ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ
«Ρυθμίσεις του συστήματος προσλήψεων και θεμάτων δημόσιας διοίκησης»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Ρυθμίσεις του συστήματος προσλήψεων
΄Αρθρο 1
Τροποποίηση των άρθρων 14 και 16 του ν. 2190/1994
1. Η παρ. 6 του άρθρου 14 του ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α΄), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«6. Ποσοστό 5% των προκηρυσσόμενων θέσεων τακτικού προσωπικού και προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, των κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ και 10% των προκηρυσσόμενων θέσεων όμοιου προσωπικού της κατηγορίας ΥΕ για υπηρεσίες και νομικά πρόσωπα της παρ. 1 του παρόντος άρθρου και της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 2527/1997 (ΦΕΚ 206 Α΄) στους νομούς των Περιφερειών Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, Δυτικής Μακεδονίας και Κεντρικής Μακεδονίας, πλην του νομού Θεσσαλονίκης, καλύπτονται από παλιννοστούντες Ποντίους ομογενείς, εφόσον υπάρχουν και δηλώσουν ότι θα υπηρετήσουν στις περιοχές αυτές τουλάχιστον επί μια 10ετία. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται με τα αντίστοιχα ποσοστά και για το σύνολο των ομογενών που αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2790/2000 (ΦΕΚ 24 Α). Ποσοστό 20% των προκηρυσσόμενων θέσεων τακτικού προσωπικού και προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου των κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ κατά νομαρχία, φορέα και κλάδο ή ειδικότητα καλύπτονται από πολύτεκνους και τέκνα πολυτέκνων, εφόσον υπάρχουν. Ο υπολογισμός των ανωτέρω ποσοστών γίνεται, για μεν την εφαρμογή των δύο πρώτων εδαφίων στο σύνολο των θέσεων που προκηρύσσονται κάθε φορά στο σύνολο των περιοχών που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο, για δε την εφαρμογή του τρίτου εδαφίου στο σύνολο των θέσεων κάθε προκήρυξης.
Η κατανομή των θέσεων στους φορείς και για τις πέντε ομάδες:
α) πολυτέκνων και τέκνων πολυτέκνων για τις κατηγορίες ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ,
β) παλιννοστούντων Ποντίων ομογενών για την κατηγορία ΥΕ ,
γ) παλιννοστούντων Ποντίων ομογενών για τις κατηγορίες ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ,
δ) ομογενών ν. 2790/2000 για την κατηγορίας ΥΕ και
ε) ομογενών ν. 2790/2000 για τις κατηγορίες ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ, θα γίνει σε πρώτη φάση με βάση τα ακριβή ποσοστά που αντιστοιχούν στο 20%, 10%, 5%, 10%, 5%, εκφρασμένα σε ακέραιο αριθμό.
Εφόσον δεν καλυφθεί το σύνολο των διατιθέμενων θέσεων με την πρώτη κατανομή, οι υπολειπόμενες θέσεις θα διατεθούν στους φορείς σε δεύτερη φάση, προτασσόμενων εκείνων των φορέων στους οποίους η προστιθέμενη θέση δίνει τη μικρότερη αύξηση στο ποσοστό του 20%, 10%, 5%, 10%, 5% σε κάθε μία από τις πέντε ομάδες αντίστοιχα. Σε περίπτωση κατά την οποία περισσότεροι φορείς έχουν το αυτό αυξημένο ποσοστό, αλλά οι διαθέσιμες θέσεις είναι λιγότερες του αριθμού των φορέων αυτών, προτάσσονται οι φορείς με τον μικρότερο πληθυσμό της έδρας τους».
2. Στο τέλος της παραγράφου 6 του άρθρου 16 του ν. 2190/1994, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 2527/1997 ( ΦΕΚ 206 Α) και συμπληρώθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 20 του ν. 2738/1999 (ΦΕΚ 180 Α), προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:
«Οι υποψήφιοι υποχρεούνται να συμπληρώνουν τα οικεία τετραγωνίδια των αιτήσεων, καθώς και τους κωδικούς, που αναφέρονται σε αντίστοιχα προσόντα ή κριτήρια που απαιτούνται και διαθέτουν. Αν οι υποψήφιοι δεν συμπληρώσουν τα τετραγωνίδια αυτά ή τους κωδικούς ή αν συμπληρώσουν άλλα τετραγωνίδια ή κωδικούς, πλην εκείνων που αναφέρονται στα συγκεκριμένα προσόντα ή κριτήρια, ή αν τα αναφέρουν σε άλλα σημεία της αίτησης, δεν λαμβάνονται υπόψη τα προσόντα ή κριτήρια, έστω και αν προσκομίζονται τα σχετικά δικαιολογητικά, υπό τον όρο ότι τα ανωτέρω αναγράφονται ρητώς στην προκήρυξη.
Τα εδάφια όγδοο και ένατο αυτής της παραγράφου εφαρμόζονται και όταν, σύμφωνα με την προκήρυξη, τα πιστοποιητικά και δικαιολογητικά γενικώς υποβάλλονται εκ των υστέρων, μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων, μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών, που αρχίζει από την επομένη της ανάρτησης στις οικείες Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις των προσωρινών πινάκων κατάταξης ή ονομαστικής αλφαβητικής κατάστασης υποψηφίων που καλούνται να υποβάλουν τα δικαιολογητικά τους».
΄Αρθρο 2
Τροποποίηση των άρθρων 17, 18 και 21 του ν. 2190/1994
1. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 17 ν. 2190/1994, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 3051/2002 (ΦΕΚ 220 Α), αντικαθίσταται ως εξής:
«Η βαθμολογία ορίζεται με άριστα το 100, προκειμένου να καθορισθεί η σειρά κατάταξης στους πίνακες. Με την προκήρυξη δύναται να ορίζεται ορισμένη βαθμολογία ως βάση, εφ΄όσον τούτο κρίνεται απαραίτητο, τόσο στο συνολικό βαθμό της γραπτής εξέτασης, όσο και σε ορισμένα μαθήματα, κάτω της οποίας ο υποψήφιος θεωρείται μη επιτυχών. Για τη σειρά κατάταξης των υποψηφίων στους πίνακες κατάταξης υποψηφίων, η βαθμολογία του γραπτού διαγωνισμού προσαυξάνεται ως ακολούθως:».
2. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης ιγ΄ της παρ. 8 του άρθρου 17 του ν. 2190/1994, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 7 του ν. 3051/2002 (ΦΕΚ 220 Α), αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Για την απόδειξη του χρόνου και του είδους της εμπειρίας ελεύθερου επαγγελματία, στις περιπτώσεις που για την άσκηση του επαγγέλματος απαιτείται άδεια, αρκεί η ύπαρξη της άδειας και η βεβαίωση του οικείου ασφαλιστικού φορέα ότι εξακολουθεί να είναι ασφαλισμένος ως ελεύθερος επαγγελματίας, ενώ τυχόν ζητούμενη εξειδίκευση αυτής της εμπειρίας βεβαιώνεται με υπεύθυνη δήλωση του υποψηφίου, η οποία συνοδεύεται από μία τουλάχιστον σχετική σύμβαση ή δελτία παροχής υπηρεσιών που καλύπτουν ενδεικτικώς τη διάρκεια της εξειδικευμένης εμπειρίας. Αν για την άσκηση του επαγγέλματος δεν απαιτείται άδεια, τα στοιχεία που αποδεικνύουν την εμπειρία του υποψηφίου ως ελεύθερου επαγγελματία καθορίζονται με την προκήρυξη».
3. Το όγδοο εδάφιο της περίπτ. Β΄ της παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 2190/1994, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 3051/2002, αντικαθίσταται ως εξής:
«Η εμπειρία αυτή μπορεί να μη λαμβάνεται υπόψη ως κριτήριο κατάταξης για ένα μέρος του αριθμού των θέσεων κάθε φορέα ανά κλάδο-ειδικότητα που δεν θα υπερβαίνει το 35% αυτών. Οι θέσεις αυτές θα ορίζονται στην προκήρυξη από το ΑΣΕΠ σε συνεργασία με τον οικείο φορέα, ανάλογα με τις πραγματικές ανάγκες για ανανέωση του προσωπικού των θέσεων αυτών. Εξαιρούνται οι περιπτώσεις που, κατά τον οργανισμό ή κανονισμό του οικείου φορέα, η εμπειρία προβλέπεται ως προϋπόθεση διορισμού».
4. Το εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 2190/1994, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 3051/2002, που ορίζει ότι «Για την απόδειξη του είδους της παρασχεθείσας εργασίας με σύμβαση έργου στον ιδιωτικό τομέα απαιτείται επί πλέον και η υποβολή των σχετικών συμβάσεων και δελτίων παροχής υπηρεσιών» καταργείται και στη θέση του τίθεται: «Οι διατάξεις των δύο τελευταίων εδαφίων της περίπτωσης ιγ΄ της παρ. 8 του άρθρου 17 ισχύουν και για την εφαρμογή αυτού του άρθρου».
5. Το εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 2190/1994, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 3051/2002, που αναφέρεται στην κατάταξη μεταξύ ισοβαθμούντων υποψηφίων, αντικαθίσταται ως εξής:
«Μεταξύ των ισοβαθμούντων προηγείται αυτός που έχει περισσότερες μονάδες στο πρώτο κριτήριο (τίτλος σπουδών) και, αν αυτές συμπίπτουν, αυτός που έχει περισσότερες μονάδες στο δεύτερο κριτήριο (δεύτερος τίτλος σπουδών) και ούτω καθεξής. Αν εξαντληθούν τα κριτήρια χωρίς να καταστεί δυνατός ο καθορισμός της σειράς μεταξύ των ισοβαθμούντων, προηγείται αυτός που έχει μεγαλύτερο βαθμό στην ειδική γραπτή δοκιμασία, η οποία προβλέπεται στην επόμενη παράγραφο. Και αν και αυτός συμπίπτει, προηγείται αυτός που έχει τον αρχαιότερο τίτλο σπουδών με βάση το έτος απόκτησής του, και αν και αυτό συμπίπτει προηγείται ο μεγαλύτερος στην ηλικία με βάση την ημερομηνία γέννησής του. Αν εξαντληθούν όλα τα παραπάνω κριτήρια, η μεταξύ τους σειρά καθορίζεται με δημόσια κλήρωση, η οποία διενεργείται πριν την κατάρτιση των οριστικών πινάκων».
6. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 21 ν. 2190/1994, όπως ισχύει, προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:
«Σε κάθε περίπτωση μπορούν να συμμετέχουν στη διαδικασία και υποψήφιοι που έχουν οκτώ (8) μήνες απασχόληση μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα (12) μηνών. Οι υποψήφιοι αυτοί κατατάσσονται στους συντασσόμενους πίνακες μετά τους συνυποψήφιους τους που δεν έχουν καλύψει οκτώ (8) μήνες απασχόλησης σε συνολικό χρόνο δώδεκα (12) μηνών και προσλαμβάνονται μόνον εφόσον δεν είναι δυνατή η κάλυψη του απαιτούμενου αριθμού προσλήψεων από τους προηγούμενους υποψηφίους».
΄Αρθρο 3
Θέματα προκηρύξεων-ανακοινώσεων
1. Οι προθεσμίες ελέγχου των προκηρύξεων και ανακοινώσεων εκ μέρους του Α.Σ.Ε.Π., που προβλέπονται στα άρθρα 1 παρ. 3 του ν. 2527/1997, 21 παρ. 9 του ν. 2190/1994 και 18 παρ. 8 του ν. 2539/1997 (ΦΕΚ 244 Α΄) όπως ισχύουν, ορίζονται σε είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες. Η παραπάνω προθεσμία ισχύει και για τις προκηρύξεις και ανακοινώσεις, για τις οποίες με άλλες διατάξεις ορίζεται μικρότερη προθεσμία ελέγχου εκ μέρους του Α.Σ.Ε.Π..
2. Στο τέλος της παρ. 8 του άρθρου 18 του ν. 2539/1997, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την παρ. 12 του άρθρου 9 του ν. 2623/1998 (ΦΕΚ 139 Α) και την παρ. 5α του άρθρου 27 του ν. 3013/2002 (ΦΕΚ 102 Α΄), προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:
«Δεν επιτρέπεται έκδοση προκήρυξης από Δήμο ή Κοινότητα πριν την πάροδο τριμήνου από την προηγούμενη, ανεξάρτητα από κλάδο ή ειδικότητα».
