«Πρέπει η Δύση να επιλέξει την οδό της σύγκρουσης με τη Ρωσία μετά την προσάρτηση της Κριμαίας; Ορισμένοι εξέχοντες Γερμανοί δεν είναι τόσο σίγουροι. Η συμπάθεια για τη Ρωσία είναι πολύ ισχυρή σε αυτή τη χώρα», σημειώνει σε άρθρο του το Der Spiegel.
«Πρέπει η Δύση να επιλέξει την οδό της σύγκρουσης με τη Ρωσία μετά την προσάρτηση της Κριμαίας; Ορισμένοι εξέχοντες Γερμανοί δεν είναι τόσο σίγουροι. Η συμπάθεια για τη Ρωσία είναι πολύ ισχυρή σε αυτή τη χώρα», σημειώνει σε άρθρο του το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel.
Η κρίση της Κριμαίας αποτελεί εδώ και εβδομάδες το βασικό θέμα στις εφημερίδες και τις τηλεοπτικές εκπομπές της Γερμανίας. Στις ιστοσελίδες, η Κριμαία έχει τα περισσότερο «κτυπήματα». Όπως γράφει ο Ραλφ Νέουκιρχ, τίποτα δεν προκαλεί μεγαλύτερες αντιπαραθέσεις από το αν η προσάρτηση της Κριμαίας από τη Μόσχα ήταν μια δικαιολογημένη αντίδραση στις επεκτατικές κινήσεις του ΝΑΤΟ ή μια κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου.
Ο πρώην καγκελάριος Χέλμουτ Σμιτ δήλωσε ότι η κατάσταση στην Ουκρανία είναι επικίνδυνη επειδή η Δύση άσκησε μια τόσο κακή πολιτική, ενώ το ζήτημα της διεθνούς νομιμότητας δεν φαίνεται να τον ενδιαφέρει. Ένας άλλος πρώην καγκελάριος, ο Γκέρχαρντ Σρέντερ, δήλωσε ότι και ο ίδιος έχει παραβιάσει επανειλημμένα τους διεθνείς κανόνες.
Ο κατάλογος εκείνων που συμπαθούν και «συγχωρούν» τη Ρωσία είναι μακρύς. Εκτείνεται από τον Φίλιπ Μισφέλντερ, εκπρόσωπο εξωτερικών υποθέσεων των Χριστιανοδημοκρατών, μέχρι τη φεμινίστρια Άλις Σβάρτσερ, κι από την Αριστερά μέχρι νοικοκυριά της μεσαίας τάξης. Ο Άρμιν Λάσετ, επικεφαλής του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, προειδοποίησε μάλιστα πως ο «αντιπουτινικός λαϊκισμός» είναι επικίνδυνος. Είτε κινούνται από ρομαντισμό, από ρεαλ-πολιτίκ ή από νοσταλγία για τη Σοβιετική Ένωση, όλοι αυτοί οι άνθρωποι εγείρουν το ερώτημα «κατά πόσον η Γερμανία είναι μια χώρα απολογητών της Ρωσίας», σημειώνει το περιοδικό.
Η ήπια στάση απέναντι στη σιδερένια πυγμή της Ρωσίας έχει πολλές εξηγήσεις. Άλλες είναι ιστορικές, άλλες ιδεολογικές και άλλες καθαρά υλικές. Η πιο προφανής είναι ότι οι γερμανικές επιχειρήσεις θέλουν να συνεχίσουν να συναλλάσσονται με τη Ρωσία και κατά συνέπεια αντιτίθενται στις κυρώσεις. Άλλοι παράγοντες είναι ο φόβος ενός νέου ψυχρού - ή ακόμη και θερμού - πολέμου, οι ιστορικοί δεσμοί με τη Ρωσία και τα αντιαμερικανικά αισθήματα που είναι αρκετά διαδεδομένα στη Γερμανία. Δεν λείπει επίσης μια ρομαντική εξιδανίκευση της πατρίδας του Τολστόι και του Ντοστογιέφσκι. Οι Γερμανοί δεν είναι δα και τόσο εξοικειωμένοι με τους Ουκρανούς συγγραφείς.
Σε ένα άρθρο της με τίτλο «Γιατί, παρ' όλα αυτά, καταλαβαίνω τον Πούτιν», η Σβάρτσερ δείχνει κατανόηση απέναντι στον μάτσο άνδρα της Μόσχας. Χαρακτηρίζει την Ουκρανία «μια χώρα που κλίνει η μισή προς τη Δύση και η μισή προς την Ανατολή» και εκφράζει την πεποίθησή της πως έτσι πρέπει να μείνει. Θαυμάζει την ετοιμότητα της Ρωσίας να υπερασπιστεί τον εαυτό της και υπενθυμίζει ότι δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που η ναζιστική Γερμανία εισέβαλε στη Ρωσία και σκότωσε εκατομμύρια άνδρες, γυναίκες και παιδιά.
Οι ενοχές της Γερμανίας είναι όμως ένας μόνο από τους λόγους που η Ρωσία απολαμβάνει τόσο μεγάλη υποστήριξη στη χώρα. Στα κρατίδια που ανήκαν στην Ανατολική Γερμανία, συναντά κανείς ένα δεσμό με την πρώην δύναμη κατοχής που θυμίζει το Σύνδρομο της Στοκχόλμης. Ο Γκρέγκορ Γκίζι για παράδειγμα, αρχηγός του Κόμματος της Αριστεράς, υποστηρίζει ότι η Γερμανία και οι σύμμαχοί της δεν συμπεριφέρονται και πολύ διαφορετικά από τη Ρωσία και ότι η κριτική προς τις πράξεις της τελευταίας είναι υποκριτική. Η στάση της Μόσχας απέναντι στις στρατιωτικές απαντήσεις, λέει, είναι η ίδια μ' εκείνη της Δύσης: αρκεί να δει κανείς τη Γιουγκοσλαβία, το Αφγανιστάν, το Ιράκ και τη Λιβύη.
Οι απόψεις του Γκίζι θα τύγχαναν πιθανότατα υποστήριξης και από τον συντηρητικό πολιτικό Αλεξάντερ Γκάουλαντ, αν ο τελευταίος ήταν ακόμη βουλευτής. Ο Γκάουλαντ ήταν για πολλά χρόνια ένας εξέχων πολιτικός του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος και τώρα είναι μέλος της ευρωσκεπτικιστικής Εναλλακτικής Λύσης για τη Γερμανία. Αντίθετα με τον Γκίζι, αυτός δεν διαπνέεται από νοσταλγία για τη Σοβιετική Ένωση. Υπενθυμίζει τις καλές γερμανορωσικές σχέσεις την εποχή των τσάρων, τον κοινό πόλεμο των δύο χωρών εναντίον του Ναπολέοντα και την υποστήριξη της ρωσικής κυβέρνησης προς την ίδρυση του Γερμανικού Ράιχ. Όπως λέει, «τα σύνορα της Ευρώπης δεν είναι ιερά».
Η σημερινή κατάσταση, καταλήγει το Speigel, θυμίζει την εποχή της γερμανικής «Οστπολιτίκ», όταν τα κινήματα της Ανατολικής Ευρώπης είχαν θυσιαστεί προκειμένου να προχωρήσει η προσέγγιση της Γερμανίας με τη Σοβιετική Ένωση. Σήμερα, αυτοί που θυσιάζονται είναι οι Ουκρανοί.
Πηγή: ΑΜΠΕ