Ένα γιγάντιο καλαμάρι βάρους σχεδόν 500 κιλών βρέθηκε πρόσφατα να επιπλέει στα νερά της Ανταρκτικής από ένα αλιευτικό σκάφος. Πρόκειται για το δεύτερο του είδους που έχει ποτέ ανακτηθεί και σύμφωνα με τους Νεοζηλανδούς επιστήμονες που το εξετάζουν τώρα, το καλαμάρι ήταν θηλυκό και κουβάλαγε αυγά.
Ένα γιγάντιο καλαμάρι βάρους σχεδόν 500 κιλών βρέθηκε πρόσφατα να επιπλέει στα νερά της Ανταρκτικής από ένα αλιευτικό σκάφος. Πρόκειται για το δεύτερο του είδους που έχει ποτέ ανακτηθεί και σύμφωνα με τους Νεοζηλανδούς επιστήμονες που το εξετάζουν τώρα, το καλαμάρι ήταν θηλυκό και κουβάλαγε αυγά.
Το καλαμάρι εκτιμάται πως είχε μήκος πάνω από τέσσερα μέτρα με απλωμένα πλοκάμια, και διέθετε τρεις καρδιές, μία για την κυκλοφορία του αίματος στο σώμα και δύο ειδικά για τα βράγχια. Τα πλοκάμια του είχαν μήκος πάνω από ένα μέτρο το καθένα, και τα μάτια του είχαν διάμετρο 35 εκατοστά.
Μετά την ανακάλυψή του από τους ψαράδες, το καλαμάρι έμεινε κατεψυγμένο σε μουσείο στην πρωτεύουσα της Νέας Ζηλανδίας Ουέλλινγκτον, ενώ χαρακτηρίζεται ως το καλύτερα διατηρημένο καλαμάρι του είδους του που έχει βρεθεί ποτέ.
«Το συγκεκριμένο καλαμάρι είχε δύο τέλεια μάτια», δήλωσε η Κατ Μπόλσταν, επικεφαλής της εξέτασης του καλαμαριού στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο του Ώκλαντ. «Τα γιγάντια καλαμάρια έχουν πολύ μεγάλα και ευαίσθητα μάτια διότι ζουν σε βαθιά νερά. Είναι πολύ σπάνιο να βρεθεί ένα μάτι σε καλή κατάσταση», πρόσθεσε.
Η αυτοψία του καλαμαριού μεταδόθηκε ζωντανά μέσω του διαδικτύου και παρακολουθήθηκε από περίπου 142.000 άτομα σε 180 χώρες. Το προηγούμενο γιγάντιο καλαμάρι ανακαλύφθηκε επίσης από το ίδιο σκάφος πριν από επτά χρόνια και σήμερα εκτίθεται και αυτό στο Εθνικό Μουσείο της Νέας Ζηλανδίας.
Η επιστημονική ομάδα θα εκτιμήσει την κατάσταση του καλαμαριού και θα αποφασίσει αν θα εκτεθεί δημόσια ή αν θα συνεχίσουν να το εξετάζουν.
Σύμφωνα με την Μπόλσταντ, παλαιότερες θεάσεις τέτοιων καλαμαριών πιθανότατα πυροδότησαν ιστορίες για μυθικά πλάσματα όπως το Κράκεν. Επιπλέον οι φάλαινες που τρέφονται με γιγάντια καλαμάρια συχνά «παίζουν» με το φαγητό τους, γεγονός που ενδεχομένως να έδινε τη λανθασμένη εντύπωση περί «επικών μαχών», πρόσθεσε η Μπόλσταντ.