΄Αρθρο 4
Τροποποίηση διατάξεων του ν. 3051/2002
1. Η παρ. 8 του άρθρου 10 του ν. 3051/2002 (ΦΕΚ 220 Α΄) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«8. Οι φορείς, οι οποίοι διεξάγουν οι ίδιοι, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, τις διαδικασίες πρόσληψης τακτικού προσωπικού τους και προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου, υποχρεούνται να καταρτίζουν, να αναρτούν και ν΄ αποστέλουν στο Α.Σ.Ε.Π. τους πίνακες κατάταξης των υποψηφίων το αργότερο μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες για το τακτικό προσωπικό και είκοσι ημέρες για το προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων. Σε περίπτωση αδικαιολόγητης υπέρβασης του ανωτέρω χρονικού ορίου, που διαπιστώνεται κατά τον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π., οι υπεύθυνοι διώκονται πειθαρχικώς για παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος με βάση την έκθεση ελέγχου της Επιθεώρησης του Α.Σ.Ε.Π.. Αν υπεύθυνοι της αδικαιολόγητης καθυστέρησης είναι δήμαρχοι ή πρόεδροι κοινοτήτων ή μέλη δημοτικών ή κοινοτικών συμβουλίων ή πρόεδροι ή μέλη διοικητικών συμβουλίων δημοτικών ή κοινοτικών νομικών προσώπων δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου, που είναι και αιρετά μέλη της διοίκησης του οικείου δήμου ή κοινότητας, διώκονται πειθαρχικώς κατά τις οικείες διατάξεις του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα, ύστερα από έκθεση επιθεωρητή του Α.Σ.Ε.Π. που διαβιβάζεται στον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας της οικείας Περιφέρειας, ο οποίος υποχρεούται να κινήσει τη σχετική πειθαρχική διαδικασία».
2. Η παρ. 9 του άρθρου 10 του ν. 3051/2002 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«9. Σε περίπτωση μη σύνταξης, μη ανάρτησης ή μη υποβολής στο Α.Σ.Ε.Π. των πινάκων κατάταξης από τους φορείς της προηγούμενης παραγράφου ή μη σύνταξης των οριστικών πινάκων, το αργότερο μέσα σε είκοσι ημέρες μετά την παραλαβή της σχετικής έκθεσης ελέγχου από το Α.Σ.Ε.Π., καθώς και στην περίπτωση της μη αποστολής των πινάκων διοριστέων προς δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ή μη διορισμού των διοριστέων ή μη πρόσληψης των προσληπτέων με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου, οι υπεύθυνοι διώκονται ποινικώς για παράβαση καθήκοντος κατά τις διατάξεις του άρθρου 259 του Ποινικού Κώδικα, ύστερα από έκθεση του Επιθεωρητή του Α.Σ.Ε.Π.».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
Ρυθμίσεις θεμάτων του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (ΕΚΔΔΑ)
΄Αρθρο 5
Θέματα της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και της Εθνικής Σχολής Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
1. Στο τέλος της παρ. 6 του άρθρου 21 του ν. 1388/1983 (ΦΕΚ 113 Α΄) προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:
«Απόφοιτοι της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης (ΕΣΔΔ) μπορούν να συμμετέχουν, ως υποψήφιοι σε εισαγωγικό διαγωνισμό της ΕΣΔΔ μετά παρέλευση 10 ετών από την αποφοίτησή τους, με την προϋπόθεση ότι θα παρακολουθήσουν το πρόγραμμα σπουδών άλλου τμήματος της ΕΣΔΔ από αυτό που αποφοίτησαν».
2. Τα εδάφια έκτο και έβδομο της παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 3200/2003 (ΦΕΚ 281 Α΄) καταργούνται.
΄Αρθρο 6
Λοιπά θέματα του ΕΚΔΔΑ
1. Το άρθρο 5 του Ν. 3200/2003 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«΄Αρθρο 5
1. Συνιστάται στο ΕΚΔΔΑ Συντονιστική Επιτροπή Εκπαίδευσης, η οποία αποτελείται από:
α) τον Γενικό Γραμματέα του ΕΚΔΔΑ ως Πρόεδρο,
β) τέσσερις Διευθυντές της κεντρικής υπηρεσίας του ΕΚΔΔΑ, που ορίζονται με απόφαση του Γ.Γ. του ΕΚΔΔΑ, τους επικεφαλής των εκπαιδευτικών οργανωτικών μονάδων των Υπουργείων και των εκπαιδευτικών φορέων των νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα, όπως εκάστοτε ισχύει, ως μέλη.
Χρέη Γραμματέα της Συντονιστικής Επιτροπής Εκπαίδευσης ασκεί υπάλληλος που υπηρετεί στο ΕΚΔΔΑ και ορίζεται από τον Γενικό Γραμματέα του.
2. Η Συντονιστική Επιτροπή Εκπαίδευσης συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.
3. ΄Εργο της Επιτροπής είναι ο συντονισμός του εκπαιδευτικού έργου των φορέων εκπαίδευσης της δημόσιας διοίκησης και της τοπικής αυτοδιοίκησης. Ειδικότερα, η Επιτροπή συντονίζει το εκπαιδευτικό έργο όσον αφορά:
α) Την καταγραφή των διαθέσιμων υποδομών των φορέων,
β) Την συστηματική και συνεχή καταγραφή των στόχων, πολιτικών και θεματικών αξόνων των δράσεων των φορέων,
γ) Την συστηματική και συνεχή καταγραφή των δράσεων εκπαίδευσης, καθώς και των μελετών και ερευνών που προγραμματίζουν να πραγματοποιήσουν οι φορείς,
δ) Τον συντονισμό των δράσεων των φορέων, με στόχο την αποφυγή επικαλύψεων και την αποτελεσματικότερη αξιοποίηση τόσο των εθνικών και κοινοτικών πόρων, όσο και των διαθέσιμων υποδομών,
ε) Την σύγκλιση των εκπαιδευτικών και ερευνητικών μεθοδολογιών των φορέων, με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας και της αποτελεσματικότητας των δράσεων και
στ) Κάθε άλλο θέμα σχετικό με το συντονισμό του εκπαιδευτικού έργου των φορέων.
4. Η Συντονιστική Επιτροπή Εκπαίδευσης συνέρχεται τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο ύστερα από πρόσκληση του Γενικού Γραμματέα του ΕΚΔΔΑ».
2. Το εδάφιο δ΄, της παρ. 7 του άρθρου 1 του ν. 1388/1983, όπως αρχικά τροποποιήθηκε με τα άρθρα 39 του ν. 1943/1991 (ΦΕΚ 50 Α ) και 8 του ν. 2527/1997 και στη συνέχεια με το άρθρο 2 του ν. 3200/2003 ,αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«δ) πιστοποιεί το επίπεδο γνώσεων και δεξιοτήτων των υπαλλήλων του Δημοσίου, των ν.π.δ.δ. και των Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθμού. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, μετά από γνώμη του Δ.Σ. του ΕΚΔΔΑ, καθορίζονται οι ειδικότητες, η διαδικασία και ο τρόπος πιστοποίησης».
3. Η παράγραφος 5 του άρθρου 32 του ν. 1943/1991, που τροποποιήθηκε αρχικά με την παράγραφο 1 του άρθρου 17 του ν. 2026/1992 (ΦΕΚ 43 Α) και στη συνέχεια με την παράγραφο 1, του άρθρου 21 του ν. 3200/2003, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«5. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Δ.Σ. του ΕΚΔΔΑ, ορίζεται σύστημα ανίχνευσης των εκπαιδευτικών αναγκών της δημόσιας διοίκησης».
4. Στο άρθρο 11 του ν. 1388/1983, όπως ισχύει, προστίθενται παρ. 3 και 4 οι οποίες έχουν ως εξής:
«3. Η πλήρωση των θέσεων ειδικού επιστημονικού προσωπικού του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (ΕΚΔΔΑ), ως υπευθύνων σπουδών και έρευνας, πραγματοποιείται και με μέλη ΔΕΠ των ΑΕΙ και ΕΠ των ΤΕΙ. Στην περίπτωση αυτή αποσπώνται με πλήρη απασχόληση στο ΕΚΔΔΑ, διατηρώντας τα δικαιώματα της κατηγορίας μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ και ΕΠ των ΤΕΙ πλήρους απασχόλησης. Η απόσπαση των ανωτέρω και ο τυχόν καθορισμός πρόσθετης αμοιβής τους γίνεται με τη διαδικασία και τον τρόπο που προβλέπεται στην περίπτωση β΄ της παρ. 2 αυτού του άρθρου.
4. Μόνιμοι υπάλληλοι ή λειτουργοί του δημοσίου ή ν.π.δ.δ., που αποσπώνται στο ΕΚΔΔΑ σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου αυτού, μπορούν να προΐστανται και οργανωτικών μονάδων του ΕΚΔΔΑ».
5. Για την υποστήριξη του εκπαιδευτικού έργου του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (ΕΚΔΔΑ), στο πλαίσιο της αποστολής του, επιτρέπεται η απόσπαση σ΄αυτό εκπαιδευτικών λειτουργών του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
6. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μέσα σε έξι (6) μήνες από τη δημοσίευση αυτού του νόμου, ύστερα από πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης,και με γνώμη του Δ.Σ. του ΕΚΔΔΑ, κωδικοποιούνται σε ενιαίο κείμενο οι διατάξεις που διέπουν το νομοθετικό πλαίσιο του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (ΕΚΔΔΑ), όπως αυτές τροποποιήθηκαν, συμπληρώθηκαν και ισχύουν, καθώς και κάθε άλλη συναφής διάταξη, η οποία τροποποιεί ή συμπληρώνει τις ανωτέρω διατάξεις.
Κατά την κωδικοποίηση αυτή επιτρέπεται, χωρίς αλλοίωση της έννοιας των διατάξεων που ισχύουν, η νέα διάρθρωση του νομοθετικού υλικού, όπως η διάσπαση ή συγχώνευση άρθρων ή προσθήκη νέων και η νέα γενικώς κατάστρωση αυτού, η απάλειψη των διατάξεων που έχουν ρητώς ή σιωπηρώς καταργηθεί, καθώς και των μεταβατικών διατάξεων, η διόρθωση φράσεων που περιέχουν κανόνες οι οποίοι έχουν καταργηθεί, η διενέργεια διορθώσεων και προσαρμογών στη φραστική διατύπωση και η διενέργεια των αναγκαίων προσαρμογών εν όψει της ισχύουσας νομοθεσίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
Ρύθμιση θεμάτων διοίκησης
ΑΡΘΡΟ 7
Βαθμολογική κλίμακα-προαγωγές
Επαναφέρονται σε ισχύ οι διατάξεις των παραγράφων 1-11 του άρθρου 34 του ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α’ ) και αντικαθίστανται ως ακολούθως:
« 1. Οι θέσεις των κατηγοριών Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ), Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ), Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ) και Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ) του προσωπικού που υπάγεται στις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 2683/1999, ΦΕΚ 19 Α΄) κατατάσσονται σε πέντε συνολικά βαθμούς ως ακολούθως:
Βαθμός Α΄
Βαθμός Β΄
Βαθμός Γ΄
Βαθμός Δ΄
Βαθμός Ε΄
2. Οι θέσεις της κατηγορίας Ειδικών Θέσεων (ΕΘ) κατατάσσονται στους βαθμούς 1ο και 2ο. Οι θέσεις των κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ κατατάσσονται στους βαθμούς Δ΄, Γ΄, Β΄ και Α΄, από τους οποίους κατώτερος είναι ο Δ΄ και ανώτερος ο Α΄ . Οι θέσεις της κατηγορίας ΥΕ κατατάσσονται στους βαθμούς Ε΄ , Δ΄ , Γ΄ και Β΄ , από τους οποίους κατώτερος είναι ο Ε΄ και ανώτερος ο Β΄ .
3. Εισαγωγικός βαθμός των κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ είναι ο βαθμός Δ΄ και της κατηγορίας ΥΕ ο βαθμός Ε΄ . Για τους αποφοίτους της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης εισαγωγικός βαθμός είναι ο Β΄ .
4. Οι θέσεις όλων των βαθμών των κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ και ΥΕ είναι σε κάθε κατηγορία οργανικά ενιαίες. Μεταξύ υπαλλήλων του ίδιου βαθμού δεν υπάρχει αρχαιότητα.
5. Για την προαγωγή από βαθμό σε βαθμό απαιτείται:
α) Για την κατηγορία ΥΕ:
Από το βαθμό Ε΄ στο βαθμό Δ΄ 2ετής υπηρεσία στο βαθμό Ε΄, από το βαθμό Δ΄ στο βαθμό Γ΄ 10ετής υπηρεσία στο βαθμό Δ΄ και από το βαθμό Γ΄ στο βαθμό Β΄ 10ετής υπηρεσία στο βαθμό Γ΄ .
