Πολιτική
Τρίτη, 04 Νοεμβρίου 2014 14:35

Επισημάνσεις του Δ. Σιούφα επί του ν/σ για την έρευνα και την καινοτομία

Σε θετική κατεύθυνση είναι, σύμφωνα με τον πρώην πρόεδρο της Βουλής και πρώην υπουργό Ανάπτυξης Δημήτρη Σιούφα το νομοσχέδιο0 για την έρευνα, την τεχνολογική ανάπτυξη και την καινοτομία, που όμως παράλληλα εκφράζει τον προβληματισμό του και τις επιφυλάξεις του για ορισμένα σημεία.

Σε θετική κατεύθυνση είναι, σύμφωνα με τον πρώην πρόεδρο της Βουλής και πρώην υπουργό Ανάπτυξης Δημήτρη Σιούφα το νομοσχέδιο0 για την έρευνα, την τεχνολογική ανάπτυξη και την καινοτομία, που όμως παράλληλα εκφράζει τον προβληματισμό του και τις επιφυλάξεις του για ορισμένα σημεία.

Όπως αναφέρει:

Πρώτον: Σε αντίθεση με το Ν. 3653/2008 (που ψηφίστηκε επί των ημερών του στο υπουργείο Ανάπτυξης), με το υπό συζήτηση Νομοσχέδιο, η Γενική Γραμματεία Έρευνας και Καινοτομίας ουσιαστικά, μετατρέπεται στον αποκλειστικό φορέα χάραξης και υλοποίησης πολιτικής για την Έρευνα και τη Καινοτομία. Δηλαδή την περίοδο περιορισμού του κράτους που τα κάνει όλα, τώρα τα ξαναπαίρνει όλα. Αντιθέτως με το Ν. 3653, είχαν δημιουργηθεί όλες οι αναγκαίες ασφαλιστικές δικλείδες για την προώθηση της Έρευνας και Τεχνολογίας, ενώ ο ρόλος της Γ.Γ.Ε.Τ περιοριζόταν κυρίως στη συνδρομή της Διϋπουργικής Επιτροπής Έρευνας στη χάραξη και την άσκηση Εθνικής πολιτικής στους τομείς της Έρευνας, της Τεχνολογίας και της Καινοτομίας, στην εποπτεία Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων και στην εκπροσώπηση της Χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τους Διεθνείς Οργανισμούς.

Δεύτερον: Περιορίζεται αισθητά το εύρος και οι αρμοδιότητες του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας, Τεχνολογικής Ανάπτυξης και Καινοτομίας (Ε.Σ.Ε.Κ), το οποίο σε αντίθεση με το Ε.Σ.Ε.Τ του Ν. 3653/2008 θα λειτουργεί πλέον ως απλό συμβουλευτικό όργανο που υποστηρίζει το έργο του Γενικού Γραμματέα έρευνας και Καινοτομίας. Υπενθυμίζω ότι με το Ν.3653/2008, το ΕΣΕΤ αποτελούσε ανεξάρτητο συμβουλευτικό όργανο, υπαγόμενο επ’ ευθείας στον Πρωθυπουργό και ευθύνη να εισηγείται το Εθνικό Πρόγραμμα Έρευνας και Τεχνολογίας προς τη Διυπουργική Επιτροπή για την Έρευνα και τη Τεχνολογία που λειτουργούσε υπό την Προεδρία του Πρωθυπουργού και τη συμμετοχή 13 Υπουργών.

Παράλληλα, η κατάργηση του Εθνικού Οργανισμού Έρευνας και Τεχνολογίας (Ε.Ο.Ε.Τ) που με το Ν.3653 είχε την ευθύνη για τη σύνταξη του Ε.Π.Ε.Τ και η μεταφορά των αρμοδιοτήτων του στη Γ.Γ.Ε.Κ , μετατρέπει τη Γ.Γ.Ε.Κ ως το Φορέα απόλυτου ελέγχου της πολιτικής για την Έρευνα, τη Τεχνολογία και τη Καινοτομία της Χώρας μας. Και αυτό βρίσκεται σε απόλυτη αντίθεση και με τα ισχύοντα στα άλλα κράτη πρωτοπορίας στην έρευνα, την τεχνολογία και την καινοτομία και με το γράμμα και πνεύμα του νόμου 3653/2008 που στόχευε στο διακριτικό ρόλο των εμπλεκόμενων φορέων για την έρευνα και τη Καινοτομία.

Σημειώνω όμως, ειδικά για Ε.Ο.Ε.Τ, ότι αν και δεν εκδόθηκε ποτέ το Προεδρικό Διάταγμα σύστασής του και δεν λειτούργησε ποτέ, ήταν ένας από τους 40 φορείς του Δημοσίου που καταργήθηκαν, τον Αύγουστο του 2011 με το ν. 4002, δηλαδή καταργήθηκε τότε η ιδέα του.

