EΠΕΣΕ η αυλαία για τον Μάρλον Μπράντο, σε νοσοκομείο του Λος Αντζελες.
Ο ηθοποιός - μύθος έσβησε στα 80 του χρόνια, αλλά το άστρο του θα λάμπει, καθώς οι ερμηνείες του ως Στάνλεϊ Κοβάλσκι στο «Λεωφορείον ο πόθος» και ως Ντον Κορλεόνε στον «Νονό» θα αποτελούν για πολύ καιρό αξεπέραστα σημεία αναφοράς.
Η υποκριτική του φιλοσοφία μπορεί να συμπυκνωθεί στη φράση: «Οταν ο σκηνοθέτης φωνάζει «πάμε», αυτό μπορεί να σημαίνει ότι δεν πρέπει να κάνεις απολύτως τίποτε». Εφερε ένα νέο πνεύμα στην υποκριτική βασισμένο στην άποψη του Στανισλάβσκι, δημιούργησε μια νέα κατεύθυνση για τους κατοπινούς ηθοποιούς. Ο Τζακ Νίκολσον είπε: «Μας έδωσε την ελευθερία μας».
Γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1924. Δύσκολα παιδικά χρόνια στην Ομάχα της Νεμπράσκα, με γονείς αλκοολικούς και απόμακρους.
Αφού πέρασε από στρατιωτικό σχολείο, μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και άρχισε μαθήματα υποκριτικής στο περίφημο Actor's Studio του Λι Στράσμπεργκ.
Πρωτοεμφανίστηκε στο Μπροντγουέι το 1944, όπου έλαβε τον χαρακτηρισμό «ο πιο πολλά υποσχόμενος νέος ηθοποιός», χαρακτηρισμό που θα δικαιώσει το 1947 ως Στάνλεϊ Κοβάλσκι στο θεατρικό έργο του Τενεσί Ουίλιαμς, «Λεωφορείον ο πόθος». Γρήγορα τον ανακάλυψε το Χόλιγουντ και τον πήρε από το θέατρο, ποτέ όμως δεν κατόρθωσε να τον κάνει αποκλειστικά δικό του.
Πρωτοεμφανίστηκε το 1950 στην ταινία «The men», ακολούθησε η κινηματογραφική μεταφορά του «Λεωφορείου», «Βίβα Ζαπάτα», «Ιούλιος Καίσαρ», ο «Ατίθασος», όπου οδηγούσε τη θρυλική μοτοσικλέτα Triumph Boneville και φορούσε ένα δερμάτινο μπουφάν που έγινε αναπόσπαστο στοιχείο της ροκ κουλτούρας.
Το 1954 κέρδισε το πρώτο του Οσκαρ για την ταινία «Το λιμάνι της αγωνίας» του Ηλία Καζάν.
Mερικές από τις ταινίες της δεκαετίας του 1960 ήταν σκέτη καταστροφή. Αναστήθηκε κινηματογραφικά ως Ντον Κορλεόνε το 1972 στην ταινία του Κόπολα «Ο Νονός», η οποία του χάρισε το δεύτερο Οσκαρ του. Ο Μπράντο δεν εμφανίστηκε για να το παραλάβει. Εστειλε στη θέση του μια Ινδιάνα της φυλής Απάτσι για να αρνηθεί εκ μέρους του το βραβείο, διαμαρτυρόμενος έτσι για την εικόνα που το Χόλιγουντ δημιούργησε για τους Ινδιάνους.
Την ίδια χρονιά επίσης προβλήθηκε το πολυσυζητημένο «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι» του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι.
Εκτοτε άρχισε μια καθοδική πορεία στην οποία κυριαρχούν οι σύντομες εμφανίσεις του σε ταινίες. Οι κριτικοί τόν κατηγόρησαν ότι το έκανε μόνο για τα χρήματα και δε σεβάστηκε την ιστορία και τον θρύλο του. Από έναν Μπράντο περιμένει κανείς να γράψει όχι μόνο τη διαθήκη του αλλά και το υστερόγραφο της διαθήκης με αξιοπρέπεια, έγραψε χαρακτηριστικά κριτικός κινηματογράφου.
Το ίδιο ταραχώδης ήταν και η προσωπική του ζωή. Απέκτησε συνολικά 11 παιδιά από τρεις γάμους, ο γιος καταδικάστηκε για φόνο και η κόρη του αυτοκτόνησε. «Προσπάθησα να είμαι καλός πατέρας. Εκανα το καλύτερο που μπορούσα», είχε δηλώσει.