Ασφυκτικές είναι οι προθεσμίες που προβλέπει το Σύνταγμα για τα μετεκλογικά βήματα σχηματισμού κυβέρνησης και εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας.
Ασφυκτικές είναι οι προθεσμίες που προβλέπει το Σύνταγμα για τα μετεκλογικά βήματα σχηματισμού κυβέρνησης και εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας.
Σύμφωνα με τα όσα προβλέπει το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής την Δευτέρα 26 Ιανουαρίου, αν δεν έχει αναδειχθεί αυτοδύναμη κυβέρνηση, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ξεκινάει τη διαδικασία των διερευνητικών εντολών για το σχηματισμό κυβέρνησης.
Στις 5 Φεβρουαρίου, όπως ορίζει το Προεδρικό Διάταγμα που έχει ήδη εκδοθεί, συγκροτείται σε Σώμα η νέα Βουλή, η οποία την επόμενη μέρα θα εκλέξει τον Πρόεδρο της Βουλής και το προεδρείο της και αμέσως μετά μπορεί να κινηθεί η διαδικασία εκλογής νέου Προέδρου της Δημοκρατίας.
Σημειώνεται ότι οι διεργασίες των κομμάτων για το πρόσωπο του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, μπορεί να γίνονται παράλληλα με τις διερευνητικές εντολές.
Αναλυτικά:
Στις 26 Ιανουαρίου, εφόσον έχει εκλεγεί αυτοδύναμο το πρώτο κόμμα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον αρχηγό του κόμματος που διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή, διαφορετικά ξεκινά η διαδικασία των διερευνητικών εντολών.
Σύμφωνα με το άρθρο 37 του Συντάγματος (37Σ), αν κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει στον αρχηγό του κόμματος που διαθέτει τη σχετική πλειοψηφία (το πρώτο κόμμα) διερευνητική εντολή για να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού Κυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Bουλής.
Αν δεν διαπιστωθεί αυτή η δυνατότητα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του δεύτερου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος και εάν δεν τελεσφορήσει και αυτή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του τρίτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος.
Όπως εξάλλου επιτάσσει το 37Σ, κάθε διερευνητική εντολή ισχύει για τρεις ημέρες. Για να μετατραπεί η διερευνητική εντολή σε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης θα πρέπει να προκύψει ότι ο εντολοδόχος πρωθυπουργός διαθέτει την εμπιστοσύνη της Βουλής προτού πάει η κυβέρνηση στη Βουλή.
Aν όμως οι διερευνητικές εντολές δεν τελεσφορήσουν, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, στο πλαίσιο του ρυθμιστικού του ρόλου:
Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ανατίθεται εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης ή διερευνητική εντολή σε αρχηγό κόμματος, αν το κόμμα δεν έχει αρχηγό ή εκπρόσωπο, ή αν ο αρχηγός ή ο εκπρόσωπός του δεν έχει εκλεγεί βουλευτής, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει την εντολή σ' αυτόν που προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος.
H πρόταση για την ανάθεση εντολής γίνεται μέσα σε τρεις ημέρες από την ημέρα που ο Πρόεδρος της Bουλής ή ο αναπληρωτής του ανακοινώνει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τη δύναμη των κομμάτων στη Bουλή η ανακοίνωση αυτή γίνεται πριν από κάθε ανάθεση εντολής.
Με βάση τα προεκτεθέντα αναμένεται, μετά την 25η Ιανουαρίου, ημέρα διεξαγωγής των εθνικών εκλογών, να ισχύσουν τα εξής:
Στις 26 Ιανουαρίου, ημέρα Δευτέρα, εφόσον επιτυγχάνεται απόλυτη πλειοψηφία βουλευτών (151 βουλευτές), ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει πρωθυπουργό τον αρχηγό του πρώτου κόμματος. Αν όμως η πλειοψηφία είναι σχετική, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει την πρώτη διερευνητική εντολή στον αρχηγό του πρώτου κόμματος.