Τρίτον: Χρειάζεται άμεσα και καθαρά αποσαφήνιση της παραγράφου 7 του άρθρου 21 του σχεδίου Νόμου σχετικά με τα προγράμματα εκπαίδευσης στην Νομοθεσία της ευρεσιτεχνίας, άλλως η απόσυρσής της.

Σύμφωνα με τον κ. Σιούφα, ένα σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο για την Έρευνα, τη Τεχνολογία και τη Καινοτομία οφείλει να έχει τα εξής χαρακτηριστικά:

Πρώτον: Να είναι προϊόν διαβούλευσης και όσο το δυνατόν μεγαλύτερης σύγκλισης θέσεων μεταξύ της Κυβέρνησης και των πολιτικών κομμάτων, της ακαδημαϊκής και της ερευνητικής Κοινότητας αλλά και των παραγωγικών φορέων.

Δεύτερον: Να διασφαλίζονται οι αναγκαίες ασφαλιστικές δικλείδες για την εφαρμογή και τη λειτουργία του θεσμικού πλαισίου.

Ο διακριτικός ρόλος της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Καινοτομίας από το Ε.Σ.Ε.Κ κατά τα πρότυπα του Ν. 3653/2008 αποτελεί μια ισχυρή ασφαλιστική δικλείδα στην κατεύθυνση αυτή. Πολύ περισσότερο που η τοποθέτηση στη θέση του Προέδρου του Ε.Σ.Ε.Τ του διακεκριμένου Καθηγητή Ιωσήφ Σηφάκη, τον Μάρτιο του 2014 και η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου του από εξέχοντα μέλη της Ακαδημαϊκής και Ερευνητικής Κοινότητας αποτελεί ένα σημαντικό βήμα αναβάθμισης και αξιοπιστίας.

Τρίτον: Η συνεργασία και η άθροιση δυνάμεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα είναι επιβεβλημένη για ένα αποτελεσματικό θεσμικό πλαίσιο Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας. Είναι άλλο ζήτημα η διαφάνεια στη κατανομή και άντληση πόρων και άλλο οι εμμονές σε παρωχημένα σχήματα και δογματικές απόψεις που αποδεδειγμένα δεν προσθέτουν αλλά αφαιρούν.

Τέταρτον: Οφείλουμε να θέσουμε ποσοτικούς και ποιοτικούς στόχους για την Έρευνα και τη καινοτομία στη Χώρα μας. Πολλές φορές η σύγχυση μεταξύ βασικής και εφηρμοσμένης έρευνας οδήγησε, στο παρελθόν, σε λάθος πολιτικές και αρνητικά αποτελέσματα.

Πέμπτον: Η αξιολόγηση όλων όσων χρηματοδοτούνται με κρατικούς πόρους (όπως είναι και το ΕΣΠΑ) είναι επιβεβλημένη καθώς η Έρευνα, η Τεχνολογία και η Καινοτομία δεν αποτελεί υπόθεση και άβατο της ερευνητικής Κοινότητας, αλλά εθνικό ζήτημα που αφορά όλους μας.

Έκτον: H επιτυχία του νέου θεσμικού πλαισίου για την Έρευνα, τη Τεχνολογία και τη Καινοτομία θα κριθεί κυρίως από το βαθμό κινητοποίησης του πλούσιου ερευνητικού δυναμικού της Χώρας στην Ελλάδα αλλά και στο Εξωτερικό , τη διαφάνεια στη κατανομή των πόρων και την αξιολόγηση. Οι φορείς που παρουσιάζουν ποιοτικό ερευνητικό έργο οφείλεται να επιβραβεύονται σε αντίθεση με εκείνους που θεωρούν ότι τα προγράμματα αποτελούν απλώς το μέσο της χρηματοδότησης της λειτουργίας τους.

Καταλήγοντας ο κ. Σιούφας τονίζει πως η υπόθεση της Έρευνας, της Τεχνολογίας και της Καινοτομίας υπερβαίνει τα όρια μιας κυβέρνησης και αποτελεί βασική προϋπόθεση για μια Ελλάδα που προοδεύει, παράγει, καινοτομεί και διακρίνεται.

Όπως σημειώνει, η συζήτηση για το νομοσχέδιο δίνει τη δυνατότητα σε κυβέρνηση και αντιπολίτευση να αναζητήσουν πεδίο συνεννόησης σε ένα ζήτημα που κατ’ εξοχήν προσφέρεται για πολιτικό διάλογο και σύγκλιση.