Πολιτιστικά
Σάββατο, 24 Ιανουαρίου 2015 07:50

«Ανεμομαζώματα» χαμένων ονείρων

Γιατρός, αμπελουργός και αρθρογράφος, μα, πάνω από όλα, παιδί του Ορχομενού, ο Τάσος Βούτσας υπογράφει 43 διηγήματα, στο βιβλίο του, με τίτλο «Ανεμομαζώματα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καμπύλη.

Γιατρός, αμπελουργός και αρθρογράφος, μα, πάνω από όλα, παιδί του Ορχομενού, ο Τάσος Βούτσας υπογράφει 43 διηγήματα, στο βιβλίο του, με τίτλο «Ανεμομαζώματα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καμπύλη, με μέρος των εσόδων από την πώληση του να διατίθεται στα συσσίτια απόρων της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και στο Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των Γερμανικών Οφειλών.

Για να συγχωρήσει και να ονειρευτεί ξανά

Αντιμέτωπος με τις χαμένες αγάπες και τα χαμένα όνειρα, ο Τάσος Βούτσας ταξιδεύει στον χρόνο, τον συνθέτει ξανά, αναπαριστά τις μνήμες. Γυρίζει πίσω στις πηγές και αντλεί πάθος και δύναμη, αναστοχάζεται, αναζητεί και ξαναφέρνει στο φως παντοτινές αλήθειες, βάλσαμο και οδηγό, για να συγχωρήσει και να ονειρευτεί ξανά, να συμφιλιωθεί με το παρόν, που εμπεριέχει την απώλεια, αλλά και υπόσχεται το μέλλον. Με μια γλώσσα πηγαία, ιδιωματική, γλαφυρή και συχνά συμβολική, ζωντανεύει με μοναδική αφηγηματική δύναμη χαρακτήρες και καταστάσεις και πετυχαίνει την ταύτιση του αναγνώστη με τον κόσμο που πλάθει, καθώς τον παρασύρει στη γοητεία της διήγησής του.

«Περιπλανιέμαι σε συμμετρικά χαμηλωμένα βλέφαρα…»

«Είναι φορές τώρα στο γύρισμα της νιότης που καβαλάω μια ριπή του αγέρα, πέντε η ώρα σα βραδιάζει, σε τούτες τις νοτισμένες πολιτείες. Ακολουθώντας το μικρό μονοπάτι των στεναγμών, των ανείπωτων υποσχέσεων. Περιπλανιέμαι σε συμμετρικά χαμηλωμένα βλέφαρα, με σύννεφα φορτωμένα τη μακρινή αχλή μιας θάλασσας μικρής, που μου λείπει: Αυτό το κομμάτι από το αρχιπέλαγος του Αιγαίου, με τα τρελά ρεύματα του Βόρειου Ευβοϊκού.

Είναι κι ένα ολόλευκο με μπλε σιρίτια τρεχαντήρι. Ποιος τρελός ανάδοχος το βάφτισε με τ’ όνομά της να μου αλλάζει εμένα του ταπεινού αγράμματου χειρομάντη τα αιστήματα, την ώρα που ο καπτα - Γιώργης καλάρει δίχτυα και παραγάδια, ανατολικά της Λεκούνας, στα έσχατα ριζά του Καντηλιού, για να ταΐσει τη φαμελιά του; Λογαριάζοντας ως ανώφελη τη δικιά μου ξαγρύπνια…».

naftemporiki.gr