Με δεδομένη την πρόνοια του Συντάγματος ότι η κάθε διερευνητική εντολή διαρκεί τρεις ημέρες, ο κύκλος των διερευνητικών εντολών, μπορεί να έχει ολοκληρωθεί έως τις 3 Φεβρουαρίου 2015, ίσως και νωρίτερα, αν κάποιος αρχηγός δεν εξαντλήσει το τριήμερο (1η διερευνητική εντολή 26, 27, 28 Ιανουαρίου - 2η διερευνητική εντολή 29, 30, 31 Ιανουαρίου - 3η διερευνητική εντολή 1, 2, 3 Φεβρουαρίου).
Αν οι εντολές δεν τελεσφορήσουν, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, καλεί, πιθανότατα στις 4 Φεβρουαρίου, τους αρχηγούς των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή για το σχηματισμό κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνης της Βουλής ή διαφορετικά κυβέρνηση από όλα τα κόμματα για τη διενέργεια εκλογών.
Αν τα κόμματα συμφωνήσουν στη συγκρότηση κυβέρνησης για τη διενέργεια εκλογών, τότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δέχεται την παραίτηση της κυβερνήσεως, διορίζει την κυβέρνηση που θα έχουν υποδείξει τα κόμματα και διαλύει τη Βουλή (σ.σ. η Βουλή συγκαλείται, με βάση το Προεδρικό Διάταγμα που έχει υπογραφεί, στις 5 Φεβρουαρίου).
Σε περίπτωση που αποτύχει η επίτευξη συμφωνίας για την ανάδειξη κυβέρνησης που θα έχει έργο τη διενέργεια εκλογών, τότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναθέτει το σχηματισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου «για να διενεργήσει εκλογές και διαλύει τη Βουλή». Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι το Σύνταγμα στην περίπτωση αυτή δεν τάσσει προθεσμία για τη διάλυση της Βουλής.
Αν όμως δεν τελεσφορήσουν οι διερευνητικές εντολές ή και η συνάντηση των αρχηγών υπό τον Κάρολο Παπούλια, τότε γεννάται το ερώτημα ποιος θα είναι ο βίος της νέας Βουλής που έχει οριστεί ότι συγκαλείται την 5η Φεβρουαρίου και που έχει ως μείζονα προτεραιότητα την εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας.
Σύμφωνα με το Προεδρικό Διάταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής (άρθρο 1 Κανονισμού), στις 5 Φεβρουαρίου θα γίνει η εναρκτήρια συνεδρίαση της βουλευτικής περιόδου και οι βουλευτές θα δώσουν τον οριζόμενο από το Σύνταγμα όρκο.
Τη συνεδρίαση της 5ης Φεβρουαρίου διευθύνει, έως την εκλογή νέου Προέδρου της Βουλής, προσωρινός Πρόεδρος που επικουρείται από τέσσερις Γραμματείς. Τα καθήκοντα του προσωρινού Προέδρου ασκεί ένας από τους Αντιπροέδρους της Βουλής της προηγούμενης βουλευτικής περιόδου, κατά την τάξη της εκλογής τους.
Αν κανείς από τους Αντιπροέδρους δεν έχει εκλεγεί βουλευτής ή αυτοί που έχουν εκλεγεί κωλύονται, τα καθήκοντα του προσωρινού προέδρου ασκεί ο βουλευτής του πρώτου σε αριθμό εδρών κόμματος που έχει τη μακρότερη κοινοβουλευτική θητεία, και μεταξύ περισσοτέρων προηγείται ο πρεσβύτερος στην ηλικία.
Μια ημέρα μετά, την Παρασκευή στις 6 Φεβρουαρίου, οι βουλευτές θα εκλέξουν τον Πρόεδρο της Βουλής. Ο Κανονισμός ρητά ορίζει ότι «μετά την ορκωμοσία των βουλευτών, ο προσωρινός Πρόεδρος καλεί για την επόμενη μέρα τους βουλευτές να εκλέξουν τον Πρόεδρο της Βουλής» (άρθρο 7).
Ο Πρόεδρος της Βουλής εκλέγεται με μυστική ψηφοφορία και με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Αν κανείς δεν συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται μεταξύ των δύο πρώτων σε ψήφους και εκλέγεται αυτός που έλαβε τις περισσότερες ψήφους.
