Οι κατασκευαστές όπλων προσπαθούν να επωφεληθούν από τον επανεξοπλισμό της βόρειας Ευρώπης, ο οποίος προκλήθηκε από την κρίση στην Ουκρανία εκτιμούν εμπειρογνώμονες γαλλικού ινστιτούτου.
Οι κατασκευαστές όπλων προσπαθούν να επωφεληθούν από τον επανεξοπλισμό της βόρειας Ευρώπης, ο οποίος προκλήθηκε από την κρίση στην Ουκρανία και ο οποίος, σύμφωνα με τους αναλυτές, ενδέχεται να ωθήσει και την υπόλοιπη ήπειρο να ενισχύσει την άμυνά της απέναντι στη Ρωσία, εκτιμούν εμπειρογνώμονες του γαλλικού Ινστιτούτου Διεθνών και Στρατηγικών Σχέσεων (ΙΔΣΣ).
Η Σουηδία ήταν η πρώτη χώρα που ανακοίνωσε τον Απρίλιο την αύξηση των στρατιωτικών της δαπανών για τα επόμενα 10 χρόνια σε απάντηση στην προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία.
Η Πολωνία, η οποία είχε ήδη αρχίσει μια σημαντική προσπάθεια για τον εκσυγχρονισμό των όπλων της, ανακοίνωσε από την πλευρά της ότι θα επισπεύσει κατά δύο χρόνια το σχέδιο να αποκτήσει 82 μη επανδρωμένα αεροσκάφη διάφορων τύπων, ώστε να παραλάβει τα πρώτα ήδη από το 2016. Σύμφωνα με τον πολωνικό Τύπο, έχει προκηρύξει διαγωνισμό για την αγορά επιθετικών ελικοπτέρων, κάτι που όμως δεν έχει επιβεβαιωθεί επισήμως.
«Παρατηρούμε ένα διχασμό της Ευρώπης μεταξύ των χωρών του βορρά και των χωρών της δύσης που προσπαθούν να πείσουν τον εαυτό τους ότι η κρίση θα περάσει», εκτίμησε ο Ζαν-Πιέρ Μολνί αναπληρωτής διευθυντής του ΙΔΣΣ.
Η Γαλλία, η οποία το 2011 είχε συμφωνήσει να πωλήσει δύο ελικοπτεροφόρα πλοία τύπου Mistral στη Ρωσία, προτίμησε να περιμένει ως την προθεσμία της πρώτης παράδοσης – τον Οκτώβριο – προτού επανεξετάσει το συμβόλαιο που έχει συνάψει, παρά τις αυξανόμενες πιέσεις της Ουάσινγκτον.
Οι χώρες του βορρά έχουν μια διαφορετική εμπειρία από τον ισχυρό ρώσο γείτονά τους, τονίζει το Γαλλικό Πρακτορείο.
Ήδη το 2013, η Σουηδία, η Φινλανδία, οι χώρες της Βαλτικής και η Πολωνία ζήτησαν μάταια η Ευρώπη να αναπροσανατολίσει την στρατηγική της για την ασφάλεια στην άμυνα του εδάφους, επεσήμανε ο κ. Μολνί.
Αυτές οι χώρες ανησυχούσαν για την ενίσχυση των στρατιωτικών δυνατοτήτων της Ρωσίας στη ζώνη της Αρκτικής και για τις πολλές ρωσικές υπερπτήσεις και τους αεροπορικούς ελιγμούς.
Η περιστολή των προϋπολογισμών είναι προφανές εμπόδιο για τον επανεξοπλισμό, όμως ο κ. Μολνί πιστεύει ότι θα υπάρξει πρόβλεψη ώστε να εξαιρεθούν οι δαπάνες για τον εξοπλισμό από τον υπολογισμό των κρατικών ελλειμμάτων.
Ο Μάικλ Κλαρκ, αναλυτής ενός βρετανικού ινστιτούτου μελετών, εκτιμά ότι τελικά «οι ευρωπαϊκές δυνάμεις του ΝΑΤΟ πιθανόν θα ξοδέψουν περισσότερα για την άμυνα, διότι η Ουκρανία δεν είναι μια περιοριστική κρίση αλλά αποτελεί μια καμπή: υπήρξε μια αλλαγή των συνόρων με τη βία». Παρόλα αυτά θα υπάρξει ένα χρονικό διάστημα ενός με δύο ετών προτού οριστικοποιηθούν οι αποφάσεις για επενδύσεις, σύμφωνα με τον ίδιο.
Η έναρξη αυτή του επανεξοπλισμού αναζωπύρωσε τον ανταγωνισμό μεταξύ των αμερικανικών και των ευρωπαϊκών βιομηχανιών, όμως οι τελευταίες βρίσκονται σε καλή θέση ώστε να απαντήσουν στην κρίση.
Η Σουηδία για παράδειγμα θέλει περισσότερα καταδιωκτικά Grippen, τα οποία κατασκευάζει η σουηδική εταιρεία Saab, υποβρύχια, τα οποία κατασκευάζει στη χώρα η γερμανική Thyssen Krupp Marine Systems και γερμανοσουηδικούς πυραύλους κρουζ Taurus.
Το πεδίο είναι πιο ανοικτό για τους Αμερικανούς κατασκευαστές στην Πολωνία.
«Την επομένη της εισόδου των Ρώσων στην Κριμαία, οι Αμερικανοί έσπευσαν να υποβάλλουν δελεαστικές προτάσεις στους Πολωνούς», επεσήμανε ο κ. Μολνί, αναφερόμενος στην επίσκεψη του υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ Τσακ Χέιγκελ.
Η πρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος της Lockheed Martin Μέριλιν Χιούσον βρισκόταν την προηγούμενη εβδομάδα στη Βαρσοβία όπου συζήτησε με αξιωματούχους για το θέμα της αντιπυραυλικής άμυνας.
Η Βαρσοβία, η οποία είχε απογοητεύσει τους ευρωπαίους κατασκευαστές το 2003 επιλέγοντας το αμερικανικό αεροσκάφος F-16, αποφάσισε έκτοτε ότι μια αποκλειστική εξάρτηση από την Ουάσινγκτον δεν είναι προς το συμφέρον της, σύμφωνα με αναλυτές του εξειδικευμένου περιοδικού Jane’s.
«Το πρόγραμμα επανεξοπλισμού 2013-2022 προβλέπει αγορές από ένα μεγάλο δείγμα κατασκευαστών, κυρίως από τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και το Ισραήλ με τη μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή της τοπικής βιομηχανίας ώστε να διασφαλιστεί περισσότερη αυτονομία μακροπρόθεσμα», επισημαίνουν στην έκθεσή τους.