Η διεθνής συζήτηση για την ανάγκη η οικονομική πολιτική στην Ευρωζώνη να αλλάξει πορεία έχει αρχίσει από καιρό. Οι πρόσφατες ανακοινώσεις Ντράγκι αποτελούν ένα σημαντικό βήμα για την ενίσχυση της ρευστότητας και των επενδύσεων στην ασθμαίνουσα ευρωπαϊκή αγορά, γράφει ο Γιώργος Χατζηλίδης.
Από την έντυπη έκδοση
Η διεθνής συζήτηση για την ανάγκη η οικονομική πολιτική στην Ευρωζώνη να αλλάξει πορεία έχει αρχίσει από καιρό. Οι πρόσφατες ανακοινώσεις Ντράγκι αποτελούν ένα σημαντικό βήμα για την ενίσχυση της ρευστότητας και των επενδύσεων στην ασθμαίνουσα ευρωπαϊκή αγορά.
Παράλληλα, η μεγάλη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εθνικές εκλογές της Κυριακής στέλνει σαφές μήνυμα στην ηγεσία της Ε.Ε. ότι ήρθε η ώρα να μπει φρένο στις πολιτικές της ασφυκτικής λιτότητας στη χώρα μας.
Στην τελική ευθεία της προεκλογικής περιόδου και από τη στιγμή που άρχισε να προεξοφλείται η νίκη του Αλέξη Τσίπρα, άρχισε να γίνεται και ευδιάκριτη η μεταστροφή μέρους του διεθνούς Τύπου και κάποιων διεθνών αξιωματούχων, προς μία πιο διαλλακτική γραμμή για την ατζέντα του ΣΥΡΙΖΑ.
Προφανώς, υπήρξαν πολλές και δυνατές αντίθετες φωνές, κυρίως από τον ευρωπαϊκό βορρά, που επαναλάμβαναν μονότονα ότι «πρέπει να τηρηθούν τα συμφωνηθέντα».
Και μόνο αυτή η μερική μεταστροφή, όμως, δείχνει διάθεση για συμβιβασμό - ο συμβιβασμός άλλωστε βρίσκεται στο DNA της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αποτελεί τον βασικό τρόπο με τον οποίο αυτή προχωράει και εξελίσσεται.
Τώρα, βέβαια, ξεκινάει η πραγματική διαπραγμάτευση του Αλέξη Τσίπρα, από την πιο υψηλή θέση ευθύνης, όχι από την ευκολία της κριτικής που προσφέρει η αντιπολίτευση.
Ναι, η ευρωπαϊκή ηγεσία, σε ένδειξη καλής θέλησης προς τη βούληση του ελληνικού λαού, μπορεί να κάνει βήματα για μία αμοιβαία επωφελή λύση σε σχέση με τη ρύθμιση του χρέους και τους όρους του νέου προγράμματος.
Πιθανολογείται, μάλιστα, ότι βασικός άξονας αυτού του συμβιβασμού θα είναι το κούρεμα, όχι του χρέους, αλλά των εξωπραγματικών στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα 4,5% έως 4% του ΑΕΠ μέχρι το 2022.
Αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ θα χρειαστεί να κάνει ακόμα περισσότερα βήματα, σε σχέση με τις προεκλογικές του δεσμεύσεις και κυρίως συγκριτικά με τη ριζοσπαστική αριστερή πολιτική φυσιογνωμία του.
Διότι, υπό τον φόβο και της ανόδου της ακροδεξιάς, πολλά μπορεί να συζητήσουν οι Ευρωπαίοι εταίροι, αλλά όχι τον πυρήνα των ιδρυτικών αρχών της Ε.Ε., που είναι η ανοιχτή οικονομία («ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων, αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίου»), υπό συγκεκριμένους βέβαια όρους και κανόνες.
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι ο Αλέξης Τσίπρας, πλέον ως πρωθυπουργός, καλείται να ολοκληρώσει τη στροφή του ΣΥΡΙΖΑ προς τον ρεαλισμό, την οποία ξεκίνησε, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο δειλά, μετά τις εκλογές του 2012.
Χρειάζονται σίγουρα λεπτοί χειρισμοί στο εσωκομματικό πεδίο, τουλάχιστον σε πρώτη φάση, αλλά οι ψηφοφόροι που του έδωσαν τη μεγάλη νίκη προέρχονται κατά κύριο λόγο από την κεντροαριστερά και το κέντρο, ακόμα και την κεντροδεξιά.
Παρ’ ότι δεν υπάρχει τέτοιος διακηρυγμένος στόχος, ο ΣΥΡΙΖΑ θα κληθεί αργά ή γρήγορα να μετασχηματιστεί σε ένα σύγχρονο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.
Εάν πετύχει μία συμφωνία με τους Ευρωπαίους εταίρους και ολοκληρώσει αυτόν τον μετασχηματισμό, θα ηγεμονεύσει για πολλά χρόνια στην ελληνική πολιτική σκηνή.
Εάν όχι, θα αποτελέσει απλώς ένα κυβερνητικό πυροτέχνημα, δημιούργημα και μόνο των συνεπειών του μνημονίου, που θα το σβήσει η ευρωπαϊκή πραγματικότητα.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΤΖΗΛΙΔΗΣ - [email protected]