Η Βουλή, υπό την προεδρία του νέου Προέδρου της, κατά την αμέσως επόμενη συνεδρίαση, εκλέγει με διαδοχικές, χωριστές ψηφοφορίες τους Αντιπροέδρους, τους Κοσμήτορες και τους Γραμματείς. Το άρθρο 8 του Κανονισμού μιλάει για την αμέσως επόμενη συνεδρίαση και όχι την επόμενη μέρα και συνεπώς δεν αποκλείεται η εκλογή του προεδρείου να ολοκληρωθεί την ίδια ημέρα, δηλαδή, στις 6 Φεβρουαρίου.
Η κρίσιμη προτεραιότητα της νέας Βουλής είναι η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Σύμφωνα με το άρθρο 32 του Συντάγματος, η Βουλή που αναδεικνύεται από τις νέες εκλογές, αμέσως μόλις συγκροτηθεί σε σώμα, εκλέγει με ονομαστική φανερή ψηφοφορία Πρόεδρο της Δημοκρατίας με την πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών (180 βουλευτές).
Αν δεν επιτευχθεί η πλειοψηφία αυτή, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται μέσα σε πέντε ημέρες και εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνος που συγκέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (151 βουλευτές).
Αν δεν επιτευχθεί ούτε αυτή η πλειοψηφία, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται ακόμη μια φορά, ύστερα από πέντε ημέρες, μεταξύ των δύο προσώπων που πλειοψήφησαν και θεωρείται ότι έχει εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνος που συγκέντρωσε τη σχετική πλειοψηφία.
Με αυτά τα δεδομένα, οι διαδικασίες για το σχηματισμό κυβέρνησης θα έχουν περατωθεί, πιθανόν έως τις 6 Φεβρουαρίου, και αμέσως μετά και την εκλογή Προέδρου και Προεδρείου της Βουλής, ξεκινάει η διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας η οποία δεν μπορεί να είναι πριν από τις 7 Φεβρουαρίου.
Στην περίπτωση που επιτευχθεί ο σχηματισμός κυβέρνησης, σύμφωνα με το Σύνταγμα (84Σ), η κυβέρνηση οφείλει να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής. Μέσα σε 15 ημέρες από ορκωμοσία του Πρωθυπουργού, η Κυβέρνηση υποχρεούται να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής.
Όπως ορίζει το άρθρο 84 του Συντάγματος και το άρθρο 141 του Κανονισμού, η κυβέρνηση απολαύει της εμπιστοσύνης της Βουλής αν η πρόταση εμπιστοσύνης εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών (151 βουλευτές αν είναι παρόντες και οι 300 βουλευτές), η οποία δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερη από τα δύο πέμπτα του όλου αριθμού των βουλευτών (120 βουλευτές).
Σύμφωνα με όσα ορίζει συνεπώς το Σύνταγμα και ο Κανονισμός, για να λάβει μια κυβέρνηση ψήφο εμπιστοσύνης δεν είναι απαραίτητοι πάντοτε 151 ψήφοι. Και αυτό διότι το Σύνταγμα προβλέπει ότι αρκεί η πλειοψηφία των παρόντων, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τα 2/5 του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή από 120 βουλευτές.
Η απαιτούμενη λοιπόν πλειοψηφία είναι 151 μόνο αν οι παρόντες βουλευτές είναι τριακόσιοι (300), το σύνολο δηλαδή των βουλευτών. Αν όμως οι παρόντες είναι, για παράδειγμα 260 τότε η απαιτούμενη πλειοψηφία είναι 131 ενώ αν οι παρόντες βουλευτές είναι, για παράδειγμα, 230, η απαιτούμενη πλειοψηφία δεν είναι 116 αλλά 120 βουλευτές με βάση την πρόνοια ότι η πλειοψηφία δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερη από τα 2/5 του όλου αριθμού των βουλευτών.
Με βάση τα παραπάνω, ένα κόμμα μπορεί, αντί να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης προς μια κυβέρνηση, να επιλέξει την ψήφο ανοχής, να ανακοινώσει δηλαδή εκ των προτέρων ότι οι βουλευτές του θα απόσχουν από την ψηφοφορία για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης.
Μια τέτοια δήλωση περί αποχής, σημαίνει ότι η κυβέρνηση του πρώτου κόμματος θα λάβει ψήφο εμπιστοσύνης και στην περίπτωση αυτή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας οφείλει να δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης.
Πηγή: ΑΜΠΕ