Νέος, εύπορος, επαγγελματικά επιτυχημένος. Χωρίς ισχυρούς κομματικούς δεσμούς, με φιλοεπιχειρηματικό προφίλ και θητεία στις τράπεζες. Ο Εμανουέλ Μακρόν είναι κάτι παραπάνω από νέος υπουργός Οικονομίας της Γαλλίας.
Νέος, εύπορος, επαγγελματικά επιτυχημένος. Χωρίς ισχυρούς κομματικούς δεσμούς, με φιλοεπιχειρηματικό προφίλ και θητεία στις τράπεζες. Ο Εμανουέλ Μακρόν είναι κάτι παραπάνω από νέος υπουργός Οικονομίας της Γαλλίας.
Ο 36χρονος αντικαταστάτης του Αρνό Μοντεμπούρ έχει σπουδές κατά βάση στη φιλοσοφία, με εξειδίκευση στη φιλοσοφία δικαίου. Είναι μέλος του γαλλικού σοσιαλιστικού κόμματος από 24 ετών, ωστόσο, ποτέ δεν εκτέθηκε σε οποιαδήποτε εκλογική διαδικασία και κατ’ επέκταση δεν κατείχε αξιώματα. Ο ίδιος έχει εργαστεί στον χρηματοπιστωτικό τομέα και τον όμιλο Rothschild .
Σταθμός στην επαγγελματική του σταδιοδρομία έως σήμερα είναι η εξαγορά θυγατρικής της Pfizer από τη Nestle, αξίας άνω των 9 δις ευρώ, μέσω της οποίας κατέστη εκατομμυριούχος. Ερωτηθείς σχετικά, έχει δηλώσει στο Nouvel Observateur: «Τα χρήματα δεν θα πρέπει να αποτελούν ταυτότητα. Πρόκειται για ένα εργαλείο ελευθερίας. Τίποτα περισσότερο».
Ο ίδιος έχει διατελέσει αναπληρωτής γενικός γραμματέας στη Γαλλική Προεδρία, διαδραματίζοντας τον ρόλο συμβούλου του Φρανσουά Ολάντ προς την κατεύθυνση του μετασχηματισμού της γαλλικής οικονομίας πάνω στη βάση μιας σύγχρονης εκδοχής της σοσιαλδημοκρατίας.
Ο Εμανουέλ Μακρόν θεωρείται κατεξοχήν υποστηρικτής της προωθούμενης οικονομικής πολιτικής στο Παρίσι, η οποία βασίζεται στην περικοπή δημοσίων δαπανών και στη διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος πιο φιλικού προς τις επιχειρήσεις, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε επίπεδο φορολόγησης και εργασιακών σχέσεων.
Η αντικατάσταση ενός πολέμιου της λιτότητας από έναν εκφραστή της φιλελεύθερης προσέγγισης της οικονομίας καθησυχάζει τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο. Συγχρόνως πτοεί τους φορείς προσδοκιών για μία «γαλλική επανάσταση» απέναντι στον «γερμανικό ζυγό» του Ευρώ.
Ο Εμανουέλ Μακρόν είναι το μήνυμα της γαλλικής κυβέρνησης του Φρανσουά Ολάντ προς κάθε γωνιά της Ευρωζώνης.
Θυμηθείτε: Τι «τρέχει» με τη γαλλική οικονομία;