Περίτεχνα έπιπλα - μάρτυρες της καθημερινής ζωής στο Αχίλλειο της Κέρκυρας χαρακτηρίστηκαν, ομόφωνα, μνημεία από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων.
Περίτεχνα έπιπλα - μάρτυρες της καθημερινής ζωής στο Αχίλλειο της Κέρκυρας χαρακτηρίστηκαν, ομόφωνα, μνημεία από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων. Πρόκειται για την τέταρτη κατά σειρά κήρυξη συνόλων μνημείων από το Αχίλλειο. Προηγήθηκαν οι κηρύξεις 61 μαρμάρινων γλυπτών, περίπου 50 πινάκων και χαρακτικών, ενώ η πιο πρόσφατη αφορούσε αρχειακό υλικό και χάλκινα γλυπτά. Ωστόσο, η τελευταία κήρυξη αφορούσε το σπανιότερο σύνολο έργων τέχνης του Αχιλλείου, τα έπιπλά του.
Συγκεκριμένα, χαρακτηρίστηκαν 45 έπιπλα, οκτώ καθρέφτες και ένα εκκλησιαστικό όργανο, που εκτίθενται στις αίθουσες και τους κήπους του Αχιλλείου. Τα έπιπλα διακρίνονται κυρίως σε δύο ενότητες. Η πρώτη, περιλαμβάνει εκείνα που παρήγγειλε η πρώτη ένοικος του Αχιλλείου, αυτοκράτειρα Ελισάβετ, και τα οποία αντανακλούν τις αισθητικές επιλογές στο ανάκτορο στα τέλη του 19ου αιώνα και ανήκουν αισθητικά στο ρεύμα του δεύτερου Ροκοκό ή Ιστορικισμού. Η Ελισάβετ επέλεξε μόνη της τα έπιπλα, γιατί, όπως έγραφε, «αισθάνομαι λιγότερο ξένη εδώ παρά στη Βιέννη». Αυτά κατασκευάστηκαν, κυρίως, από ένα εργαστήριο επίπλων στη Νάπολη και κάποια από εργαστήριο της Βιέννης και ήταν όλα από ξύλο καρυδιάς.
Στην ενότητα αυτή συγκαταλέγονται βιβλιοθήκη με ανάγλυφη διακόσμηση και μαρκετερί, γραφείο και πολυθρόνα με ανάγλυφους γρύπες, ξυλόγλυπτη δίφυλλη ντουλάπα, καθρέφτης με ολόγλυφα δελφίνια και ανάκλιντρο με διακοσμητικά δελφίνια - το αγαπημένο μοτίβο της Ελισάβετ. Επίσης, έπιπλα μέσα στο παρεκκλήσιο, όπως η Αγία Τράπεζα σε ξύλο καρυδιάς με μαύρη λάκα και δύο πάγκοι προσευχής σε ξύλο καρυδιάς και ύφασμα.
Η δεύτερη ενότητα, αφορά σε έπιπλα που παρήγγειλε ο μετέπειτα ιδιοκτήτης του Αχιλλείου, Κάιζερ της Γερμανίας, Γουλιέλμος Β΄. Το ύφος των αντικειμένων αυτών είναι τελείως διαφορετικό, κυριαρχούν οι λιτές γραμμές και τα λειτουργικά έπιπλα. Όλα τα έπιπλα έχουν άσπρη λάκα και κοσμήματα μπρουτζίνας και είναι κατασκευασμένα σε ξύλο δρυός. Μεταξύ άλλων χαρακτηρίστηκαν ως μνημεία, γραφείο σε μορφή αναλογίου με περιστρεφόμενη καρέκλα σε μορφή σέλας, μπουφές με μπρουτζίνα και κόκκινο μάρμαρο, γραφείο με διασταυρούμενα πόδια, αλλά και ένα σιδερένιο κρεβάτι που εκτίθεται ως κρεβάτι της Ελισάβετ, αλλά η νεότερη έρευνα δείχνει ότι ανήκει στον Γουλιέλμο Β΄.
Για το έργο αποκατάστασης
Η γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, αναφέρθηκε στο έργο της αποκατάστασης του Αχιλλείου και επισήμανε ότι «το σημαντικό έργο που έχουμε ξεκινήσει με το υπουργείο Τουρισμού στο Αχίλλειο αφορά, πέρα από την αποκατάσταση των κτηρίων, την προσπάθεια να συντηρηθούν και να προβληθούν κατάλληλα τα αγάλματα και όλα τα κινητά μνημεία. Αυτό αφορά ακόμα και τα πιο πρόσφατα αντικείμενα που υπάρχουν, όπως η σπάνια μηχανή του καζίνου και οι μάρκες του που από μόνες τους είναι άξιες συντήρησης.
Υπάρχει πολύ πλούσιος εξοπλισμός σε όλη τη διάρκεια λειτουργίας του Αχιλλείου που έτσι όπως εκτίθενται είναι υποβαθμισμένος και πρέπει να συντηρηθεί και να προβληθεί σωστά», πρόσθεσε.
Από τις γνωστότερες βασιλικές επαύλεις της Ευρώπης
Το Αχίλλειο είναι μία από τις γνωστότερες βασιλικές επαύλεις της Ευρώπης και ίσως το σημαντικότερο αξιοθέατο αρχιτεκτόνημα της Κέρκυρας που βρίσκεται παρά τον οικισμό Γαστούρι, περίπου 10 χλμ. από την πόλη της Κέρκυρας. Η έπαυλη αυτή σχεδιάστηκε από τους Ιταλούς αρχιτέκτονες Ραφαέλε Καρίττο και Αντόνιο Λάνντι.
Χτίστηκε το 1890 με εξ’ ολοκλήρου δαπάνη της αυτοκράτειρας Ελισάβετ, η οποία λόγω της ευαίσθητης υγείας της ζήτησε την οικοδόμησή της. Την έπαυλη την αφιέρωσε στον Αχιλλέα, απ’ όπου και το όνομά της, τον περίβολο της οποίας πλούτισε με αγάλματα από την αρχαία ελληνική μυθολογία. Εξ’ αυτών τα πιο γνωστά έργα είναι οι «Επτά Μούσες» και ο «Αχιλλέας Θνήσκων» του Χέρτερ. Στο εσωτερικό του φέρει τοιχογραφίες και διακοσμήσεις σημαντικών καλλιτεχνών της εποχής της ανέγερσής του.
Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ιδιοκτησία της έπαυλης πέρασε στο ελληνικό δημόσιο οπότε και ερημώθηκε, μέχρι που το 1962 αποφασίστηκε η εκχώρησή της σε δυτικογερμανική τότε εταιρεία για να λειτουργήσει ως καζίνο, κατά προτροπή του Βασιλέως Παύλου προκειμένου να γίνει εφάμιλλο του Μονακό, με ό,τι θα σήμαινε αυτό για την παράλληλη ανάπτυξη της Κέρκυρας. Τελικά, το καζίνο λειτούργησε με κάποιες μικροδιακοπές έως το 1981, όταν οι τότε πολιτικές εξάρσεις το εξανάγκασαν να κλείσει. Η επαναλειτουργία του άρχισε, υπό τη διεύθυνση του ΕΟΤ, το 1984.
naftemporiki.gr