Μια διατροφή πλούσια σε φυτικές ίνες βοηθά σημαντικά στην αποκατάσταση της υγείας όσων έχουν υποστεί έμφραγμα και απομακρύνει τον κίνδυνο πρόωρου θανάτου, σύμφωνα με νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα.
Μια διατροφή πλούσια σε φυτικές ίνες βοηθά σημαντικά στην αποκατάσταση της υγείας όσων έχουν υποστεί έμφραγμα και απομακρύνει τον κίνδυνο πρόωρου θανάτου, σύμφωνα με νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα.
Ερευνητές του Τμήματος Επιδημιολογίας της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, ανέλυσαν στοιχεία για πάνω από 4.000 άνδρες και γυναίκες, που είχαν επιβιώσει μετά από έμφραγμα.
Οι άνθρωποι αυτοί παρακολουθήθηκαν κατά μέσο όρο επί εννέα χρόνια, στη διάρκεια των οποίων πέθαναν 682 γυναίκες και 451 άνδρες, με την έρευνα να δείχνει ότι οι πιθανότητες επιβίωσης είχαν σχέση με την ποσότητα φυτικών ινών που κατανάλωναν μετά το έμφραγμα.
Εκείνοι που έτρωγαν τις περισσότερες ίνες, είχαν κατά μέσο όρο 25% μικρότερο κίνδυνο πρόωρου θανάτου, σε σχέση με όσους κατανάλωναν τις λιγότερες, ενώ κάθε αύξηση κατά δέκα γραμμάρια την ημέρα στην κατανάλωση ινών σχετιζόταν με μια μείωση κατά 15% στον κίνδυνο θανάτου.
Επιπλέον, οι άνθρωποι που έτρωγαν τις πιο πολλές φυτικές ίνες, είχαν 13% μικρότερη πιθανότητα να πάθουν νέο θανατηφόρο έμφραγμα.
Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι, πέρα από τη λήψη των αναγκαίων φαρμάκων μετά το έμφραγμα, ο τρόπος ζωής και ειδικότερα η διατροφή παίζουν σημαντικό ρόλο.
Οι φυτικές ίνες, οι οποίες ρίχνουν την υψηλή αρτηριακή πίεση και χοληστερόλη, περιέχονται σε διάφορες τροφές, όπως φρούτα, λαχανικά, όσπρια και δημητριακά ολικής άλεσης. Μπανάνες, καρότα, μήλα, πατάτες και δημητριακά είναι ιδιαίτερα καλές πηγές φυτικών ινών.
Οι ειδικοί στις ΗΠΑ συνιστούν ημερήσια κατανάλωση ινών της τάξης των 38 γραμμαρίων. Ενδεικτικά, ένα πορτοκάλι περιέχει περίπου τρία γραμμάρια ινών, ένα μπολ δημητριακών δέκα γραμμάρια, ενώ δύο φέτες ψωμί ολικής άλεσης 4,2 γραμμάρια.
Μια διατροφή φτωχή σε ίνες έχει συσχετιστεί με διάφορα προβλήματα, όπως δυσκοιλιότητα και γαστρεντερικές παθήσεις (μεταξύ των οποίων καρκίνος του εντέρου), ενώ, όπως δείχνει η νέα μελέτη, επιβαρύνει και την καρδιά.
Πηγή: ΑΜΠΕ