β) Για την κατηγορία ΔΕ:
Από το βαθμό Δ΄ στο βαθμό Γ΄ 2ετής υπηρεσία στο βαθμό Δ΄, από το βαθμό Γ΄ στο βαθμό Β΄ 9ετής υπηρεσία στο βαθμό Γ΄ και από το βαθμό Β΄ στο βαθμό Α΄ 8ετής υπηρεσία στο βαθμό Β΄ .
γ) Για την κατηγορία ΤΕ:
Από το βαθμό Δ΄ στο βαθμό Γ΄ 2ετής υπηρεσία στο βαθμό Δ΄, από το βαθμό Γ΄ στο βαθμό Β΄ 8ετής υπηρεσία στο βαθμό Γ΄ και από το βαθμό Β΄ στο βαθμό Α΄ 7ετής υπηρεσία στο βαθμό Β΄ .
δ) Για την κατηγορία ΠΕ:
Από το βαθμό Δ΄ στο βαθμό Γ΄ 2ετής υπηρεσία στο βαθμό Δ΄ , από το βαθμό Γ΄ στο βαθμό Β΄ 5ετής υπηρεσία στο βαθμό Γ΄ και από το βαθμό Β΄ στο βαθμό Α΄ 6ετής υπηρεσία στο βαθμό Β΄ .
6. Ο χρόνος παραμονής στον εισαγωγικό βαθμό όλων των κατηγοριών χαρακτηρίζεται ως δοκιμαστική υπηρεσία σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
7. Για τους υπαλλήλους κατηγορίας ΠΕ ή ΤΕ, κατόχους μεταπτυχιακού ή διδακτορικού διπλώματος, ο χρόνος που απαιτείται για τη βαθμολογική εξέλιξη κατά την παρ. 5 του άρθρου αυτού μειώνεται, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 81 του Υ.Κ. (ν. 2683/1999).
8. Οι προαγωγές γίνονται ύστερα από απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου. Οι υπάλληλοι προάγονται στον αμέσως επόμενο βαθμό, εφόσον έχουν συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο στο βαθμό που κατέχουν, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 5 και 7 του άρθρου αυτού και έχουν σε υψηλό επίπεδο τα ουσιαστικά προσόντα που αναφέρονται στις εκθέσεις αξιολόγησής τους. Ειδικά για την προαγωγή στον Α΄ βαθμό πρέπει ο υπάλληλος να έχει σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο προσόντα που μαρτυρούν διοικητική ικανότητα, όπως αυτά καθορίζονται από την κλίμακα του συστήματος αξιολόγησης των ουσιαστικών προσόντων των υπαλλήλων.
9. Το υπηρεσιακό συμβούλιο τον Απρίλιο κάθε έτους καταρτίζει, με βάση την κατάσταση των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 86 του Υ.Κ. (ν. 2683/1999), πίνακα προακτέων με αλφαβητική σειρά κατά βαθμό, κλάδο και ειδικότητα, καθώς και πίνακα μη προακτέων. Για την εγγραφή στους πίνακες αυτούς κρίνονται οι υπάλληλοι που συμπληρώνουν έως τις 30 Απριλίου του επόμενου έτους τον απαιτούμενο για την προαγωγή χρόνο υπηρεσίας. Η ισχύς των πινάκων αρχίζει την 1η Μαϊου του έτους κατάρτισής τους, ανεξάρτητα από την ημερομηνία οριστικοποίησής τους, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 89 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 2683/1999).
10. Οι υπάλληλοι που περιλαμβάνονται στους πίνακες προακτέων προάγονται υποχρεωτικά μέσα σε ένα μήνα από την κύρωση των πινάκων ή από την ημέρα που συμπληρώνουν τον απαιτούμενο για την προαγωγή χρόνο υπηρεσίας. Η προαγωγή θωρείται ότι συντελείται από την ημέρα που συμπληρώνει ο υπάλληλος το χρόνο υπηρεσίας που απαιτείται για να προαχθεί στον επόμενο βαθμό, ποτέ όμως πριν την έναρξη ισχύος του οικείου πίνακα προακτέων.
11. Οι αποφάσεις προαγωγών δεν δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως».
΄Αρθρο 8
Προϊστάμενοι οργανικών μονάδων
Επαναφέρονται σε ισχύ οι διατάξεις των παραγράφων 1-16 του άρθρου 36 του ν. 2190/1994 και αντικαθίστανται ως ακολούθως:
« 1. Προϊστάμενοι όλων των οργανικών μονάδων τοποθετούνται υπάλληλοι με βαθμό Α΄ των κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις επόμενες παραγράφους. Ως οργανικές μονάδες της παραγράφου αυτής νοούνται η γενική διεύθυνση, η διεύθυνση, το τμήμα, το γραφείο, το αυτοτελές τμήμα, το αυτοτελές γραφείο, καθώς και τυχόν ενδιάμεσα επίπεδα διοίκησης, όπως αυτά προβλέπονται από τις οικείες οργανικές διατάξεις.
2. Η επιλογή προϊσταμένων γενικών διευθύνσεων γίνεται ύστερα από αίτηση υποψηφιότητας, η οποία υποβάλλεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία που τάσσεται από τον οικείο υπουργό ή το μονομελές όργανο διοίκησης του ν.π.δ.δ.και η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δέκα (10) ημερών, από το ειδικό υπηρεσιακό συμβούλιο, που συγκροτείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29 του νόμου αυτού. Η επιλογή γίνεται με βάση τα στοιχεία του προσωπικού μητρώου κάθε υπαλλήλου από τα οποία ιδιαίτερα εκτιμώνται η άρτια επαγγελματική κατάρτιση και οι επιστημονικές γνώσεις, η δραστηριότητα στην υπηρεσία, η ικανότητα ανάληψης πρωτοβουλιών και ευθυνών, η ευχέρεια προγραμματισμού και συντονισμού, καθώς και η ικανότητα υποκίνησης των υφισταμένων για την επίτευξη στόχων. Εφαρμόζονται επίσης και οι διατάξεις της δεύτερης περιόδου του πρώτου εδαφίου της παρ. 7 του άρθρου 82 του Υ.Κ. (βιογραφικό σημείωμα), καθώς και του δεύτερου και τρίτου εδαφίου της αυτής παραγράφου. Ως προϊστάμενοι γενικών διευθύνσεων επιλέγονται μόνιμοι υπάλληλοι της κατηγορίας ΠΕ με βαθμό Α΄ και με την προϋπόθεση ότι έχουν διατελέσει ή είναι προϊστάμενοι διευθύνσεων κατά την ημέρα υποβολής της αίτησης υποψηφιότητας. Σε περίπτωση που προϊστάμενος γενικής διεύθυνσης δεν επιλέγεται για δεύτερη φορά, καταλαμβάνει κενή θέση προϊσταμένου διεύθυνσης και αν δεν υπάρχει, καταλαμβάνει την πρώτη θέση προϊσταμένου διεύθυνσης που θα κενωθεί. Ως τότε θεωρείται προϊστάμενος διεύθυνσης και τα καθήκοντά του προσδιορίζονται με απόφαση του οικείου υπουργού ή του μονομελούς οργάνου διοίκησης του ν.π.δ.δ., ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες. Επίσης, οι γενικοί διευθυντές, οι οποίοι δεν επιλέγονται πάλι μετά τη λήξη της θητείας τους, μπορούν να αποχωρήσουν από την υπηρεσία διατηρούντες τις αποδοχές του γενικού διευθυντή, εφόσον υποβάλλουν αίτηση παραίτησης μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) μηνών από την ανακοίνωση της μη επανεπιλογής τους.
3. Η επιλογή προϊσταμένων διευθύνσεων, τμημάτων και αυτοτελών γραφείων ή αντίστοιχου επιπέδου οργανικών μονάδων γίνεται από το υπηρεσιακό συμβούλιο. Η επιλογή γίνεται με βάση τα στοιχεία του προσωπικού μητρώου κάθε υπαλλήλου, από τα οποία ιδιαίτερα εκτιμώνται η άρτια επαγγελματική κατάρτιση και οι επιστημονικές γνώσεις, η δραστηριότητα στην υπηρεσία, η ικανότητα ανάληψης πρωτοβουλιών και ευθυνών, η ευχέρεια προγραμματισμού και συντονισμού, καθώς και η ικανότητα υποκίνησης των υφισταμένων για την επίτευξη στόχων.
4. Έγγραφη δήλωση του υπαλλήλου, ότι δεν επιθυμεί να κριθεί κατά την επιλογή προϊσταμένων οργανικών μονάδων, εκτιμάται από το υπηρεσιακό συμβούλιο με βάση τις ανάγκες της υπηρεσίας.
5. Η επιλογή προϊσταμένου γίνεται το αργότερο μέσα σε ένα μήνα από τη λήξη της θητείας. Οι κατά τις διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου αυτού προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν το αργότερο ως και την επόμενη ημέρα από τη λήξη της θητείας των προϊσταμένων.
6. Ως προϊστάμενοι διευθύνσεων ή αντίστοιχου επιπέδου οργανικών μονάδων επιλέγονται υπάλληλοι με βαθμό Α΄, οι οποίοι έχουν τουλάχιστον τετραετή υπηρεσία στο βαθμό αυτόν. Αν δεν υπάρχουν υπάλληλοι με την προϋπόθεση αυτή, επιλέγονται υπάλληλοι με τον περισσότερο χρόνο στον Α΄ βαθμό. Αν δεν υπάρχουν ή δεν επαρκούν υπάλληλοι βαθμού Α΄, προϊστάμενοι διευθύνσεων επιλέγονται υπάλληλοι βαθμού Β΄ με τα περισσότερα χρόνια στο βαθμό. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις που από τις κείμενες οργανικές διατάξεις προβλέπονται ενδιάμεσου επιπέδου οργανικές μονάδες μεταξύ διεύθυνσης και τμήματος.
7. Ως προϊστάμενοι τμημάτων και αυτοτελών γραφείων ή αντίστοιχου επιπέδου οργανικών μονάδων επιλέγονται υπάλληλοι με τον Α΄ βαθμό. Αν δεν υπάρχουν ή δεν επαρκούν, επιλέγονται υπάλληλοι Β΄ βαθμού, οι οποίοι έχουν συμπληρώσει κατά κατηγορία ελάχιστο χρόνο υπηρεσίας στο Β΄ βαθμό πέντε (5) έτη προκειμένου για την κατηγορία ΠΕ, έξι (6) έτη για την κατηγορία ΤΕ και οκτώ (8) έτη για την κατηγορία ΔΕ. Αν δεν υπάρχουν υπάλληλοι με τις ανωτέρω προϋποθέσεις επιλέγονται υπάλληλοι Β΄ βαθμού με λιγότερα χρόνια υπηρεσίας.
8. Για την εφαρμογή των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου αυτού, ο αριθμός των κρινόμενων υπαλλήλων για κάθε επίπεδο προϊσταμένων οργανικών μονάδων πρέπει να είναι τουλάχιστο διπλάσιος του αριθμού των κενών θέσεων για τις οποίες γίνεται η κρίση. Εφόσον δεν συμπληρώνεται ο αριθμός αυτός από υπαλλήλους που έχουν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, ο πίνακας των υπαλλήλων που κρίνονται συμπληρώνεται με υπαλλήλους με λιγότερα χρόνια στο βαθμό Α΄ ή με κατώτερο βαθμό. Αν και πάλι δεν συμπληρώνεται διπλάσιος αριθμός, η κρίση γίνεται χωρίς την προϋπόθεση αυτή. Αν στον κλάδο από τον οποίο κατά τις κείμενες διατάξεις λαμβάνεται ο προϊστάμενος υπηρετεί ένας μόνο υπάλληλος, αυτός κρίνεται από το υπηρεσιακό συμβούλιο αυτοτελώς.
9. Όσοι επιλέγονται από το ειδικό υπηρεσιακό συμβούλιο του άρθρου 29 και τα υπηρεσιακά συμβούλια τοποθετούνται, με απόφαση του οικείου οργάνου, ως προϊστάμενοι σε αντίστοιχου επιπέδου οργανικές μονάδες για τρία (3) έτη. Οι τοποθετούμενοι ως προϊστάμενοι εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους και μετά τη λήξη της θητείας τους ως την τυχόν επανεπιλογή τους ή την τοποθέτηση νέου προϊσταμένου.
10. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 11, υπάλληλος που μετά την ισχύ του παρόντος επιλέγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού ή του άρθρου 37 για τρίτη φορά ως προϊστάμενος διεύθυνσης ή αντίστοιχου επιπέδου οργανικής μονάδας, θεωρείται ότι καταλαμβάνει αυτοδικαίως θέση προϊσταμένου αντίστοιχου επιπέδου. Επίσης, υπάλληλος που επιλέγεται για τρίτη φορά ως προϊστάμενος τμήματος, αυτοτελούς γραφείου ή αντίστοιχου επιπέδου οργανικής μονάδας, καθώς και ενδιάμεσων οργανικών μονάδων μεταξύ διεύθυνσης και τμήματος ή τμήματος και γραφείου ή αντίστοιχου επιπέδου οργανικών μονάδων, όπως αυτές προβλέπονται από τις οικείες οργανικές διατάξεις, θεωρείται ότι καταλαμβάνει αυτοδικαίως οργανική θέση προϊσταμένου αντίστοιχου επιπέδου. Όσοι καταλαμβάνουν κατά την παράγραφο αυτή οργανικές θέσεις προϊσταμένων κρίνονται εφεξής μόνο για επιλογή σε θέσεις προϊσταμένων οργανικών μονάδων ανώτερου επιπέδου. Σε περίπτωση κατά την οποία υπάλληλος, που επιλέγεται με τις διατάξεις του παρόντος ως προϊστάμενος διεύθυνσης ή αντίστοιχου επιπέδου οργανικής μονάδας, δεν επανεπιλέγεται μετά τη λήξη της θητείας του, καταλαμβάνει, χωρίς κρίση υπηρεσιακού συμβουλίου, θέση προϊσταμένου τμήματος ή αντίστοιχου επιπέδου οργανικής μονάδας, εκτός αν το υπηρεσιακό συμβούλιο με αιτιολογημένη απόφασή του κρίνει διαφορετικά.
11. Με απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου, ο προϊστάμενος μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του, και πριν από τη λήξη της τριετίας, για σοβαρό λόγο αναγόμενο στην πλημμελή άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων και ιδιαίτερα για αδικαιολόγητη επιείκεια ή μεροληψία κατά τη σύνταξη των εκθέσεων αξιολόγησης, αποδεδειγμένα μη προσήκουσα συμπεριφορά προς τους πολίτες, ευθυνοφοβία, απροθυμία για την εφαρμογή μεθόδων οργάνωσης, λειτουργίας και αποδοτικότητας, αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη διεκπεραίωση των υποθέσεων, κακή συνεργασία με λοιπούς προϊσταμένους, μειωμένη ποσοτική απόδοση. Ο προϊστάμενος μπορεί επίσης να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του με αίτησή του, ύστερα από απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου, που συνεκτιμά τις υπηρεσιακές ανάγκες. Στην περίπτωση αυτή, και ανεξάρτητα από τους λόγους της παραίτησης, στερείται του δικαιώματος επιλογής του ως προϊσταμένου οργανικής μονάδας για μία τριετία.
12. Αν κενωθεί ή συσταθεί θέση προϊσταμένου πριν από τη λήξη της τριετίας, το υπηρεσιακό συμβούλιο επιλέγει νέο προϊστάμενο για το υπόλοιπο της θητείας. Η επιλογή προϊσταμένων για τις θέσεις που κενώθηκαν ή συστάθηκαν γίνεται το αργότερο μέσα σε ένα μήνα από τότε που οι θέσεις κενώθηκαν ή συστάθηκαν. Για την επιλογή, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, απαιτείται να υποβληθεί αίτηση από τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο στην οικεία υπηρεσία διοικητικού ή προσωπικού, το αργότερο μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την ημέρα που έλαβε γνώση, με φροντίδα της υπηρεσίας προσωπικού. Το υπηρεσιακό συμβούλιο δεν κωλύεται να επιλέξει ως προϊστάμενο και υπάλληλο που δεν υπέβαλε αίτηση, ιδίως αν υπηρετεί στον τόπο που θα ασκήσει καθήκοντα προϊσταμένου.
13. Αν οι υπάλληλοι που κρίνονται για να επιλεγούν ως προϊστάμενοι στις ίδιες θέσεις υπάγονται στην αρμοδιότητα διαφορετικών υπηρεσιακών συμβουλίων, με απόφαση του οργάνου, που συγκροτεί τα υπηρεσιακά συμβούλια, ορίζεται το υπηρεσιακό συμβούλιο που διενεργεί την επιλογή.
14. Τον προϊστάμενο μη αυτοτελούς γραφείου ή αντίστοιχου επιπέδου μη αυτοτελούς οργανικής μονάδας ορίζει ο προϊστάμενος της αμέσως υπερκείμενης οργανικής μονάδας από τους υπαλλήλους που υπάγονται σε αυτόν και έχουν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 7 του άρθρου αυτού, χωρίς επιλογή από το υπηρεσιακό συμβούλιο.
15. Με τους οργανισμούς των οικείων υπηρεσιών καθορίζονται οι κλάδοι ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ, των οποίων οι υπάλληλοι κρίνονται για την κατάληψη θέσεων προϊσταμένων των κατά περίπτωση οργανικών μονάδων, ανάλογα με την ειδικότητα του κλάδου και το αντικείμενο των συγκεκριμένων οργανικών μονάδων. Κατά την πρώτη εφαρμογή του νόμου αυτού η ρύθμιση αυτή μπορεί να γίνει με κοινή απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού, εφόσον από τις οικείες οργανικές διατάξεις δεν προβλέπονται οι κλάδοι από τους οποίους προέρχονται οι προϊστάμενοι.
16. Οι κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού προϊστάμενοι είναι πειθαρχικώς προϊστάμενοι κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 117 του Υ.Κ., ανεξαρτήτως του βαθμού που αυτοί φέρουν. Οι προϊστάμενοι αυτοί έχουν τις αντίστοιχες πειθαρχικές αρμοδιότητες του άρθρου 118 του Υ.Κ.»
΄Αρθρο 9
Υπηρεσιακά συμβούλια
1. Επαναφέρονται σε ισχύ οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 29 του ν. 2190/1994 και αντικαθίστανται ως ακολούθως:
« 3. Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, για την επιλογή ως προϊσταμένων γενικών διευθύνσεων των υπαλλήλων που υπάγονται στον Υπαλληλικό Κώδικα (ν. 2683/1999), συνιστάται στο Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο που αποτελείται από:
α. Έναν επίτιμο Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή επίτιμο Σύμβουλο της Επικρατείας ή Αρεοπαγίτη ή Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως πρόεδρο, με αναπληρωτή του πρόσωπο που έχει οποιαδήποτε από τις ανωτέρω ιδιότητες.
β. ΄Έναν καθηγητή δημόσιου δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών και έναν καθηγητή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, που ορίζονται με όμοιους αναπληρωτές τους από τον οικείο Πρύτανη, ύστερα από γνώμη της οικείας Σχολής.
γ. ΄Ένα δικηγόρο παρ΄Αρείω Πάγω, ειδικευμένο σε θέματα δημόσιου δικαίου, που ορίζεται με όμοιο αναπληρωτή του από τον Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.
δ. Δύο γενικούς διευθυντές από τους οποίους ένας του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και ένας του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, με αναπληρωτές τους γενικούς διευθυντές των ίδιων υπουργείων,
ε. Τον πρόεδρο της Α.Δ.Ε.Δ.Υ., με αναπληρωτή του μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της, το οποίο ορίζει η ίδια».
Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 161 παρ. 1, 162 και 163 του Υ.Κ.
2. Επαναφέρονται σε ισχύ οι διατάξεις των παραγράφων 1-4, 6-8, 10, 12 και 13 του άρθρου 37 του ν. 2190/1994 και αντικαθίστανται ως ακολούθως:
«1. Τα υπηρεσιακά συμβούλια του προσωπικού των δημόσιων υπηρεσιών και των ν.π.δ.δ., που υπάγονται στον Υπαλληλικό Κώδικα, είναι πενταμελή και αποτελούνται από:
α) Τρεις μόνιμους υπαλλήλους με βαθμό Α΄, από αυτούς που υπάγονται στην αρμοδιότητα του υπηρεσιακού συμβουλίου και υπηρετούν στην έδρα του ή στο νομό Αττικής για τα υπηρεσιακά συμβούλια που εδρεύουν στο νομό αυτόν.
β) Δύο αιρετούς εκπροσώπους των υπαλλήλων με βαθμό Α΄.
2. Τα υπό στοιχείο α΄ μέλη της προηγούμενης παραγράφου ορίζονται από τον οικείο υπουργό ή το διοικητικό συμβούλιο του νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου, από υπαλλήλους που έχουν τις προϋποθέσεις των παραγράφων 3 και 6 του άρθρου 36 του νόμου αυτού. Τα μέλη αυτά τοποθετούνται από το οικείο όργανο ως προϊστάμενοι διευθύνσεων, όπως αυτές ορίζονται στις οικείες οργανικές διατάξεις, για μία τριετία.
Τα υπό στοιχείο β΄ μέλη της παραγράφου 1 εκλέγονται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία. Ο τρόπος, η διαδικασία και οι λοιπές προϋποθέσεις της εκλογής καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη της Α.Δ.Ε.Δ.Υ.
Η γνώμη της Α.Δ.Ε.Δ.Υ. παρέχεται μέσα σε εύλογη προθεσμία που τάσσεται από τον Υπουργό Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δεκαπέντε (15) ημέρες. Μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής η απόφαση εκδίδεται και χωρίς τη γνώμη της Α.Δ.Ε.Δ.Υ.
3. Τα μέλη του υπηρεσιακού συμβουλίου ορίζονται ή εκλέγονται αντίστοιχα με ισάριθμους αναπληρωτές. Αν λυθεί η υπαλληλική σχέση αιρετού μέλους του συμβουλίου, τακτικό μέλος ορίζεται ο επόμενος στη σειρά εκλογής για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα της θητείας.
4. Με την απόφαση συγκρότησης του υπηρεσιακού συμβουλίου ορίζεται ο πρόεδρος και ο αναπληρωτής του μεταξύ των τακτικών μελών του υπηρεσιακού συμβουλίου».
«6. Αν ο αριθμός των θέσεων προϊσταμένων διεύθυνσης της οικείας υπηρεσίας, οι οποίες υπάγονται για την πλήρωσή τους στην αρμοδιότητα του ίδιου υπηρεσιακού συμβουλίου, είναι τέσσερις έως και έξι, ορίζονται από τον οικείο υπουργό δύο προϊστάμενοι διευθύνσεων σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού και αποτελούν αυτοδίκαια τα δύο υπό στοιχείο α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού μέλη του υπηρεσιακού συμβουλίου. Ως τρίτο μέλος ορίζεται είτε υπάλληλος άλλου κλάδου που δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα του ίδιου υπηρεσιακού συμβουλίου είτε υπάλληλος άλλης δημόσιας υπηρεσίας ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Αν ο αριθμός των θέσεων προϊσταμένων διεύθυνσης της οικείας υπηρεσίας, οι οποίες υπάγονται για την πλήρωσή τους στην αρμοδιότητα του ίδιου υπηρεσιακού συμβουλίου είναι μικρότερος των τεσσάρων, επιλέγεται ένας προϊστάμενος διεύθυνσης, ο οποίος αποτελεί αυτοδίκαια το ένα υπό στοιχείο α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού μέλος του υπηρεσιακού συμβουλίου. Τα άλλα δύο μέλη ορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου.
7. Στα υπηρεσιακά συμβούλια των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, αν δεν υπάρχουν υπάλληλοι του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με βαθμό Α΄, ορίζονται μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι ή υπάλληλοι άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με βαθμό Α΄. Αν και τα τρία μέλη του υπηρεσιακού συμβουλίου νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου είναι δημόσιοι υπάλληλοι ή υπάλληλοι άλλου νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου 6. Αν το ένα μόνο ή τα δύο μέλη είναι δημόσιοι υπάλληλοι ή υπάλληλοι άλλου νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου, οι διατάξεις της παραγράφου 6 εφαρμόζονται για την επιλογή δύο ή ενός, κατά περίπτωση, προϊσταμένων διεύθυνσης που θα αποτελέσουν μέλη του υπηρεσιακού συμβουλίου. Επίσης οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζονται στα κοινά υπηρεσιακά συμβούλια νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου.
