Ίσως το σύμπαν να είναι πολύ πιο έρημο απ’ ό,τι θεωρούνταν μέχρι σήμερα. Κι αυτό γιατί, όπως υποστηρίζουν δύο αστροφυσικοί, από τους 100 δισεκατομμύρια γαλαξίες που περιέχει, μόλις στο 10% επικρατούν συνθήκες που θα επέτρεπαν την ανάπτυξη εξελιγμένων μορφών ζωής, όπως συνέβη στη Γη.
Ίσως το σύμπαν να είναι πολύ πιο έρημο απ’ ό,τι θεωρούνταν μέχρι σήμερα. Κι αυτό γιατί, όπως υποστηρίζουν δύο αστροφυσικοί, από τους 100 δισεκατομμύρια γαλαξίες που περιέχει, μόλις στο 10% επικρατούν συνθήκες που θα επέτρεπαν την ανάπτυξη εξελιγμένων μορφών ζωής, όπως συνέβη στη Γη.
Στο υπόλοιπο 10%, προσθέτουν οι επιστήμονες, ανά τακτά χρονικά διαστήματα εξαιρετικά βίαια γεγονότα έχουν προκαλέσει την εκπομπή μεγάλων ποσοτήτων ακτινοβολίας –ένα φαινόμενο γνωστό ως εκλάμψεις ακτίνων γ– με συνέπεια κάθε φορά να εξαλείφεται οποιοσδήποτε μικροοργανισμός που υπήρχε εκεί και ήταν πιο περίπλοκος από τα μικρόβια.
Η επιστημονική κοινότητα εξετάζει εδώ και χρόνια κατά πόσο μια έκλαμψη ακτίνων γ θα μπορούσε να βλάψει τον πλανήτη μας. Αυτές οι εκπομπές ανακαλύφθηκαν το 1967 και διαχωρίζονται σε δύο τύπους, ανάλογα με τη διάρκεια τους. Έτσι, οι σύντομες εκλάμψεις διαρκούν 1-2 δευτερόλεπτα και κατά κανόνα προέρχονται από τη σύγκρουση αστέρων νετρονίων ή την απορρόφηση ενός αστέρα νετρονίου σε μία μαύρη τρύπα.
Ωστόσο, παρατηρούνται και εκλάμψεις με διάρκεια μεγαλύτερη από μερικές δεκάδες δευτερόλεπτα, που οφείλονται στην κατάρρευση μεγάλων αστρικών σωμάτων.
Αν και αυτές οι εκλάμψεις είναι πιο σπάνιες, εκλύουν 100πλάσια ενέργεια και μπορεί να αποδειχθούν θανατηφόρες για τους πλανήτες που βρίσκονται στην «εμβέλειά» τους.
Ο λόγος είναι πως θα προκαλέσουν αλυσιδωτές χημικές αντιδράσεις στην ατμόσφαιρα του πλανήτη, καταστρέφοντας το στρώμα όζοντος στα ανώτερα επίπεδά της. Έτσι, χωρίς πλέον αυτό το προστατευτικό στρώμα, η υπεριώδης ακτινοβολία του μητρικού αστέρα θα «βομβαρδίζει» για μήνες ή και χρόνια την επιφάνεια του πλανήτη – καταστρέφοντας τις περισσότερες μορφές ζωής.
Πρόσφατα δεδομένα δείχνουν πως αυτές οι μεγαλύτερης διάρκειας εκλάμψεις συμβαίνουν κυρίως σε περιοχές όπου σχηματίζονται νέοι αστέρες με σχετικά χαμηλά επίπεδα σε στοιχεία βαρύτερα από το υδρογόνο και το ήλιο – με χαμηλή «μεταλλικότητα», σύμφωνα με την επιστημονική ορολογία.
Με αυτό ως δεδομένο, το παραπάνω αποκαλυπτικό σενάριο έχει συμβεί συχνά στη συντριπτική πλειονότητα των γαλαξιών του σύμπαντος, σύμφωνα με τον Τσβι Πιράν και τον Ραούλ Χιμένεζ, θεωρητικούς αστροφυσικούς στο πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ και της Βαρκελώνης, αντίστοιχα.
Πιο συγκεκριμένα, στη μελέτη τους που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Physical Review Letters, οι δύο αστροφυσικοί σημειώνουν πως οι περισσότεροι γαλαξίες χαρακτηρίζονται από χαμηλή «μεταλλικότητα». Ως αποτέλεσμα, συμπεραίνουν, στο 90% θα πρέπει να έχουν συμβεί πολλές εκλάμψεις ακτίνων γ στο παρελθόν, καθιστώντας τα περιβάλλοντά τους εντελώς «εχθρικά» για την εξέλιξη της ζωής.
Ακόμη χειρότερα, προσθέτουν, για περίπου 5 δισεκατομμύρια χρόνια μετά τη Μεγάλη Έκρηξη, όλοι οι γαλαξίες βρίσκονταν σε αυτή την κατάσταση, με συνέπεια η ανάπτυξη ανώτερων μορφών ζωής να ήταν απαγορευτική παντού στο σύμπαν.
Αν και η έκθεση σε μεγάλες δόσεις ακτινοβολίας θα εξαφάνισε οποιαδήποτε εξελιγμένη μορφή ζωής, αυτό δεν σημαίνει πως στο 90% των γαλαξιών ενδεχομένως δεν επιβίωσαν ορισμένα «σκληροτράχηλα» βακτήρια.
Ωστόσο, όπως σημειώνουν οι δύο αστροφυσικοί, τέτοια βίαια φαινόμενα είναι βέβαιο πως ανέκοψαν την πορεία εξέλιξης της ζωής προς τα νοήμονα όντα. Μια διαδικασία που, έπειτα από κάθε τέτοια έκλαμψη, ουσιαστικά θα ξεκίνησε πάλι από τα πρώτα στάδια.
Όσον αφορά τον γαλαξία μας, οι ερευνητές εκτιμούν πως οι πλανήτες που βρίσκονται σε απόσταση μικρότερη από 6500 έτη φωτός από το κέντρο του έχουν 95% πιθανότητα να έχουν «βομβαρδισθεί» από μια έκλαμψη μεγάλης διάρκειας μέσα στα τελευταία 1 δισ. χρόνια. Γενικά, συμπεραίνουν, η ανάπτυξη ζωής είχε μεγαλύτερη πιθανότητα για αίσια έκβαση στα ηλιακά συστήματα που βρίσκονται στις εξωτερικές περιοχές των γαλαξιών.
Σύμφωνα με τους δύο ερευνητές, η μελέτη «δείχνει» σε ποιες συμπαντικές περιοχές θα πρέπει να αναζητηθούν πιθανές νοήμονες μορφές ζωής. Για παράδειγμα, το πρόγραμμα SETI, το οποίο προσπαθεί να εντοπίσει με γήινα ραδιοτηλεσκόπια σήματα από εξωγήινους εξελιγμένους πολιτισμούς, επικεντρώνεται κυρίως στο κέντρο του Γαλαξία μας, όπου οι αστέρες έχουν μεγαλύτερη πυκνότητα.
Σε αυτή τη «γειτονιά», ωστόσο, οι εκλάμψεις ακτίνων γ φαίνεται πως απαγόρευσαν τη δημιουργία νοήμονος ζωής, κάτι που σημαίνει πως ίσως οι παρυφές του γαλαξία είναι καλύτεροι υποψήφιοι.