Υγεία
Τρίτη, 02 Δεκεμβρίου 2014 12:03

Νέα θεραπεία για υποθυρεοειδισμό

Νέα δεδομένα στη θεραπευτική αντιμετώπιση του υποθυρεοειδισμού, για τους ασθενείς με προβλήματα δυσαπορρόφησης, φέρνει μια νέα θυροξίνη σε μορφή  soft gel cap.  Η νέα θυροξίνη soft gel cap παρουσιάζει σημαντικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τις μορφές των δισκίων, ιδιαιτέρως για χορήγηση σε ασθενείς που παρουσιάζουν δυσαπορρόφηση εξαιτίας μεταβολών στο PH του στομάχου.

Νέα δεδομένα στη θεραπευτική αντιμετώπιση του υποθυρεοειδισμού, για τους ασθενείς με προβλήματα δυσαπορρόφησης, φέρνει μια νέα θυροξίνη σε μορφή  soft gel cap.   Η νέα θυροξίνη soft gel cap παρουσιάζει σημαντικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τις μορφές των δισκίων, ιδιαιτέρως για χορήγηση σε ασθενείς που παρουσιάζουν δυσαπορρόφηση εξαιτίας μεταβολών στο PH του στομάχου.

Οι μεταβολές αυτές μπορεί να οφείλονται σε κατανάλωση αντιόξινων, λοίμωξη, κοιλιοκάκη κτλ., καθώς και σε δυσανεξία στη λακτόζη και τη γλουτένη. Οι παραπάνω ανακοινώσεις έγιναν στο πρόσφατο Πανευρωπαϊκό Συνέδριο Θυρεοειδούς, που διοργανώθηκε στην Ισπανία.

Ο καθηγητής Φαρμακευτικής του Πανεπιστημίου του Μόντρεαλ Δρ. Murray Ducharme ανέφερε ότι η χορήγηση θυροξίνης σε μορφή soft gel cap σε ασθενείς με χρόνια γαστρεντερικά προβλήματα (μειωμένη γαστρική οξύτητα) θεωρήθηκε αποτελεσματικότερη θεραπεία σε σύγκριση με τα διάφορα δισκία, λόγω του γεγονότος ότι η απορρόφησή της επηρεάστηκε σημαντικά λιγότερο από ό,τι οι μορφές των δισκίων.

Επιπλέον, ο Καθηγητής Ενδοκρινολογίας του Πανεπιστημίου της Ρώμης Δρ. Marco  Centanni υπογράμμισε ότι ασθενείς με προβλήματα δυσαπορρόφησης της θυροξίνης (χρόνια γαστρίτιδα) στους οποίους κρίθηκε αναγκαία η μείωση της TSH, η δόση της θυροξίνης στην μορφή soft gel cap που τους χορηγήθηκε ήταν μειωμένη κατά 17% σε σύγκριση με την δόση αυτών που έλαβαν θεραπεία με δισκία, για χρονικό διάστημα 18 μηνών. Οι τιμές της TSH όλων των ασθενών στο τέλος της θεραπείας υπήρξαν στατιστικά όμοιες. Η μορφή των soft gel caps μπορεί να χορηγηθεί χωρίς πρόβλημα και σε ασθενείς που παρουσιάζουν δυσανεξία στη λακτόζη και τη γλουτένη.