8. Αν τα αιρετά μέλη του υπηρεσιακού συμβουλίου περιλαμβάνονται μεταξύ αυτών που κρίνονται για προϊστάμενοι οργανικής μονάδας, κρίνονται κατά την πρώτη συνεδρίαση και δεν μπορούν να συμμετάσχουν σε αυτή για την κρίση που τους αφορά. Αν και τα αναπληρωματικά μέλη έχουν το ίδιο κώλυμα, το υπηρεσιακό συμβούλιο συνεδριάζει με τα υπόλοιπα μέλη».
«10. ΄Εως τη συγκρότηση των υπηρεσιακών συμβουλίων του άρθρου αυτού, εξακολουθούν να λειτουργούν τα υπάρχοντα».
«12. Στα περιφερειακά υπηρεσιακά συμβούλια διοικητικού προσωπικού του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων μπορεί να ορίζονται ως πρόεδρος και μέλη εκπαιδευτικοί λειτουργοί με βαθμό Α΄ από τους υπηρετούντες στην πόλη της έδρας του υπηρεσιακού συμβουλίου, εφόσον δεν υπάρχουν μόνιμοι υπάλληλοι από τους αναφερόμενους στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού».
«13. Δεν υπάγονται στις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων 1 έως και 11 τα υπηρεσιακά συμβούλια της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, της Ακαδημίας Αθηνών, των Α.Ε.Ι και Τ.Ε.Ι., της ΣΕΛΕΤΕ και της Σιβιτανιδείου Σχολής, για τα οποία επιτρέπεται προσαρμογή τους προς τις ρυθμίσεις του παρόντος με κοινές αποφάσεις του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του οικείου Υπουργού, ή βάσει ισχυουσών ιδίων διατάξεων».
3. Οι ειδικές διατάξεις για τη συγκρότηση των υπηρεσιακών συμβουλίων των ανεξαρτήτων αρχών του ν. 3051/2002 (ΦΕΚ 102 Α΄) ή άλλων ανεξαρτήτων αρχών δεν θίγονται.
΄Αρθρο 10
Λήξη θητείας συλλογικών οργάνων και οργάνων διοίκησης
1. Επαναφέρεται σε ισχύ η παράγραφος 1 του άρθρου 29 του ν. 2190/1994 και αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου λήγει αυτοδικαίως η θητεία των μελών των υπηρεσιακών συμβουλίων των δημόσιων υπηρεσιών, των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου και των νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων, περιλαμβανομένων και των μελών του ειδικού υπηρεσιακού συμβουλίου του άρθρου 160 του Υ.Κ. και του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου του άρθρου 163 α του Υ.Κ.
Εξαιρούνται τα αιρετά μέλη των υπηρεσιακών συμβουλίων και τα μέλη των ανεξάρτητων αρχών του ν. 3051/2002, που είναι μέλη υπηρεσιακών συμβουλίων των αρχών αυτών, καθώς και τα υπηρεσιακά συμβούλια του Υπουργείου Εξωτερικών, των πρωτοβάθμιων ΟΤΑ και του εκπαιδευτικού προσωπικού του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου εφαρμόζονται και για τα με οποιαδήποτε ονομασία συμβούλια ή επιτροπές κρίσεως θεμάτων υπηρεσιακής κατάστασης πολιτικών υπαλλήλων των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, οργανισμών, επιχειρήσεων και εταιρειών που ανήκουν στο κράτος ή το κράτος κατέχει το 51% του μετοχικού ή εταιρικού κεφαλαίου ή διορίζει τον διοικητή ή τον πρόεδρο ή το διοικητικό συμβούλιο, πλην αυτών που έχουν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο και των θυγατρικών τους εταιρειών».
2. Από τη δημοσίευση του παρόντος λήγει, επίσης αυτοδικαίως, η θητεία, είτε αυτή καθορίζεται από συγκεκριμένη διάταξη είτε προκύπτει από σύμβαση, των μελών των διοικητικών συμβουλίων ή άλλης ονομασίας συλλογικών οργάνων διοίκησης, καθώς και των μονομελών οργάνων διοίκησης (διοικητών, υποδιοικητών, προέδρων, αντιπροέδρων, εντεταλμένων ή διευθυνόντων συμβούλων, γενικών ή ειδικών γραμματέων, γενικών επιθεωρητών ή επικεφαλής σωμάτων επιθεώρησης, προϊσταμένων των αρχών που προβλέπονται στον ν. 2860/2000, ΦΕΚ 251 Α, γενικών ή αναπληρωτών γενικών διευθυντών, διευθυντών ή προϊσταμένων υπηρεσιών, ή άλλης ονομασίας μονομελών οργάνων διοίκησης) υπηρεσιών του δημοσίου και των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, καθώς και των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, οργανισμών, επιχειρήσεων και εταιρειών του τελευταίου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου, πλην των εξαιρουμένων. Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου εφαρμόζονται και για τα λοιπά συλλογικά όργανα (νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, επιστημονικά ή γνωμοδοτικά συμβούλια ή επιτροπές κ.λπ.) των αυτών ως άνω φορέων, για τα οποία προβλέπεται ορισμένη θητεία. Εξαιρούνται από τις διατάξεις αυτής της παραγράφου τα αιρετά μέλη ή μονομελή όργανα, αυτά που υποδεικνύονται κατά τον νόμο, οργανισμό ή κανονισμό ή συλλογική σύμβαση, από επαγγελματικές οργανώσεις, οι πρόεδροι και τα μέλη των ανεξαρτήτων αρχών του ν. 3051/2002 και αυτά που διορίστηκαν μετά την 15.3.2004, καθώς και τα συλλογικά όργανα των ΟΤΑ πρώτου και δεύτερου βαθμού και τα μονομελή όργανα διοίκησης των ΟΤΑ πρώτου βαθμού.
΄Αρθρο 11
Μεταβατικές διατάξεις
1. Επαναφέρονται σε ισχύ οι διατάξεις των παραγράφων 1-7 του άρθρου 38 του ν. 2190/1994 και αντικαθίστανται ως ακολούθως:
«1. Οι θέσεις των υπαλλήλων κάθε κλάδου διαβαθμίζονται αυτοδικαίως ενιαία σε όλους τους βαθμούς της οικείας κατηγορίας, σύμφωνα με τις παραγράφους 1-4 του άρθρου 34 του νόμου αυτού.
2. Οι υπάλληλοι, που υπηρετούν κατά την έναρξη της ισχύος αυτού του νόμου, κατατάσσονται αυτοδικαίως στους βαθμούς της κατηγορίας που υπηρετούν, με βάση το συνολικό χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας που έχουν διανύσει, σύμφωνα με τις παραγράφους 1-7 του άρθρου 34 του νόμου αυτού. Τυχόν πλεονάζων χρόνος θεωρείται ότι διανύθηκε στο βαθμό κατάταξης. Για την κατάταξη και τον καθορισμό του χρόνου, που σύμφωνα με την παράγραφο αυτή και τις παραγράφους 3 και 4 θεωρείται ότι έχει διανυθεί στο βαθμό στον οποίο κατατάσσεται ο υπάλληλος, δεν υπολογίζονται:
α. τα χρονικά διαστήματα που προβλέπονται από το άρθρο 88 του Υπαλληλικού Κώδικα (διαθεσιμότητας, αργίας, αδικαιολόγητης αποχής από τα καθήκοντα, προσωρινής παύσης και αναστολής άσκησης καθηκόντων),
β. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο στερήθηκε ο υπάλληλος το δικαίωμα για προαγωγή,
γ. ένα έτος για κάθε φορά που ο υπάλληλος κρίθηκε ως μη προακτέος και
δ. χρονικό διάστημα ίσο προς το μισό του απαιτούμενου προς προαγωγή χρόνου, σε περίπτωση επιβολής της πειθαρχικής ποινής του υποβιβασμού.
3. Για την κατάταξη, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, στο συνολικό χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας δεν υπολογίζεται το μισό του πέραν της δεκαετίας χρόνου, που διανύθηκε με τυπικό προσόν κατώτερης κατηγορίας.
4. Υπάλληλοι, οι οποίοι υπηρετούν σε κατηγορία ανώτερη των τυπικών προσόντων που κατέχουν, κατατάσσονται στους βαθμούς της κατηγορίας που υπηρετούν και ως χρόνος εξέλιξής τους λογίζεται ο χρόνος που απαιτείται στην κατηγορία της οποίας έχουν το τυπικό προσόν. Για τους υπαλλήλους της ΔΕ κατηγορίας με κατώτερο τυπικό προσόν, ως χρόνος εξέλιξής τους λογίζεται αυτός της ΔΕ κατηγορίας.
5. Για τις κατατάξεις, που προβλέπονται από τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων 2, 3, και 4 του άρθρου αυτού, εκδίδονται διαπιστωτικές πράξεις, που δεν δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
6. Ως την επιλογή προϊσταμένων οργανικών μονάδων κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, καθήκοντα προϊσταμένων εξακολουθούν να ασκούν οι κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου προϊστάμενοι ή αναπληρωτές αυτών, εκτός αν ο οικείος υπουργός ή το ανώτατο όργανο διοίκησης του οικείου ν.π.δ.δ., με απόφασή τους ορίσουν προσωρινά άλλους προϊσταμένους, με την προϋπόθεση ότι έχουν διατελέσει προϊστάμενοι οργανικών μονάδων επιπέδου τουλάχιστον τμήματος, εφόσον αυτό επιβάλλεται για αντιμετώπιση εξαιρετικών υπηρεσιακών αναγκών. Οι προσωρινά οριζόμενοι προϊστάμενοι από τον υπουργό ή το ανώτατο όργανο διοίκησης του ν.π.δ.δ. παύουν να ασκούν τα καθήκοντά τους μετά την παρέλευση έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Σε κάθε περίπτωση οι κατά τη δημοσίευση του παρόντος γενικοί διευθυντές διατηρούν την ιδιότητά τους αυτή και τα απορρέοντα από αυτήν δικαιώματα ως την τυχόν επανεπιλογή τους ή την τοποθέτηση νέων γενικών διευθυντών, σύμφωνα με το παρόν άρθρο και αποχωρούν με το βαθμό και τις αποδοχές του γενικού διευθυντή, εφόσον επιλέξουν την αποχώρησή τους, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 36.
7. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και των κατά περίπτωση αρμόδιων υπουργών, επιτρέπεται η προσαρμογή διατάξεων προς τις ρυθμίσεις του νόμου αυτού, εφόσον αυτό επιβάλλεται λόγω της μεταβολής του βαθμολογικού συστήματος και τα σχετικά θέματα δεν ρυθμίζονται από το νόμο αυτόν. Η ισχύς των προεδρικών αυτών διαταγμάτων μπορεί να ανατρέχει στην έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού».
2. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος:
α. Για την επιλογή γενικών διευθυντών κρίνονται οι υπάλληλοι που κατατάσσονται, σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, στο βαθμό Α΄ της κατηγορίας ΠΕ και έχουν συνολικό χρόνο υπηρεσίας είκοσι (20) έτη.
β. Για την επιλογή διευθυντών κρίνονται οι υπάλληλοι που κατατάσσονται στο βαθμό Α΄ και έχουν συνολικό χρόνο υπηρεσίας δέκα επτά (17) έτη οι υπάλληλοι κατηγορίας ΠΕ, είκοσι ένα (21) έτη οι υπάλληλοι κατηγορίας ΤΕ και είκοσι τρία (23) έτη οι υπάλληλοι κατηγορίας ΔΕ.
γ. Για την επιλογή τμηματαρχών κρίνονται οι υπάλληλοι που κατατάσσονται στο βαθμό Α΄ και έχουν ένα τουλάχιστον έτος πλεονάζοντα χρόνο υπηρεσίας στο βαθμό αυτόν,σύμφωνα με την πράξη κατάταξής τους.
δ. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν υπάρχουν ή δεν επαρκούν οι υπάλληλοι με τις προϋποθέσεις των προηγούμενων περιπτώσεων β΄ και γ΄, κρίνονται για επιλογή και υπάλληλοι με βαθμό Α΄ ανεξαρτήτως συνολικού χρόνου υπηρεσίας. Και αν και πάλι δεν καλύπτονται οι θέσεις των προϊσταμένων οργανικών μονάδων, κρίνονται και υπάλληλοι με βαθμό Β΄ και τρία (3) τουλάχιστον έτη στο βαθμό αυτό οι της κατηγορίας ΠΕ, τέσσερα (4) τουλάχιστον έτη οι της κατηγορίας ΤΕ και πέντε (5) τουλάχιστον έτη οι της κατηγορίας ΔΕ.
