, αν οι «εταίροι» θέλουν να τα βρουν με τη νέα κυβέρνηση, θα στήσουν το διαπραγματευτικό τραπέζι κι από τις δύο πλευρές (τη δική τους ΚΑΙ τη δική μας), θα κάνουν τον συμβιβασμό που μπορεί να βγαίνει πέρα (σ’ εκείνους ΚΑΙ σ’ εμάς), θα γράψουν μέχρι και τα δελτία Τύπου (για τη δική τους κοινή γνώμη ΚΑΙ για τη δική μας). Υπερβολή, ασφαλώς. Αλλά στην ουσία έτσι θα πάει -αν πάει- το πράγμα.
Α. Δ. ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΗΣ - [email protected]