Οι wearable συσκευές και εφαρμογές fitness που επικεντρώνονται στη φυσική δραστηριότητα γίνονται όλο και πιο δημοφιλείς, ωστόσο όσον αφορά στις διατροφικές συνήθειες και τη γενικότερη δίαιτα του χρήστη, όλες βασίζονται στο κατά πόσον ο ίδιος αναφέρει τα γεύματά του με ακρίβεια.
Οι wearable συσκευές και εφαρμογές fitness που επικεντρώνονται στη φυσική δραστηριότητα γίνονται όλο και πιο δημοφιλείς, ωστόσο όσον αφορά στις διατροφικές συνήθειες και τη γενικότερη δίαιτα του χρήστη, όλες βασίζονται στο κατά πόσον ο ίδιος αναφέρει τα γεύματά του με ακρίβεια.
Ο Dr. Έντουαρντ Σαζόνοφ, επίκουρος καθηγητής ηλεκτρολογίας και μηχανολογίας υπολογιστών του University of Alabama φιλοδοξεί να το αλλάξει αυτό, μέσω της ανάπτυξης ενός αισθητήρα ο οποίος φοριέται γύρω από το αυτί και παρακολουθεί αυτόματα τη διατροφή του χρήστη, παρέχοντας σε ειδικούς και καταναλωτές ακριβείς πληροφορίες, οι οποίες θα μπορούσαν να χαθούν εάν η συσκευή βασιζόταν απλά στην αναφορά από τον ίδιο.
«Η αύξηση βάρους προέρχεται από ανισορροπία μεταξύ της ενέργειας που λαμβάνουμε και της ενέργειας που δαπανούμε» επισημαίνει ο Σαζόνοφ. «Μπορούμε να υπολογίσουμε δίαιτα και λήψη θρεπτικών ουσιών, αλλά η κύρια μέθοδος είναι η αναφορά από εμάς τους ίδιους. Ο αισθητήρας θα μπορούσε να παρέχει αντικειμενικά δεδομένα, βοηθώντας μας να καταλάβουμε καλύτερα τα μοτίβα της λήψης τροφής που σχετίζονται με την παχυσαρκία και τις διαταραχές διατροφής».
Για τους σκοπούς του εγχειρήματος υπάρχει πενταετής χρηματοδότηση 1,8 εκατ. από το National Institute of Health για τη δοκιμή της πρακτικής ακρίβειας του αισθητήρα όσον αφορά στην παρακολούθηση διατροφής. Η συσκευή ήδη έχει αποδειχθεί βιώσιμη, οπότε αναμένεται να αναβαθμιστεί, να μειωθεί περαιτέρω το μέγεθός της και να «επικυρωθεί» ως ένα πιο ολοκληρωμένο και «συμπαγές» τελικό αποτέλεσμα. Το όνομά της είναι AIM (Automatic Ingestion Monitor) και «αντιλαμβάνεται» αυτόματα τη λήψη τροφής ανιχνεύοντας την κίνηση της σιαγόνας όταν ο χρήστης τρώει, ενώ παράλληλα τραβάει φωτογραφίας για την ταυτοποίηση του φαγητού. Τα δεδομένα που προκύπτουν επιτρέπουν τον υπολογισμό της μάζας και του ενεργειακού «προφίλ» του καταναλωθέντος φαγητού. Η συσκευή είναι ειδικά προγραμματισμένη να φιλτράρει άλλες κινήσεις της σιαγόνας (όπως για παράδειγμα στο πλαίσιο της ομιλίας), οι οποίες δεν έχουν να κάνουν με την κατανάλωση φαγητών ή ποτών.
Το ΑΙΜ θα δοκιμαστεί απέναντι σε μια εναλλακτική μέθοδο, η οποία έχει να κάνει με τη μέτρηση του βαθμού εξαφάνισης σταθερών ισοτόπων υδρογόνου και οξυγόνου στο νερό από το σώμα προκειμένου να υπολογίζονται οι θερμίδες που καταναλώνονται μέσα σε μία χρονική περίοδο. Ωστόσο, η συγκεκριμένη περίοδος είναι ακριβή και απαιτεί ιατρική εξειδίκευση, ενώ, αντίθετα με το ΑΙΜ, δεν παρακολουθεί τις διατροφικές συνήθειες.
Πιθανότερο θεωρείται η πρώτη χρήση του ΑΙΜ να είναι ως ιατρική συσκευή, ωστόσο κατά τον Σαζόνοφ, θα μπορούσε να εξελιχθεί σε καταναλωτική συσκευή η οποία θα εξαφάνιζε την ανάγκη για λεπτομερή καταγραφή των διατροφικών συνηθειών από πλευράς των χρηστών.