Ο αριθμός των τουριστών που επισκέπτονται την Ελβετία για υποβοηθούμενη αυτοκτονία έχει διπλασιαστεί μέσα στα τέσσερα τελευταία χρόνια, προκαλώντας έντονες συζητήσεις στον ιατρικό κόσμο.
Ο αριθμός των τουριστών που επισκέπτονται την Ελβετία για υποβοηθούμενη αυτοκτονία έχει διπλασιαστεί μέσα στα τέσσερα τελευταία χρόνια, προκαλώντας έντονες συζητήσεις στον ιατρικό κόσμο.
Μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Journal of Medical Ethicsαναφέρει ότι οι «τουρίστες» αυτοί, που προέρχονται κυρίως από τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, είναι κυρίως άτομα με νευρολογικές παθήσεις, όπως παράλυση, νόσο των κινητικών νευρώνων, Πάρκινσον και σκλήρυνση κατά πλάκας.
Έρευνα που έγινε στις βάσεις δεδομένων του Ινστιτούτου της Νομικής Ιατρικής στη Ζυρίχη για τα έτη 2008-2012 απεκάλυψε έξι οργανώσεις υποβοηθούμενης αυτοκτονίας στην Ελβετία, εκ των οποίων τέσσερις οι οποίες επιτρέπουν στους υπηκόους και άλλων χωρών να χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες τους. Η έρευνα αποκάλυψε επίσης ότι 611 άτομα από 31 χώρες είχαν έλθει για το σκοπό αυτό στη χώρα μεταξύ 2008 και 2012. Οι ηλικίες τους κυμαίνονταν από 23 έως 97 έτη, με τον μέσο όρο να είναι 69 έτη. Πάνω από το ήμισυ (58,5%) των «τουριστών» αυτών ήταν γυναίκες. Εκτός από τη Γερμανία και τη Βρετανία, την Ελβετία ως τόσο αυτοκτονίας προτίμησαν άτομα από τη Γαλλία, Ιταλία, ΗΠΑ, Αυστρία, Καναδά, Ισπανία και Ισραήλ. Περίπου ένας στους τρεις «τουρίστες» είχαν περισσότερες από μία σοβαρή πάθηση, με κύριες τις νευρολογικές παθήσεις, τον καρκίνο και τις ρευματικές παθήσεις.
Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι το φαινόμενο του τουρισμού αυτοκτονίας, το οποίο είναι μοναδικό στην Ελβετία, είναι τόσο ραγδαία αυξανόμενο, ώστε να αποτελεί ήδη σοβαρό θέμα συζήτησης μεταξύ νομικών και γιατρών στη Γερμανία, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη Γαλλία, που αποτελούν και τις κύριες πηγές αυτού του είδους «τουρισμού». Ωστόσο, οι επιστήμονες μέχρι στιγμής τείνουν σε μεγάλο ποσοστό να δείχνουν κατανόηση για την απόφαση ατόμων με σοβαρές και ιδιαίτερα επώδυνες παθήσεις να μην επιθυμούν την παράταση της ζωής τους, ωστόσο θεωρούν ότι αυτή η απόφαση θα πρέπει να διέπεται από αρχές ιατρικής, νομικής δεοντολογίας και ηθικής.