3. Οι κατά την προηγούμενη παράγραφο κρίσεις γίνονται σύμφωνα με τις προβλέψεις των οικείων οργανισμών ή της κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 15 του άρθρου 36 του ν. 2190/1994 κοινής υπουργικής απόφασης, σε σχέση με τις κατηγορίες και κλάδους των οποίων οι υπάλληλοι κρίνονται για την κατάληψη θέσεων προϊσταμένων των κατά περίπτωση οργανικών μονάδων.
4. Τα μέλη των συλλογικών οργάνων και τα μονομελή όργανα των οποίων η θητεία λήγει σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου 10, εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους έως την αντικατάστασή τους και δικαιούνται ως τότε να λαμβάνουν τις αποδοχές ή την αποζημίωση που προβλέπονται για την άσκηση των καθηκόντων τους.
5. Κατά την πρώτη συγκρότηση των υπηρεσιακών συμβουλίων, για την εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 37 του ν. 2190/1994, τα υπό στοιχείο α΄ μέλη της παρ. 1 του αυτού άρθρου ορίζονται από υπαλλήλους που έχουν τις προϋποθέσεις της περίπτωσης β΄ της παρ. 2 του παρόντος άρθρου. Ο ορισμός των αναπληρωτών τους γίνεται αμέσως μετά την επιλογή προϊσταμένων διευθύνσεων, σύμφωνα με την παρ. 2 του παρόντος άρθρου. Τα αιρετά μέλη των υπηρεσιακών συμβουλίων, που υφίστανται κατά τη δημοσίευση του παρόντος, αποτελούν τα υπό στοιχείο β΄ της παρ. 1 του άρθρου 37 του ν. 2190/1994 μέλη των υπηρεσιακών συμβουλίων κατά την πρώτη συγκρότησή τους.
6. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος, το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο της παρ. 3 του άρθρου 29 του ν. 2190/1994 συγκροτείται χωρίς τα υπό στοιχείο δ΄ δύο μέλη αυτού, τα οποία αντικαθίστανται από δύο επίτιμους ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς. Το Συμβούλιο με τη συγκρότησή του αυτή συνέρχεται μόνο για την επιλογή δύο γενικών διευθυντών, ήτοι ενός του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και ενός του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, οι οποίοι αποτελούν εφεξής μέλη του Συμβουλίου. Ο ορισμός των αναπληρωτών τους γίνεται αμέσως μετά την επιλογή των λοιπών γενικών διευθυντών των ανωτέρω Υπουργείων.
7. Η θητεία των μελών των υπηρεσιακών συμβουλίων, του ειδικού υπηρεσιακού συμβουλίου και του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου, που ορίζονται κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος λήγει την 31.12.2006.
8. ΄Οπου στις κείμενες διατάξεις αναφέρεται βαθμός Γενικού Διευθυντή ή Διευθυντή, εφεξής νοείται ο κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης, αντιστοίχως.
9. ΄Οπου στα επαναφερόμενα σε ισχύ και αντικαθιστώμενα άρθρα ή διατάξεις του ν. 2190/1994 αναφέρεται έναρξη ισχύος ή πρώτη εφαρμογή ή δημοσίευση του παρόντος, νοείται η έναρξη ισχύος ή πρώτη εφαρμογή ή δημοσίευση του παρόντος νόμου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
Θέματα Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων
΄Αρθρο 12
Θέματα Διοίκησης Α΄/θμιας και Β΄/θμιας Εκπαίδευσης
1. α). Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, η κατά την περίπτωση στ΄της παρ. 29 του άρθρου 14 του ν. 2817/2000 (ΦΕΚ 78 Α), όπως αντικαταστάθημε με την παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 2986/ 2002 (ΦΕΚ 24 Α’) διαδικασία αξιολόγησης και επιλογής των περιφερειακών διευθυντών εκπαίδευσης και ο συνταχθείς πίνακας επιλογής καταργούνται.
Στις κενές και κενούμενες θέσεις περιφερειακών διευθυντών εκπαίδευσης διορίζονται, με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, δημόσιοι εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, οι οποίοι επιλέγονται από κατάλογο υποψηφίων που συντάσσεται για το σκοπό αυτόν και στον οποίο περιλαμβάνονται, ύστερα από αίτησή τους, οι εκπαιδευτικοί της δημόσιας πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που έχουν: α) πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή άλλο ισότιμο τίτλο της αλλοδαπής ή της ημεδαπής, β) 15ετή τουλάχιστον εκπαιδευτική υπηρεσία και γ) σημαντικά διοικητικά και επιστημονικά προσόντα.
Για το σκοπό αυτόν εκδίδεται σχετική πρόσκληση ενδιαφέροντος από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, η οποία δημοσιεύεται στον ημερήσιο τύπο και με την οποία καθορίζονται οι θέσεις που θα πληρωθούν, τα υποβλητέα δικαιολογητικά των ενδιαφερομένων και οι προθεσμίες υποβολής τους.
β) Περιφερειακός Διευθυντής Εκπαίδευσης που για οποιοδήποτε λόγο αποχωρεί από τη δημόσια εκπαίδευση, αποχωρεί αυτοδικαίως και από τη θέση του Περιφερειακού Διευθυντή Εκπαίδευσης.
2. α) Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου λήγει αυτοδικαίως η θητεία των Διευθυντών Εκπαίδευσης και Προϊσταμένων Γραφείων, της Α’/θμιας και Β’/θμιας Εκπαίδευσης και των Γραφείων Φυσικής Αγωγής και Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης. Όσοι υπηρετούν στις θέσεις αυτές, συνεχίζουν να ασκούν τα καθήκοντα τους και να λαμβάνουν τα επιδόματα θέσης και ειδικής απασχόλησης, τα οποία προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις, ως την επιλογή και τοποθέτηση των προσωρινών Διευθυντών Εκπαίδευσης και Προϊσταμένων Γραφείων που επιλέγονται κατά τις διατάξεις των επόμενων εδαφίων της παραγράφου αυτής.
β) Ως τον ορισμό νέων Διευθυντών Εκπαίδευσης, προϊσταμένων Γραφείων, Γραφείων Φυσικής Αγωγής, Γραφείων Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και σε κάθε περίπτωση ως την 31/8/2005, τοποθετούνται προσωρινοί, με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ύστερα από πρόταση των οικείων Συμβουλίων Επιλογής Προϊσταμένων Διευθύνσεων και Γραφείων Εκπαίδευσης, της παραγράφου 31 του άρθρου 14 του νόμου 2817/2000 (ΦΕΚ 78 Α), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 παράγραφο 3 του ν. 2986/2002, τα οποία για την επιλογή των προσωρινών Διευθυντών Εκπαίδευσης και προϊσταμένων Γραφείων του παρόντος άρθρου αποτελούνται από:
i. Τρία μέλη ΔΕΠ των Πανεπιστημίων, που προτείνονται με τους αναπληρωτές τους από το Πρυτανικό Συμβούλιο του οικείου Πανεπιστημίου, στο οποίο απευθύνεται εγγράφως ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
ii. Ένα Σύμβουλο ή μόνιμο Πάρεδρο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, που ορίζεται με τον αναπληρωτή του με την απόφαση συγκρότησης.
iii.Τους δύο αιρετούς εκπροσώπους των κλάδων των εκπαιδευτικών των Κεντρικών Υπηρεσιακών Συμβουλίων της αντίστοιχης βαθμίδας, που αναπληρώνονται από τους νόμιμους αναπληρωτές τους.
iv. Ένα Διευθυντή Εκπαίδευσης της οικείας βαθμίδας, που ορίζεται με τον αναπληρωτή του με την απόφαση συγκρότησης του οικείου Συμβουλίου.
γ) Για την επιλογή των προσωρινών Διευθυντών και Προϊσταμένων εκδίδεται από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων σχετική πρόσκληση , η οποία δημοσιεύεται στον ημερήσιο τύπο και κοινοποιείται σε όλες τις Διευθύνσεις και τα Γραφεία Εκπαίδευσης, με την οποία καθορίζονται οι θέσεις που θα πληρωθούν, τα δικαιολογητικά που θα περιλαμβάνει ο φάκελος υποψηφιότητας, η προθεσμία και η διαδικασία υποβολής των αιτήσεων, η διαδικασία επιλογής και κάθε άλλη λεπτομέρεια σχετική με το θέμα αυτό.
Δικαίωμα υποβολής αίτησης έχουν όλοι οι εκπαιδευτικοί της αντίστοιχης βαθμίδας που έχουν 15ετή τουλάχιστον συνολική εκπαιδευτική υπηρεσία και βαθμό Α΄. Οι υποψήφιοι για τις θέσεις των προϊσταμένων Γραφείων Τεχνικής, Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Φυσικής Αγωγής μπορεί να είναι εκπαιδευτικοί που προβλέπονται στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 13 του Π.Δ. 25 (ΦΕΚ 20 Α΄). Οι υποψήφιοι προσωρινοί Διευθυντές και Προϊστάμενοι Γραφείων μπορούν να δηλώσουν προτίμηση για την τοποθέτησή τους σε θέσεις μιας Περιφερειακής Διεύθυνσης Εκπαίδευσης.
δ) Για την αξιολόγηση των υποψηφίων προσωρινών Διευθυντών και προϊσταμένων Γραφείων συνεκτιμώνται ιδίως η υπηρεσιακή κατάσταση, η επιστημονική και παιδαγωγική συγκρότηση, η ικανότητα ανάληψης διοικητικών ευθυνών, η ικανότητα συνεργασίας με τα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας και η εν γένει συγκρότηση και προσωπικότητα των υποψηφίων, όπως αυτή συνάγεται από το φάκελο υποψηφιότητας εκάστου υποψηφίου.
ε) Οι προσωρινοί Διευθυντές Εκπαίδευσης και Προϊστάμενοι Γραφείων λαμβάνουν για όσο διάστημα ασκούν τα καθήκοντά τους το επίδομα θέσης και ειδικής απασχόλησης που προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις για τους Διευθυντές Εκπαίδευσης και προϊσταμένους Γραφείων. Όπου στις κείμενες διατάξεις αναφέρεται Διευθυντής Εκπαίδευσης, προϊστάμενος Γραφείου Εκπαίδευσης, προϊστάμενος Γραφείων Φυσικής Αγωγής και Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, νοούνται οι προσωρινοί διευθυντές και προϊστάμενοι.
3. Μετά την τοποθέτηση των προσωρινών διευθυντών εκπαίδευσης και προϊσταμένων γραφείων εκπαίδευσης ανασυγκροτούνται τα υπηρεσιακά συμβούλια και τα συμβούλια επιλογής στελεχών της εκπαίδευσης του άρθρου 14 του ν. 2817/2000, με τη συμμετοχή των τοποθετηθέντων.
4. α) Οι αριθμ. Υ-65/57379/Δ2/18.6.2003 και αριθμ. Φ351.1/387/106455/Δ1/30-9-2003 προκηρύξεις πλήρωσης θέσεων σχολικών συμβούλων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ειδικής αγωγής αντιστοίχως καταργούνται.
β) Οι κενές θέσεις σχολικών συμβούλων, που προβλέπονται από το Π.Δ. 79/2003 (ΦΕΚ 77 Α’), καθώς και το σύνολο των θέσεων σχολικών συμβούλων εκπαίδευσης, που συστάθηκαν με το Π.Δ. 28/2004 (ΦΕΚ 24 Α’) πληρούνται από τους αντίστοιχους πίνακες σχολικών συμβούλων, οι οποίοι θα συνταχθούν μετά την 30η Ιουνίου 2004.
5. Μετατάξεις εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε κενές οργανικές θέσεις άλλου κλάδου, του οποίου έχουν αποκτήσει τα ειδικά τυπικά προσόντα διορισμού, είναι επιτρεπτές, εφόσον οι ενδιαφερόμενοι έχουν συμπληρώσει πέντε (5) έτη εκπαιδευτικής υπηρεσίας στον κλάδο που υπηρετούν και στον κλάδο, στον οποίο επιθυμούν να μεταταγούν, έχουν διοριστεί οι προσωρινοί αναπληρωτές που έχουν την ίδια με αυτούς συνολική υπηρεσία στην εκπαίδευση.
Για τη διαδικασία των μετατάξεων αυτών εφαρμόζονται κατά τα λοιπά οι διατάξεις του άρθρου 71 του ν. 2683/1999 (ΦΕΚ 19 Α’).
6. Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου λήγει αυτοδικαίως η θητεία των διευθυντών και υποδιευθυντών όλων των Περιφερειακών Επιμορφωτικών Κέντρων (Π.Ε.Κ.). Ως την επιλογή και ορισμό διευθυντών και υποδιευθυντών, οι υπηρετούντες εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους και να λαμβάνουν την προβλεπόμενη από τις κείμενες διατάξεις αποζημίωση.
¶ρθρο 13
Θέματα Νομικών Προσώπων εποπτευομένων από το ΥΠΕΠΘ.
1. Η περίπτωση β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν.2909/2001 (ΦΕΚ 90 Α΄) αντικαθίσταται ως ακολούθως : «Στη θέση του Νομικού Συμβούλου της Ακαδημίας Αθηνών, ύστερα από προκήρυξη που δημοσιεύεται σε δύο (2) τουλάχιστον ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών, προσλαμβάνεται, με απόφαση του Προέδρου της και προηγούμενη γνώμη τριμελούς επιτροπής νομικών, μελών της Ακαδημίας Αθηνών, δικηγόρος στον ¶ρειο Πάγο, ο οποίος δεν κατέχει άλλη θέση στον δημόσιο τομέα με οποιαδήποτε σχέση».
2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 19 του ν.2819/2000 (ΦΕΚ 84 Α’) αντικαθίσταται ως ακολούθως :
«2. α) Στην Ακαδημία Αθηνών συνιστάται οργανική θέση Εφόρου εξομοιούμενη ως προς κάθε συνέπεια με θέση Γενικού Διευθυντή. Η πλήρωση της θέσης αυτής γίνεται ύστερα από προκήρυξη που εκδίδεται με απόφαση της Συγκλήτου της Ακαδημίας Αθηνών , η οποία εγκρίνεται από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Στον ΄Εφορο της Ακαδημίας Αθηνών καταβάλλονται οι εκάστοτε αποδοχές γενικού διευθυντή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου.
β) Ο Έφορος της Ακαδημίας Αθηνών συντονίζει , ελέγχει και εποπτεύει το έργο όλων των διοικητικών , οικονομικών και τεχνικών υπηρεσιών του Ιδρύματος και είναι υπεύθυνος για την εύρυθμη λειτουργία τους και την εκτέλεση των αποφάσεων της Συγκλήτου και μπορεί να μετέχει στις συνεδριάσεις της χωρίς ψήφο.
γ) Δικαίωμα υποβολής υποψηφιότητας για τη θέση του Εφόρου έχουν μόνιμοι δημόσιοι διοικητικοί υπάλληλοι , υπάλληλοι της Ακαδημίας Αθηνών ή άλλων Ν.Π.Δ.Δ. ή υπάλληλοι που έχουν διατελέσει διευθυντικά στελέχη σε Ν.Π.Ι.Δ. (Τράπεζες, Δημόσιες Επιχειρήσεις, Οργανισμοί Κοινής Ωφελείας κ.λ.π.) και διαθέτουν τα ακόλουθα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα:
Ι. Είναι κάτοχοι πτυχίου τμήματος νομικών ή οικονομικών επιστημών ή δημόσιας διοίκησης και πολιτικών επιστημών Ελληνικού Ανωτάτου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος ή ισότιμου αλλοδαπού και έχουν πολύ καλή γνώση της αγγλικής ή γαλλικής ή γερμανικής γλώσσας.
ΙΙ. Έχουν άρτια επαγγελματική κατάρτιση και εμπειρία διεύθυνσης μεγάλης υπηρεσιακής μονάδας και έχουν επιδείξει ικανότητα ανάληψης πρωτοβουλιών και ευθυνών , ευχέρεια προγραμματισμού και συντονισμού για την επίτευξη των στόχων της Υπηρεσίας.
Η επιλογή του Εφόρου γίνεται με απόφαση της Συγκλήτου της Ακαδημίας Αθηνών.
δ) Ο διοριζόμενος διατηρεί την ιδιότητά του εφόσον είναι δημόσιος υπάλληλος ή υπάλληλος Ν.Π.Δ.Δ. , διαφορετικά προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου.
ε) Χρέη Υπηρεσιακού Συμβουλίου για την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση του Εφόρου εκτελεί η Σύγκλητος της Ακαδημίας Αθηνών. Η Σύγκλητος μπορεί με αιτιολογημένη απόφασή της να αποφασίσει τη λήξη της θητείας ή την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του Εφόρου , χωρίς τη καταβολή οποιασδήποτε αποζημίωσης για το λόγο αυτόν. Μετά την κατά οποιονδήποτε τρόπο λήξη της θητείας του, ο Έφορος που είναι δημόσιος υπάλληλος ή υπάλληλος Ν.Π.Δ.Δ. επιστρέφει, με επιφύλαξη της διάταξης του έκτου εδαφίου, στην Υπηρεσία από την οποία προέρχεται και καταλαμβάνει κενή θέση ομοιόβαθμη εκείνης που κατείχε κατά τον διορισμό του ως Εφόρου. Αν δεν υπάρχει κενή θέση συνιστάται προσωποπαγής θέση με πράξη του οικείου υπουργού. Ο χρόνος υπηρεσίας του στην Ακαδημία Αθηνών λογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας στο Δημόσιο ή το Ν.Π.Δ.Δ. από το οποίο προέρχεται , για όλες τις έννομες συνέπειες . Η θητεία του Εφόρου που είναι δημόσιος υπάλληλος ή υπάλληλος Ν.Π.Δ.Δ. λήγει αυτοδικαίως με τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων υποχρεωτικής αποχώρησης από την υπηρεσία του. Η σύμβαση εργασίας του Εφόρου λήγει αυτοδικαίως στο τέλος του ημερολογιακού έτους , εντός του οποίου συμπληρώνει το εβδομηκοστό έτος της ηλικίας του».
3. Στο άρθρο 3 του ν.δ. 572/1970 (ΦΕΚ 125 Α ΄) , μετά την παράγραφο 4 προστίθεται παράγραφος 5, ως εξής:
«Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ανατίθενται , σε ένα από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου , καθήκοντα Διευθύνοντος Συμβούλου του Ιδρύματος. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται η αμοιβή για την άσκηση των καθηκόντων του αυτών.
Ο Διευθύνων Σύμβουλος προΐσταται των Υπηρεσιών του Ιδρύματος, διευθύνει αυτές και ασκεί τα καθήκοντά του ως τη λήξη της θητείας του ως μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου.
Κατά τα λοιπά, για τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και τα μέλη του Δ.Σ. του Εθνικού Ιδρύματος Νεότητας εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 10 παράγραφος 1 εδάφιο δεύτερο και παράγραφος 2 του παρόντος νομοθετικού διατάγματος».
4 α ) Το άρθρο 5, παράγραφος 1, εδάφιο β’, του ν. 2530/1997 (ΦΕΚ 218 Α) αντικαθίσταται ως εξής : « Γενικοί Γραμματείς Υπουργείων και όσοι κατέχουν θέση σε διεθνείς οργανισμούς».
β) Στην αρχή του εδαφίου β’ της παραγράφου 3, του άρθρου 2 του ν. 2530/1997 και μετά τη λέξη «κατέχουν» προστίθεται η φράση «…θέση Ειδικού Γραμματέα Υπουργείων ή…».
5. Η παράγραφος 5 του άρθρου 10 του ν. 2552/1997 (ΦΕΚ 266 Α) αντικαθίσταται ως εξής:
« 5. Ως τη συγκρότηση σε σώμα της Συγκλήτου του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (ΕΑΠ), το εκλεκτορικό σώμα, που προβλέπεται στο εδάφιο α της παρ. 3 του άρθρου 4 του νόμου αυτού, αποτελείται από έντεκα (11) μέλη ΔΕΠ που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ύστερα από εισήγηση της Διοικούσας Επιτροπής (Δ.Ε.) του Ε.Α.Π. , από το σύνολο των μελών ΔΕΠ των Ελληνικών Πανεπιστημίων με το ίδιο ή, αν δεν υπάρχουν, με συγγενές γνωστικό αντικείμενο προς την αντίστοιχη Θεματική Ενότητα. Τα μέλη του εκλεκτορικού σώματος πρέπει να κατέχουν θέση στην ίδια ή ανώτερη βαθμίδα από τη θέση που πρόκειται να πληρωθεί».
Στην παραπάνω διάταξη εμπίπτουν και οι ήδη προκηρυχθείσες θέσεις ΔΕΠ είτε βρίσκονται στο στάδιο συγκρότησης των εκλεκτορικών σωμάτων είτε στο στάδιο της τελικής κρίσης. Στις περιπτώσεις αυτές τα μέλη των εκλεκτορικών σωμάτων συμπληρώνονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ύστερα από εισήγηση της Δ.Ε. του Ε.Α.Π. και η διαδικασία πλήρωσης της θέσης συνεχίζεται με την εκ νέου συγκρότηση της εισηγητικής επιτροπής και ολοκληρώνεται από το ενδεκαμαλές εκλεκτορικό σώμα.
6. Η περίπτωση ν του εδαφ. α της παρ. 1 του άρθρ. 6 του ν. 2552/1997 αντικαθίσταται ως εξής: «ν) Εγκαταστάσεων και εκτέλεσης έργων».
7. Με πρόταση των Διοικουσών Επιτροπών των Πανεπιστημίων Πελοποννήσου και Στερεάς Ελλάδος και αποδοχή της από το Διοικητικό Συμβούλιο της Ο.Σ.Κ. Α.Ε., επιτρέπεται η ανάθεση στην Ο.Σ.Κ. Α.Ε. καθηκόντων Διευθύνουσας Υπηρεσίας για τα παραπάνω ιδρύματα, τα οποία δεν διαθέτουν Τεχνική Υπηρεσία. Με την ίδια διαδικασία είναι δυνατή η ανάθεση από τα ίδια Πανεπιστήμια και η ανάληψη από την Ο.Σ.Κ. Α.Ε. πρόσθετων καθηκόντων, όπως η σύνταξη μελέτης, η επίβλεψη έργων ή μελετών, η ανάθεση καθηκόντων Τεχνικού Συμβούλου κατά τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 6 του ν. 1418/1984 (ΦΕΚ 23 Α) και η προμήθεια εξοπλισμών. Για όλες τις παραπάνω περιπτώσεις υπογράφεται σύμβαση μεταξύ του οικείου Πανεπιστημίου και της Ο.Σ.Κ. Α.Ε.. Με τη σύμβαση ρυθμίζονται το ειδικότερο αντικείμενο, η αμοιβή της Ο.Σ.Κ. Α.Ε. και κάθε άλλο σχετικό θέμα ή απαραίτητος όρος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
Ρυθμίσεις λοιπών θεμάτων
΄Αρθρο 14
Ρύθμιση θεμάτων που αφορούν το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο.
1. Οι παρ. 2 και 4 του άρθρου 163 α του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 2683/1999) αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο αποτελείται από:
α) ΄Έναν Αντιπρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ως Πρόεδρο, που υποδεικνύεται από τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
β) Τέσσερις Συμβούλους του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με ισάριθμους αναπληρωτές τους, που υποδεικνύονται από τον Πρόεδρο του Ν.Σ.Κ.
γ) Δύο Γενικούς Διευθυντές της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης με δύο αναπληρωτές τους Γενικούς Διευθυντές ή Διευθυντές της ιδίας Υπηρεσίας, οι οποίοι ορίζονται από τον Υπουργό Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.
δ) Τον Γενικό Διευθυντή αρμόδιο για θέματα προσωπικού του Υπουργείου ή αυτοτελούς Υπηρεσίας ή Ανεξάρτητης Διοικητικής Αρχής ή ν.π.δ.δ. ή Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, όπου ανήκει ο πειθαρχικά διωκόμενος υπάλληλος κατά τον χρόνο εκδίκασης της ένστασης, εφόσον οι φορείς αυτοί εδρεύουν στο Νομό Αττικής, με αναπληρωτές του δύο Διευθυντές του ίδιου φορέα. Αν δεν υπάρχει Γενικός Διευθυντής, ένα Διευθυντή Προσωπικού ή τον Προϊστάμενο του Τμήματος ή του Γραφείου Προσωπικού, με αναπληρωτές του δύο διευθυντές ή προϊσταμένους τμημάτων. Προκειμένου περί φορέων που δεν εδρεύουν στο Νομό Αττικής, ένα Γενικό Διευθυντή της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του ΥΠΕΣΔΔΑ, με αναπληρωτή του ένα Διευθυντή της ίδιας υπηρεσίας. Ειδικά ως προς τις Ν.Α. που εδρεύουν εκτός του Νομού Αττικής, το Γενικό Διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Τοπικής Αυτοδιοίκησης του ΥΠΕΣΔΔΑ, με αναπληρωτή ένα Διευθυντή της ίδιας υπηρεσίας.
ε) Δύο εκπροσώπους της ΑΔΕΔΥ με τους αναπληρωτές τους, οι οποίοι είναι μόνιμοι υπάλληλοι προϊστάμενοι Διεύθυνσης, και οι οποίοι υποδεικνύονται με απόφαση της εκτελεστικής επιτροπής της ΑΔΕΔΥ. Αν η ΑΔΕΔΥ δεν υποδείξει μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την περιέλευση σ΄αυτήν εγγράφου ερωτήματος του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, τα μέλη αυτά μαζί με τους αναπληρωτές τους ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης από υπηρεσίες και ν.π.δ.δ., υπάλληλοι των οποίων υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος κώδικα.
Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο λειτουργεί σε δύο Τμήματα κάθε ένα των οποίων αποτελείται από:
α) Τον Πρόεδρο του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου αναπληρούμενο από τον αρχαιότερο των μετεχόντων Συμβούλων του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
β) Δύο Νομικούς Συμβούλους του Ν.Σ.Κ. ή τους αναπληρωτές τους.
γ) ΄Ένα Γενικό Διευθυντή της Γενικής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης ή έναν από τους αναπληρωτές του.
δ) Το τακτικό μέλος της περιπτώσεως δ΄ ανωτέρω, αναπληρούμενο από ένα των αναπληρωματικών του μελών.
ε) Τους δύο εκπροσώπους της ΑΔΕΔΥ ή τους δύο αναπληρωτές τους.
Οι μετέχοντες σε οποιοδήποτε τμήμα αναπληρωτές των τακτικών μελών, θεωρούνται για τη σύνθεση ως τακτικά μέλη.
Γραμματέας των δύο Τμημάτων είναι ο προϊστάμενος της Γραμματείας του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου με δύο αναπληρωτές υπαλλήλους της Γραμματείας.
Με απόφαση του Προέδρου του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζονται τα μέλη καθενός Τμήματος με τον Γραμματέα και τους αναπληρωτές του».
«4. Τα τακτικά μέλη των περιπτώσεων α΄ και β΄ είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Η θητεία τους σε αυτό θεωρείται χρόνος πραγματικής υπηρεσίας τους στις οργανικές τους θέσεις και στο βαθμό τον οποίο κατέχουν, για όλες τις συνέπειες. Τα ανωτέρω μέλη μπορούν να συμμετέχουν στις συνεδριάσεις της Ολομέλειας, των Τμημάτων και των λοιπών συλλογικών οργάνων του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους».
2. Οι υφιστάμενες οργανικές θέσεις των συμβούλων στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους αυξάνονται κατά δύο.
3. Η έναρξη λειτουργίας του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου με την νέα του μορφή ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.
Ως την έναρξη λειτουργίας του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου με την νέα του μορφή, εξακολουθεί να λειτουργεί το υπάρχον.
΄Αρθρο 15
Ρύθμιση ειδικών θεμάτων
1. Στην παρ. 11 του άρθρου 31 του ν. 3013/2002 (ΦΕΚ 102 Α΄/ 1-5-2002) προστίθενται, από τότε που ίσχυσε, τα ακόλουθα εδάφια:
«Για τις ανάγκες λειτουργίας των Κ.Ε.Π. επιτρέπεται η απασχόληση φυσικών προσώπων με συμβάσεις μίσθωσης έργου, η συνολική διάρκεια των οποίων δεν μπορεί να υπερβαίνει τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες. Για τις συμβάσεις αυτές ισχύουν οι κείμενες διατάξεις, χωρίς να απαιτούνται οι προϋποθέσεις της Π.Υ.Σ. 55/1998. Η χρονική διάρκεια του «πιλοτικού» διαστήματος για την οργάνωση και λειτουργία των Κ.Ε.Π., ορίζεται σε είκοσι τέσσερις (24) μήνες από την έναρξη λειτουργίας κάθε Κ.Ε.Π.».
2. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 11 του ν. 2860/2000 (ΦΕΚ 251/Α΄) προστίθεται εδάφιο (γ) ως ακολούθως:
«γ. Μικτές πληρωμές: είναι οι πληρωμές που πραγματοποιούνται από τους φορείς των συλλογικών αποφάσεων στο πλαίσιο της υλοποίησης ενός έργου και οι οποίες μπορούν να περιέχουν, ταυτόχρονα, διαδικαστικά στοιχεία και των δύο προαναφερόμενων στα εδάφια (α) και (β) τρόπων πληρωμής (άμεσες και έμμεσες αντίστοιχα). Πληρωμές που έχουν πραγματοποιηθεί ως τη δημοσίευση του παρόντος και έχουν το χαρακτήρα της μικτής πληρωμής, υπάγονται αυτοδικαίως στη ρύθμιση αυτή».
3. Στο τέλος της περίπτωσης β της παραγράφου 2 του άρθρου 24 του ν. 2860/2000 (ΦΕΚ 251 Α΄) προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:
«Με τις ίδιες ακριβώς προϋποθέσεις επιτρέπεται η σύναψη προγραμματικής συμφωνίας μεταξύ του, κατ΄αρχήν τελικού δικαιούχου (Υπουργείου, Περιφέρειας, ΝΠΔΔ ή ΝΠΙΔ) πράξης ή μέτρου που χρηματοδοτούνται από το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα, συμπεριλαμβανομένων ενεργειών τεχνικής βοήθειας στήριξης, και της Ελληνικής Εταιρείας Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (ΕΕΤΑΑ). Προγραμματικές συμβάσεις ή συμφωνίες που έχουν συναφθεί ως τη δημοσίευση του παρόντος με την ΕΕΤΑΑ για την εκτέλεση έργων, υπάγονται αυτοδικαίως στη ρύθμιση αυτή».
4. Στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 9 του Ν. 2190/1994, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 εδάφ. γ΄ του ν. 2247/1994, η φράση «και της τυχόν δεύτερης κυρίας ασφάλισης» αντικαθίσταται, από τότε που ίσχυσε, με τη φράση «και την τυχόν δεύτερη κύρια ασφάλιση».
΄Αρθρο 16
Θέματα του ΄Ελληνα Επιτρόπου στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή
1. Στο Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης συνιστάται μία (1) θέση μετακλητού υπαλλήλου με βαθμό Α΄ και μία θέση μετακλητού υπαλλήλου με βαθμούς Γ΄- Β΄ που διατίθενται για τις ανάγκες του Γραφείου του εκάστοτε ΄Ελληνα Επιτρόπου στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή που λειτουργεί στην Ελλάδα.
2. Η πρόσληψη στις θέσεις της προηγούμενης παραγράφου γίνεται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 30 του ν. 1558/1985 (ΦΕΚ 137 Α΄) και της 88/2.8.85 Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου (ΦΕΚ 142 Α΄), όπως ισχύει. Οι προσλαμβανόμενοι υποδεικνύονται από τον ΄Ελληνα Επίτροπο κατ΄ελεύθερη επιλογή του. Η πρόσληψη λήγει αυτοδικαίως με την αποχώρηση για οποιονδήποτε λόγο του ΄Ελληνα Επιτρόπου χωρίς άλλη διαδικασία και χωρίς αποζημίωση για την αιτία αυτή.
3. Η σχετική δαπάνη των προηγούμενων παραγράφων βαρύνει τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.
4. Κατά τα λοιπά εξακολουθούν να ισχύουν οι υφιστάμενες διατάξεις για τις ανάγκες του Γραφείου του εκάστοτε ΄Ελληνα Επιτρόπου στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή που λειτουργεί στην Ελλάδα.
΄Αρθρο 17
Κατάργηση Ρυθμιστικής Αρχής Θαλασσίων Ενδομεταφορών (ΡΑΘΕ)
1.Οι διατάξεις των άρθρων δωδέκατου έως δέκατου έκτου του πρώτου μέρους του ν. 2932/2001 (ΦΕΚ 45 Α΄), που αφορούν στη Ρυθμιστική Αρχή Θαλάσσιων Ενδομεταφορών (ΡΑΘΕ), καταργούνται. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού (Ε.Α.) είναι αποκλειστικά αρμόδια για την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού στις θαλάσσιες ενδομεταφορές σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 703/1977 (ΦΕΚ 278 Α), όπως κάθε φορά ισχύουν.
2. Διατηρείται σε ισχύ η διάταξη του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου δέκατου πέμπτου, που αφορά τη σύσταση οργανικής θέσης Παρέδρου Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
3. Διαγράφεται η διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου τετάρτου του νόμου 2932/2001. Η διάταξη της παραγράφου 7 του ίδιου άρθρου αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο πλοιοκτήτης υποχρεούται να εκτελεί τα δρομολόγια σύμφωνα με τους όρους των ανωτέρω πράξεων και συνεργαζόμενος με την αρμόδια λιμενική αρχή και τον οργανισμό διοίκησης του λιμένα, να τα ανακοινώνει δημόσια με κάθε πρόσφορο μέσο και να πληροφορεί εγκαίρως το κοινό σχετικά με την εκτέλεσή τους».
4. Αρμοδιότητες του Υπουργού Ανάπτυξης σχετικές με αποφάσεις ή γνώμη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, τις οποίες ασκεί μόνος ή από κοινού με τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 703/1977, ασκούνται με τη σύμπραξη του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, στα θέματα που αφορούν επιχειρήσεις θαλασσίων μεταφορών.
5. Στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, όταν συζητούνται υποθέσεις σχετικές με επιχειρήσεις θαλασσίων μεταφορών, συμμετέχει χωρίς δικαίωμα ψήφου πρόσωπο αναγνωρισμένου κύρους με εμπειρία σε θέματα κοινοτικού δικαίου και πολιτικής ανταγωνισμού στις θαλάσσιες μεταφορές, ο οποίος ορίζεται με τον αναπληρωτή του κάθε φορά από τους Υπουργούς Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας.
6. ΄Οπου σε διατάξεις του νόμου 2932/2001 ή άλλες διατάξεις νόμων γίνεται αναφορά στη ΡΑΘΕ σχετικά με την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού, εφεξής νοείται η Επιτροπή Ανταγωνισμού.
7. Οι θέσεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου της καταργούμενης με την παρ. 1 αυτού του άρθρου Ρυθμιστικής Αρχής Θαλασσίων Ενδομεταφορών, που προκηρύχθηκαν με το ΦΕΚ 392/ΑΣΕΠ/11-9-2003, μεταφέρονται και εντάσσονται αυτοδικαίως στον οργανισμό της Επιτροπής Ανταγωνισμού και η αρμοδιότητα για την ολοκλήρωση της διαδικασίας ανατίθεται στον Υπουργό Ανάπτυξης.
΄Αρθρο 18
Ρυθμίσεις για το Σώμα Επιθεωρητών-Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης
1.Στην αρχή της παρ. 9 του άρθρου 3 του ν. 3074/2002 (ΦΕΚ 296 Α) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Ο Ειδικός Γραμματέας, οι Επιθεωρητές-Ελεγκτές και οι Βοηθοί Επιθεωρητές Ελεγκτές δεν εξετάζονται, δεν διώκονται και δεν ενάγονται για γνώμη που διατύπωσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Εξαιρούνται των ανωτέρω η περίπτωση δόλου, η παραβίαση του απορρήτου των πληροφοριών και στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και η παράβαση του καθήκοντος εχεμύθειας, στο οποίο υποχρεούνται οι υπηρετούντες στο Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. και μετά την αποχώρησή τους από αυτό. Οι διατάξεις αυτές ισχύουν αναδρομικά από την ημερομηνία ισχύος του ν. 2477/1997 (ΦΕΚ 59 Α)».
2. Στο άρθρο 3 του ν. 3074/2002 (ΦΕΚ 296 Α) προστίθεται παρ. 15 ως ακολούθως:
«15. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, ορίζεται το ύψος των δαπανών μετακίνησης, ημερήσιας αποζημίωσης και διανυκτέρευσης του Ειδικού Γραμματέα και των Ειδικών Επιθεωρητών του Σώματος Επιθεωρητών-Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης (Σ.Ε.Ε.Δ.Δ.)».
΄Αρθρο 19
Καταργούμενες διατάξεις
Από την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου καταργείται κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη που έχει αντίθετο περιρχόμενο.
΄Αρθρο 20
΄Εναρξη ισχύος
Η ισχύς των διατάξεων αυτού του νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν από τις διατάξεις αυτές ορίζεται διαφορετικά.